Το νομοσχέδιο με τον φιλόδοξο τίτλο «Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός του Σωφρονιστικού Κώδικα – Τροποποιήσεις στον ν. 2776/1999» αποτελεί νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, που έρχεται να εξυπηρετήσει κυρίως την ανάγκη επικοινωνιακής διαχείρισης δύο σημαντικών ζητημάτων.
Πρώτον, του γεγονότος ότι η χώρα μας, όπως προκύπτει από την πρόσφατη δημοσίευση της έκθεσης της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT), βρίσκεται ένα βήμα πριν από την έκδοση δημόσιας δήλωσης, δηλαδή ντροπιαστικής για τη χώρα μας καταγγελίας, για τις προσβλητικές για τον άνθρωπο συνθήκες κράτησης στις φυλακές και την ανικανότητα του αρμόδιου Υπουργείου να τις βελτιώσει.
Δεύτερον, του γεγονότος ότι από το 2019 η αρμοδιότητα των καταστημάτων κράτησης μεταφέρθηκε στο πιο πάνω υπουργείο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαρρηγνύοντας μια υπερεκατονταετή παράδοση, την οποία άφησαν ανέγγιχτη ακόμη και οι μεταπολεμικές συντηρητικές κυβερνήσεις των δύσκολων χρόνων.
Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη όμως, λόγω της αστυνομικής αντίληψης που διατρέχει τη συνολική λειτουργία του Υπουργείου, η έκτιση των ποινών αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως ζήτημα ασφάλειας. Αντίθετα, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τη μακρόχρονη θεσμική μνήμη και την παγιωμένη κουλτούρα στο σύνολο των στελεχών του, η αντίληψη για την έκτιση των ποινών ισορροπούσε ανάμεσα στην ανάγκη για την προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων και την ασφάλεια, με τελικό στόχο την επανένταξη.
Με τη νομοθετική του πρωτοβουλία, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη προσπαθεί λοιπόν να διακηρύξει επικοινωνιακά – ανεπιτυχώς βέβαια – την κατ’ επίφαση μέριμνά του για τους κρατουμένους και τις συνθήκες κράτησης τους.
Γι’ αυτό και ως προμετωπίδα του επικαλείται στο άρθρο 1, πως σκοπός του νομοσχεδίου είναι: α) η βελτίωση των συνθηκών κράτησης, β) η περαιτέρω θωράκιση των δικαιωμάτων των κρατουμένων, γ) η διασφάλιση της ισότητας στον τρόπο διαβίωσης και η απαγόρευση κάθε δυσμενούς μεταχείρισης των κρατουμένων, καθώς και δ) η ενίσχυση των φορέων κοινωνικής επανένταξης των αποφυλακισθέντων.
Όμως, με διακηρύξεις υποτιθέμενων καλών προθέσεων ούτε το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να παραπλανηθεί ούτε βέβαια, να βελτιωθούν με ένα μαγικό τρόπο οι συνθήκες κράτησης ή να προστατευθούν με γνήσιο τρόπο τα δικαιώματα των κρατουμένων.
Η συνολική ανάλυση των προτεινόμενων τροποποιήσεων του Σωφρονιστικού Κώδικα εκφεύγει προφανώς του πλαισίου του παρόντος άρθρου, δεν θα αποφύγουμε όμως να επισημάνουμε επιγραμματικά κάποια ενδεικτικά ζητήματα.
Για παράδειγμα, η με το νομοσχέδιο επιχειρούμενη μετατροπή του ισχύοντος ουδέτερου όρου «καταστήματα κράτησης» σε «σωφρονιστικά καταστήματα», δεν μπορεί να παράγει την αναμόρφωση των κρατουμένων, όταν οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται από τον μόνιμο υπερπληθυσμό των φυλακών και υπερσυνωστισμό των κρατουμένων, τη δραματική έλλειψη σωφρονιστικού, υγειονομικού και άλλων ειδικών κατηγοριών προσωπικού, την έλλειψη πόρων και την απουσία πλάνων για την εξατομικευμένη επανένταξη των κρατουμένων.
Ούτε βέβαια με το ότι προστίθενται στα υπάρχοντα ειδικά καταστήματα κράτησης «τα Σωφρονιστικά Καταστήματα για Εγκλήματα κατά της Γενετήσιας Ελευθερίας, τα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφαλείας, τα Καταστήματα Εργασίας και τα Σωφρονιστικά Καταστήματα Οικονομικών Εγκλημάτων», μπορεί να παραχθεί πραγματικός διαχωρισμός των κρατουμένων, όταν τη στιγμή αυτή, στις 10.175 θέσεις κρατουμένων που προβλέπονται στο σύνολο των φυλακών της χώρας μας κρατούνται 10.692 υπόδικοι και κατάδικοι, με την τάση φυλακίσεων και προφυλακίσεων να βαίνει ανοδικά, δεδομένου ότι το τελευταίο δεκαπενθήμερο προστέθηκαν 71 νέοι κρατούμενοι στο σύστημα.
Αλλά και στο ζήτημα των αδειών των κρατουμένων, η αστυνομική λογική περί του μη ωφέλιμου του θεσμού, οδήγησε στη διατύπωση διατάξεων (άρθρα 50 επ.) που συρρικνώνουν περαιτέρω τις τυπικές προϋποθέσεις λήψης των τακτικών αδειών, αλλά και των εκπαιδευτικών, που λαμβάνουν οι φοιτητές κρατούμενοι.
Και αυτό γίνεται χωρίς να προκύπτει κάποια σχετική αναγκαιότητα από τα γνωστά στοιχεία για τον τρόπο λειτουργίας του θεσμού, που επιβεβαιώνουν ότι είναι απειροελάχιστο το ποσοστό των κρατουμένων που κάνουν κακή χρήση της άδειάς τους.
Όμως, ο περιορισμός των αδειών, δηλαδή ενός αποδεδειγμένα επιτυχούς θεσμού ομαλής επανένταξης, οδηγεί στη στείρα αύξηση του εγκλεισμού και εν τέλει, στην απουσία προοπτικής επανένταξης για πολλούς κρατούμενους.
Ακόμη και οι ελάχιστες θετικές διατάξεις του νομοσχεδίου, όπως η θέσπιση του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής των κρατουμένων για τις κακές συνθήκες κράτησης και της δίκαιης ικανοποίησης τους, που προβλέπεται στο άρθρο 8, δεν μπορούν να αντιστρέψουν την συνολική λογική του νομοσχεδίου.
Αυτή διαπνέεται τελικά από την εμφανή ανάγκη της κυβέρνησης, για τους λόγους που εκθέσαμε, να επιδείξει ένα μάλλον υποκριτικό ενδιαφέρον για την προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων, την ίδια στιγμή που αυστηροποιεί τις συνθήκες έκτισης και περιορίζει τις δυνατότητες ομαλής κοινωνικής επανένταξης.
Δυστυχώς, το κυβερνητικό νομοσχέδιο, λόγω του ιδεοληπτικού υποβάθρου του, αποτυγχάνει να διδαχθεί από τις αστοχίες και τα αδιέξοδα του παρελθόντος.
Δηλαδή, αποτυγχάνει να ενσωματώσει ένα μακροπρόθεσμο και αποτελεσματικό σχεδιασμό, που με άξονα τις ευρωπαϊκές αξίες και κανόνες θα οδηγούσε σε πραγματικά αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, μείωση του εγκλεισμού και εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, με στόχο την ομαλή επανένταξη, διατηρώντας δηλαδή την αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια για την κοινωνία και την προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων.
Μαρίνος Σκανδάμης
Διδάκτωρ Νομικής – Δικηγόρος