Search
Close this search box.

ΕΔΔΑ Κίτσος κατά Ελλάδος: Μία ακόμη καταδίκη της Ελλάδας λόγω επιβολής ποινής φυλάκισης για δυσφήμηση

Η Χριστίνα Βρεττού αναλύει την καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Κίτσος κατά Ελλάδος.

Ι. Τα πραγματικά περιστατικά

Η σχολιαζόμενη απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου στην υπόθεση Κίτσος κατά Ελλάδας αποτελεί μία ακόμη καταδίκη της χώρας μας συνεπεία της ελλιπούς προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης από τα εθνικά δικαστήρια. Ο προσφεύγων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης λόγω δυσφήμησης δύο προσώπων κατά τη διάρκεια εκπομπής στην εθνική τηλεόραση. Ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι οι θιγόμενοι που ασκούσαν τα καθήκοντά τους ως δικαστικός συμπαραστάτης ενηλίκου ο ένας και ως μέλος του εποπτικού συμβουλίου η δεύτερη, εφαρμόζουν ένα «σατανικό σχέδιο», ότι «είχαν προκαλέσει την εξαφάνιση του συμπαραστατούμενου» και, με τη χορήγηση φαρμάκων και την άσκηση ψυχολογικής βίας, είχαν οργανώσει τη μεταβίβαση της περιουσίας του στην δεύτερη εκ των θιγομένων έναντι τιμήματος ευτελούς αξίας. Για τον λόγο αυτό τους αποκάλεσε «απατεώνες». Οι θιγόμενοι απομακρύνθηκαν από τα καθήκοντά τους λόγω των ανωτέρω πράξεών τους, ενώ στη συνέχεια καταδικάσθηκαν για υπεξαίρεση. Μετά από μήνυση εναντίον του προσφεύγοντος για τις εν λόγω τηλεοπτικές του δηλώσεις, ο τελευταίος καταδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό για συκοφαντική δυσφήμηση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών με αναστολή, η οποία ποινή μειώθηκε σε επτά μήνες με αναστολή κατόπιν έφεσης του προσφεύγοντος, αφού το αδίκημα μετατράπηκε σε απλή δυσφήμηση. Η δευτεροβάθμια απόφαση επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι η ποινική του καταδίκη ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης, που εγγυάται το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

ΙΙ. Η κρίση του Δικαστηρίου

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος συνιστούσε επέμβαση στο εκ του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ δικαίωμά του η οποία προβλεπόταν από το άρθρο 362 ΠΚ, το οποίο εξυπηρετεί την προστασία της τιμής των άλλων, ενώ παρέπεμψε σε προηγούμενη κρίση του, ήτοι στην απόφασή του στην υπόθεση Μπαλάσκας κατά Ελλάδας, όσον αφορά στην εφαρμογή των κριτηρίων για την κρίση περί του ανάλογου του περιορισμού της συγκεκριμένης άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης βάσει του κανόνα της επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης. To Δικαστήριο εφάρμοσε και στην προκειμένη περίπτωση τα κριτήρια στάθμισης που χρησιμοποιεί στις υποθέσεις δυσφήμησης. Καταρχάς, έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος είχαν τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας, ώστε να εγείρουν την προστασία του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας το κριτήριο της φύσης της επίδικης δήλωσης, έκρινε ότι οι επίδικοι ισχυρισμοί δεν αποτελούσαν ψευδείς ισχυρισμούς γεγονότων, όπως έκριναν τα εθνικά δικαστήρια, αλλά συνδυασμό γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων, οι οποίες είχαν μάλιστα πραγματική βάση δεδομένης της απομάκρυνσης των θιγομένων από τα καθήκοντά τους και της μετέπειτα καταδίκης τους για υπεξαίρεση.

Το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι δεν ελήφθη υπόψη από τα εθνικά δικαστήρια το πλαίσιο εντός του οποίου προβλήθηκαν οι εν λόγω δηλώσεις, αλλά επικεντρώθηκαν μόνο στους χαρακτηρισμούς: αφορούσαν ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, γεγονός που προκύπτει και από την προβολή αυτών στην εθνική τηλεόραση. Επίσης, παρόλο που δεν ενέταξε ευθέως τους θιγομένους στην έννοια του δημοσίου προσώπου, έκρινε ότι, ενόψει των καθηκόντων τους ως συμπαραστατών ενός προσώπου πολύ γνωστού στην Κέρκυρα, θα έπρεπε να αναμένουν την κριτική για τις πράξεις τους. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνθήκες της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την επιβολή ποινής φυλάκισης.

