Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κάθοδος νεοναζιστικών μορφωμάτων με οποιαδήποτε ονομασία στις εκλογές και, ακόμη περισσότερο, η υπερψήφισή τους, αποτελεί ένα από τα πιο μελανά σημεία μιας δημοκρατίας. Το φαινόμενο αυτό γεννά μια σειρά από ερωτήματα: Ποια πρέπει να είναι η στάση μιας δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της; Πρέπει να τους αντιμετωπίζει με τα μέσα του ποινικού δικαίου ή του εκλογικού νόμου; Επιτρέπεται να αποκλείει υποψηφίους και εκλογικούς σχηματισμούς από την κρίση του εκλογικού σώματος και, εάν ναι, με ποια κριτήρια; Ποιος αποφασίζει για όλα αυτά τα θέματα; Το Σύνταγμα, η βουλή ή ο δικαστής; Όλα αυτά απασχολούν εδώ και δεκαετίες το συνταγματικό δίκαιο, τέθηκαν εκ νέου μετά την απόφαση του Εφετείου Αθηνών για τη Χρυσή Αυγή και τίθενται και πάλι λόγω της πρόθεσης εκλογικής καθόδου του κόμματος Κασιδιάρη. Ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος πρότεινε να απαγορευτεί νομοθετικά η εκλογική κάθοδος των κομμάτων εκείνων, στους συνδυασμούς των οποίων συμμετέχουν πρόσωπα καταδικασθέντα για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, έστω και σε πρώτο βαθμό.
Το ισχύον Σύνταγμα του 1975 δεν προβλέπει τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων. Η απαγόρευση, με δικαστική απόφαση, των πολιτικών κομμάτων «των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος» προβλεπόταν στο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος, αποσύρθηκε όμως ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Άρα, ο συντακτικός νομοθέτης αντιμετώπισε το θέμα της απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων και συνειδητά απέρριψε τη δυνατότητα αυτή. Επίσης, το Σύνταγμά μας στο άρθρο 51 παρ. 3 ορίζει ότι κάποιος μπορεί να στερηθεί τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι ως συνέπεια αμετάκλητης (όχι πρωτόδικης ούτε τελεσίδικης) ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.
Όσον αφορά την πρόταση Αλιβιζάτου, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι βρίσκει στήριγμα στο άρθρο 29 παρ. 1 Συντ που ορίζει ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επίσης, η ίδια θέση προφυλάσσει όλους τους δημοκρατικούς πολίτες από το δυσάρεστο συναίσθημα να τους μοιράζονται ψηφοδέλτια σαν αυτά της Χρυσής Αυγής στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Η ερμηνεία όμως του Συντάγματος και η υπεράσπιση της δημοκρατίας μας δεν πρέπει να γίνονται με όρους συναισθημάτων. Θα πρέπει να γίνονται με όρους συνταγματικούς και με το βλέμμα στο μέλλον.
Στο πλαίσιο αυτό, ανακύπτουν πολλά ζητήματα: Μήπως με τον τρόπο αυτόν καταλήγουμε κατ’ ουσίαν στο ίδιο αποτέλεσμα που απέρριψε ο συντακτικός νομοθέτης το 1975, δηλαδή στην απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων; Τα πολιτικά κόμματα υπάρχουν εξ ορισμού για να κατεβαίνουν στις εκλογές και να διεκδικούν την ψήφο του λαού. Αν επιθυμούμε τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, ας το πούμε ευθαρσώς και ας αναθεωρήσουμε το Σύνταγμα. Περαιτέρω: Αρκεί η πρωτόδικη ποινική καταδίκη ως λόγος μη ανακήρυξης ενός πολιτικού κόμματος στις βουλευτικές εκλογές ή, αντιθέτως, η ποινική καταδίκη θα πρέπει να έχει γίνει αμετάκλητη, όπως ορίζει το Σύνταγμα για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων; Και τέλος: Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος αν δεν θέσουν υποψηφιότητα οι ίδιοι οι καταδικασθέντες αλλά κάποιοι, κυριολεκτικά ή πολιτικά, «συγγενείς» τους; Έχουμε σκεφθεί τη δυνατότητα κατάχρησης μιας τέτοιας δυνατότητας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εις βάρος άλλων πολιτικών φορέων και σε άλλες συγκυρίες; Το Σύνταγμα θα πρέπει να ερμηνεύεται με μεθοδολογική συνέπεια και με το βλέμμα στραμμένο όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον. Σε αντίθετη περίπτωση, η κανονιστική δύναμη των συνταγματικών διατάξεων θα υποχωρούσε, καθώς θα αναγνωριζόταν de facto η δυνατότητα κάθε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να τροποποιεί με νομοθετική ρύθμιση το περιεχόμενό τους.
Τελικά, σε ποιο βαθμό μπορεί μια δημοκρατία να διευρύνει τις απαγορεύσεις των πολιτικών δικαιωμάτων, ώστε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της; Μήπως έτσι κινδυνεύει όχι μόνο να θέσει υπό αμφισβήτηση τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της, αλλά και να διαμορφώσει μια πρακτική που μπορεί να εφαρμοσθεί εις βάρος άλλων πολιτικών φορέων σε άλλες συγκυρίες; Ας θυμηθούμε ακόμη ότι και εκεί όπου υιοθετήθηκε η εκδοχή της μαχόμενης δημοκρατίας με τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, το μοντέλο αυτό αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, όπως στην Τουρκία και τη Γερμανία.
Συμπερασματικά: μια δημοκρατία μπορεί να αμύνεται και με τα μέσα του ποινικού δικαίου και να τιμωρεί όσους χρησιμοποιούν τα μέσα του δημοκρατικού πολιτικού αγώνα για την τέλεση εγκληματικών πράξεων. Η ποινική καταδίκη, σε συνδυασμό με την πολιτική καταδίκη της Χρυσής Αυγής στις βουλευτικές εκλογές του 2019, ήταν η καλύτερη άμυνα της δημοκρατίας μας. Και αυτό ελπίζουμε να συμβεί και στις εκλογές του 2023.
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Αναδημοσίευση από το www.kathimerini.gr (09.01.2023)