I
Στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία συνταγματικής και πολιτικής θεωρίας γίνεται αναφορά σε τρία εναλλακτικά μοντέλα με τα οποία οι σύγχρονες δημοκρατίες επιλέγουν να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους, δηλαδή κατά κανόνα τα ακροδεξιά, αντισυστημικά, νεοφασιστικά κόμματα ή μορφώματα.
Το πρώτο είναι το φιλελεύθερο μοντέλο, στο οποίο δεν προβλέπεται θεσμικά η απαγόρευση κομμάτων, αλλά προκρίνεται η αντιμετώπιση των νεοφασιστικών κομμάτων με πολιτικούς όρους.
Το δεύτερο είναι το ρεπουμπλικανικό μοντέλο της μαχόμενης δημοκρατίας, στο οποίο προβλέπεται στο Σύνταγμα ή στην κοινή νομοθεσία η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων μετά από απόφαση ανωτάτων δικαστηρίων και ο εξοβελισμός τους από το κομματικό σύστημα.
Το πρώτο μοντέλο έχει μακροπρόθεσμη στόχευση, αποσκοπώντας στην εξουδετέρωση των εχθρών της δημοκρατίας με διάφορες δημόσιες πολιτικές, μεταξύ των οποίων η πολιτειακή εκπαίδευση, που για να έχουν αποτέλεσμα απαιτείται χρόνος.
Αντίθετα, το δεύτερο μοντέλο έχει άμεσα αποτελέσματα, αφού μπορεί να επιτύχει την εξαφάνιση από την πολιτική σκηνή συγκεκριμένων κομμάτων τα οποία φαίνεται να λειτουργούν υπονομευτικά για την πλουραλιστική δημοκρατία και τα δικαιώματα. Ωστόσο, σε αυτό το μοντέλο το πρόβλημα δεν λύνεται σε βάθος χρόνου, αφού τα ακροδεξιά, αντισυστημικά μορφώματα επανεμφανίζονται με άλλη ονομασία, ενδεχομένως με άλλα πρόσωπα και διαφορετικό προγραμματικό λόγο, άρα συχνά ακόμη πιο επικίνδυνα από πριν, αφού συγκαλύπτουν τον ρατσιστικό ή νεοφασιστικό πυρήνα τους.
Υπάρχει επίσης ένα τρίτο μοντέλο, που θεμελιώνεται στο αποκαλούμενο στρατηγικό εκλογικό σύστημα. Πρόκειται για εκλογικές τεχνικές με τις οποίες επιχειρείται να εξοβελιστούν από το Κοινοβούλιο τέτοια κόμματα, όπως το πλαφόν εισόδου άνω του 5%, η πρόβλεψη για μονοεδρικές ή διεδρικές περιφέρειες ή το λεγόμενο σύστημα της εναλλακτικής ψήφου (instant-runoff voting). Όμως, οι δυσμενείς επιπτώσεις αυτών των στρατηγικών εκλογικών παρεμβάσεων είναι σοβαρές, όπως ότι ταυτόχρονα αποκλείονται και άλλα κόμματα, που είναι χρήσιμα για την πλουραλιστική εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο.
II
Στην Ελλάδα κατοχυρώθηκε με το Σύνταγμα του 1975 το φιλελεύθερο μοντέλο, υπό την πίεση τότε σύσσωμης της αντιπολίτευσης, για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους. Στο άρθρο 29 Σ. δεν προβλέπεται η δυνατότητα απαγόρευσης της λειτουργίας ή διάλυσης πολιτικών κομμάτων, ενώ στο άρθρο 51 παρ. 3 Σ. η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων προϋποθέτει αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Ωστόσο από το 2013, μετά την εμπειρία της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής υπό τον μανδύα ενός πολιτικού κόμματος το οποίο έφτασε να είναι τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη, επιχειρείται πλέον η μετατόπιση από το φιλελεύθερο προς το ρεπουμπλικανικό μοντέλο, δηλαδή προς τη μαχόμενη δημοκρατία, με βάση μία εξελικτική ερμηνεία του Συντάγματος.