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που επικαλέστηκαν τα εθνικά δικαστήρια για να δικαιολογήσουν την επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης δεν ήταν επαρκείς και ότι η στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και του δικαιώματος στην προστασία της τιμής δεν έγινε σύμφωνα με τους κανόνες που υπαγορεύει η Σύμβαση και ως εκ τούτου υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

ΙΙΙ. Αναλογικότητα της επιβαλλόμενης από τα εθνικά δικαστήρια ποινής

Το Δικαστήριο σταθμίζοντας τα αντικρουόμενα δικαιώματα της ελευθερίας του Τύπου και του δικαιώματος του προσώπου στην τιμή του, εξετάζει, στο πλαίσιο ελέγχου της αναλογικότητας της επέμβασης στην ελευθερία της έκφρασης, τη σοβαρότητα και τη φύση της επιβαλλόμενης από τα εθνικά δικαστήρια ποινής. Στόχος είναι να αποφευχθεί το «πάγωμα του λόγου» που επιφέρει η ευθύνη για αποζημίωση ή/και η ποινική ευθύνη για κάθε δυσφημιστικό ισχυρισμό. Ο κίνδυνος του αποτρεπτικού αποτελέσματος που θα επέφερε στη λειτουργία του τύπου το φάσμα της επιβολής υπέρμετρης ποινής σε περιπτώσεις δυσφήμησης υπήρξε και η κύρια αιτία της παροχής συνταγματικής προστασίας στους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς από τη νομολογία του Α.Δ. των Η.Π.Α.[1] Ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να φοβάται ότι πρόκειται να εξοντωθεί οικονομικά[2] ή ότι κινδυνεύει με ποινή στερητική της ελευθερίας, όταν στο πλαίσιο του επαγγέλματός του παίρνει την πρωτοβουλία, ή ακόμα και το ρίσκο, να δημοσιεύσει καλόπιστα καυστικές και ενοχλητικές απόψεις και να δώσει έτσι ώθηση στον δημόσιο διάλογο.[3]

Στο ως άνω πλαίσιο και δεδομένου του ρόλου του Τύπου ως δημοσίου φύλακα και της συμβολής του στη σωστή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, το Δικαστήριο, χρησιμοποιώντας το ως άνω κριτήριο, έχει κρίνει, ακόμη και σε περιπτώσεις που το δικαίωμα στην προστασία της τιμής υπερέχει εμφανώς της ελευθερίας της έκφρασης, ότι, στο μέτρο που η επιβαλλόμενη ποινή αποτελεί δυσανάλογο μέτρο για τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτή δεν ανταποκρίνεται σε επιτακτική κοινωνική ανάγκη και ως εκ τούτου ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Έτσι, ιδίως όταν η επιβαλλόμενη στο δημοσιογράφο ποινή είναι στερητική της ελευθερίας, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Μπαλάσκας κατά Ελλάδος, ότι «η επιβολή ποινής φυλάκισης σε υποθέσεις δυσφήμησης θα είναι συμβατή με την ελευθερία της έκφρασης όπως εγγυάται το άρθρο 10 της Σύμβασης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως όταν άλλα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν υποστεί σοβαρή ζημία, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση ρητορικής μίσους ή υποκίνησης βίας (…) Μια τέτοια κύρωση, από τη φύση της, θα έχει αναπόφευκτα ένα ψυχρό αποτέλεσμα στη δημόσια συζήτηση, και η αντίληψη ότι η ποινή του προσφεύγοντος πράγματι ανεστάλη δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό, ιδίως δεδομένου ότι η ίδια η καταδικαστική απόφαση δεν είχε διαγραφεί».[4]

Την ανάγκη αποποινικοποίησης της δυσφήμησης χάριν της απρόσκοπτης άσκησης ελευθερίας της έκφρασης επισημαίνει και η πρόσφατη Σύσταση (ΕΕ) 2022/758 της 27ης Απριλίου 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την προστασία των δημοσιογράφων και των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού («στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού», Slapp). Στη Σύσταση της ΕΕ τα κράτη μέλη καλούνται να επανεξετάσουν την κατάσταση σε εθνικό επίπεδο, ώστε να διασφαλίσουν ότι, τα ισχύοντα νομικά τους πλαίσια προβλέπουν τις αναγκαίες εγγυήσεις για την αντιμετώπιση των αγωγών Slapp. Η Σύσταση στοχεύει δηλαδή στην γενική αναμόρφωση του δικαίου δυσφήμησης στα κράτη μέλη ώστε να μην ευνοείται η άσκηση τέτοιου είδους αγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, συνιστάται στα κράτη μέλη να καταργήσουν τις ποινές φυλάκισης για υποθέσεις δυσφήμισης, καθώς και να προκρίνουν τη χρήση του διοικητικού ή του αστικού δικαίου αντί του ποινικού για τον χειρισμό υποθέσεων αυτού του είδους, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες διατάξεις έχουν λιγότερο τιμωρητικό χαρακτήρα και ότι οι διοικητικοί κανόνες αποκλείουν κάθε μορφή κράτησης. Προς την ίδια κατεύθυνση, είχε προηγηθεί το ψήφισμα 1577 (2007) της Kοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE) με τίτλο «Προς την αποποινικοποίηση της δυσφήμησης», όπου τονίσθηκε ότι η χρήση του δικαίου της δυσφήμησης από τα κράτη μέλη για να «παγώσουν» την κριτική από τα ΜΜΕ, αποτελεί «δαμόκλειο σπάθη» που κρέμεται πάνω από τους δημοσιογράφους και οδηγεί στην αυτολογοκρισία και στη συρρίκνωση του δημοσίου διαλόγου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το κράτος μέλος του Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία.[5]
«Κατά συνέπεια, η Συνέλευση είναι της άποψης ότι οι ποινές φυλάκισης για συκοφαντική δυσφήμιση πρέπει να καταργηθούν χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση. Ειδικότερα, προτρέπει τα κράτη των οποίων οι νόμοι εξακολουθούν να προβλέπουν ποινές φυλάκισης – αν και στην πραγματικότητα δεν επιβάλλονται ποινές φυλάκισης – να τις καταργήσουν χωρίς καθυστέρηση, ώστε να μην δοθεί καμία δικαιολογία, όσο αδικαιολόγητη κι αν είναι, στις χώρες που συνεχίζουν να τις επιβάλλουν, προκαλώντας έτσι διάβρωση των θεμελιωδών ελευθεριών».[6]

Συμπερασματικά, τόσο η νομολογία του ΕΔΔΑ όσο και οι νομοθετικές πράξεις της ΕΕ επιτάσσουν την αναμόρφωση του δικαίου δυσφήμησης στην Ελλάδα, το οποίο είναι στο μεταίχμιο αστικού (ΑΚ 57, 914), ποινικού (ΠΚ 361 επ.) και συνταγματικού δικαίου (Σ 2 παρ.1, 5 παρ. 1), και το οποίο, σε συνδυασμό με τους δικονομικούς κανόνες, επιτρέπει την καταχρηστική άσκηση αγωγών από πολιτικά πρόσωπα, εν γένει δημόσιους λειτουργούς ή ακόμη και φορείς δημόσιας εξουσίας εναντίον εκπροσώπων του τύπου, την κατάργηση της ποινής φυλάκισης  για τη δυσφήμηση, και, τη μεταβολή της νομολογίας στις σχετικές υποθέσεις, προκειμένου να αποτραπεί νέα καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

Χριστίνα Αντ. Βρεττού
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος


Υποσημειώσεις:

[1] Βλ. χαρακτηριστικά αποσπάσματα της νομολογίας του ΑΔ σε New York Times Co. v. Sullivan, 376 U.S. 254, 279-280 (1964) “in order to ensure that public debate remains robust and unhibited, public official plaintiff must show defamatory statements were made with actual malice”, Gertz v. Robert Welch, Inc., 418 U.S. 323, 380 (1974) “rule of strict liability regarding accuracy of factual assertion may lead to intolerable self – censorship”, Philadelphia Newspapers, Inc. v. Hepps, 475 U.S. 767, 776-77 (1986) “the need to encourage debate on public issues requires abandonment of common law presumption that defamatory statement is false”.

[2] Βλ. σχετικά ΕΔΔΑ, Avgi Publishing and Press Agency v. Greece, 5.6.2008, ΔiMEE 2008, σελ. 250, παρ. 35 (όπου κρίθηκε ότι η καταδίκη των προσφευγόντων σε εις ολόκληρον καταβολή χρηματικής αποζημίωσης ύψους 58.000 ευρώ ήταν δυσανάλογη προς το μέγεθος της προσβολής της υπόληψης των τελευταίων και συνεπώς η επιβληθείσα ποινή δεν ανταποκρινόταν σε επιτακτική κοινωνική ανάγκη), Lionarakis v. Greece, 5.7.2007, ΝοΒ 2007, σελ. 2212, παρ. 53 (όπου κρίθηκε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος σε εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους καταβολή χρηματικής αποζημίωσης ύψους 55.000.000 δρχ. δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, αφενός διότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν διέκριναν μεταξύ της διαφορετικής οικονομικής κατάστασης των εναγομένων, ήτοι του προσφεύγοντος ως φυσικού προσώπου και της ανώνυμης εταιρείας ΕΡΤ, και αφετέρου διότι το προβλεπόμενο από τον νόμο κατώτερο όριο χρηματικής ικανοποίησης στέρησε από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων ήταν ενδεχομένως μικρότερη), Lombardo v. Malta, 24.4.2007, (2009) 48 E.H.R.R. 23, παρ. 61 (όπου δέχθηκε ότι παρόλο που η επιβληθείσα ποινή ήταν σχετικά μικρή, δεν παύει να προκαλεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα στους προσφεύγοντες όσον αφορά στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και ειδικότερα στην άσκηση κριτικής στην πολιτική του τοπικού συμβουλίου), Flux v. Moldova, 20.11.2007, (2010) 50 E.H.R.R. 34, παρ. 34-35 (όπου δέχθηκε ότι η καταδίκη της προσφεύγουσας σε αποζημίωση στο μέγιστο επιτρεπόμενο από τον νόμο ύψος συνέβαλε στην κρίση περί μη αναλογικότητας του περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης).

[3] Βλ. σχετικά Βογιατζή Π., Η ελευθερία του τύπου και η προστασία της τιμής και της υπόληψης: η ελληνική έννομη τάξη αντιμέτωπη με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΝοΒ 2009, σελ. 301.

[4] Παρ. 61. Προς την ίδια κατεύθυνση όσον αφορά στην ποινή φυλάκισης βλ. ΕΔΔΑ, Παρασκευόπουλος κατά Ελλάδας, 28.6.2018, παρ. 42, Cumpănă and Mazăre v. Romania, 17.12.2004, (2005) 41 E.H.R.R. 14, παρ. 115, Katrami v. Greece, ΔiMEE 2007, σελ. 578, παρ. 39, Fatullayev v. Azerbaijan, 22.4.2010, (2011) 52 E.H.R.R. 2, παρ. 103. Στην ίδια απόφαση, ΕΔΔΑ, Μπαλάσκας κατά Ελλάδας, 5.11.2020, παρ. 63, το ΕΔΔΑ σημειώνει «το Δικαστήριο επισημαίνει ότι έχει ήδη διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης σε έναν αριθμό υποθέσεων κατά της Ελλάδας λόγω της μη εφαρμογής των προτύπων από τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τα πρότυπα της νομολογίας του σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης, όταν σταθμίζεται σε σχέση με την προστασία της φήμης κάποιου», με ευθεία παραπομπή στις αποφάσεις του με τις οποίες καταδικάσθηκε η Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

[5] Σκέψη 12 του Ψηφίσματος 1577 της PACE για την αποποινικοποίηση της δυσφήμισης (2007), https://assembly.coe.int/nw/xml/ XRef/Xref-XML2HTML-en.asp?fileid=17588&lang=en.

[6] Σκέψη 13 του Ψηφίσματος.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Η επίκληση του απορρήτου της ΕΥΠ στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής

Ο Ξενοφών Κοντιάδης σχολιάζει την επίκληση του απορρήτου στη χθεσινή συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και παραθέτει το νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της ΕΥΠ.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.