Αφετηρία αυτής της μετατόπισης αποτέλεσε ο νόμος 4304/2014, που αφορά την αναστολή καταβολής της κρατικής χρηματοδότησης σε περίπτωση που ασκηθεί ποινική δίωξη και επιβληθεί προσωρινή κράτηση σε βάρος του αρχηγού ή του προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγματική διεύθυνση του πολιτικού κόμματος ή περισσότερων από το 1/5 των βουλευτών ή ευρωβουλευτών ή των μελών του οργάνου διοίκησης για τα εγκλήματα της συγκρότησης και της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση ή της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων και οι πράξεις τελούνται στο πλαίσιο της δράσης του κόμματος ή στο όνομά του.
Ως προς τη συνταγματικότητα της ρύθμισης αυτής, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε στις αποφάσεις 83/2014 της Επιτροπής Αναστολών και 518/2015 της Ολομέλειας ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κρίσιμη είναι επίσης η απόφαση 55/2014 του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση περί μη ανακήρυξης υποψηφίων της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της Χρυσής Αυγής στις Ευρωεκλογές ως εγκληματικών οργανώσεων, με το σκεπτικό ότι χωρίς αμετάκλητη καταδίκη και συνακόλουθη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να θιγεί η νομική θέση και η πολιτική δράση του κόμματος ως θεσμού. Πρόκειται ωστόσο για μία σημαντική στροφή, αφού για πρώτη φορά μνημονεύεται ρητά η δυνατότητα να υπάρξουν περιορισμοί ή αποκλεισμός της συμμετοχής πολιτικού κόμματος στις εκλογές.
Επίσης, στην ίδια λογική εντάσσεται, εκείνη την περίοδο, το υπ’ αριθμ. 215/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο κρίθηκε ότι «δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πολιτικό κόμμα ένωση προσώπων ή οργάνωση, η οποία υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας […] Η ίδια η άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ίδρυσης κόμματος με σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων θεωρείται καταχρηστική, αφού επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθ. 29 παρ. 1 Σ.)».
Τη στροφή προς το ρεπουμπλικανικό μοντέλο συμπληρώνει το άρθρο 92 του νόμου 4804/2021, στο οποίο προβλέπεται ο αποκλεισμός από τις εκλογές μέσω της στέρησης του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών σε κόμματα των οποίων η ηγεσία έχει καταδικαστεί για μια σειρά αδικημάτων. Επιπλέον, στον ίδιο νόμο απαγορεύεται η ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων αυτών και αποκλείονται από τη ραδιοτηλεοπτική προβολή κατά την προεκλογική περίοδο. Σημειωτέον ότι τόσο οι ρυθμίσεις του 2013 όσο και του πρόσφατου νόμου του 2021 ψηφίστηκαν με ευρύτατη πλειοψηφία. Ειδικότερα, η κρίσιμη διάταξη του ν. 4804/2021 περί εκλογικού αποκλεισμού κομμάτων υπερψηφίστηκε από τη Νέα Δημοκρατία, τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ και την Ελληνική Λύση.
Στην ίδια κατεύθυνση πραγματοποιείται από το 2013 η στροφή μεγάλου τμήματος της συνταγματικής θεωρίας υπέρ της άποψης ότι παρότι δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η απαγόρευση ίδρυσης ή η διάλυση κόμματος, ωστόσο είναι ανεκτός σύμφωνα με το Σύνταγμα ο περιορισμός της συμμετοχής στις εκλογές πολιτικών κομμάτων σε περίπτωση που μέλη της ηγεσίας τους έχουν καταδικαστεί με οριστικές αποφάσεις για συγκεκριμένα εγκλήματα (Αλιβιζάτος 2013, Σωτηρέλης 2013, Βενιζέλος 2023). Μάλιστα, ακόμη και εκπρόσωποι της φιλελεύθερης αντίληψης για τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων (Δρόσος 2020) έχουν δεχθεί ότι η δικαστική κρίση πως μία εγκληματική οργάνωση λειτουργεί υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος συνεπάγεται τη στέρηση της νομικής προσωπικότητας του εν λόγω μορφώματος.
Ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός ότι δεν προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2019 μία διάταξη στο Σύνταγμα που θα διευκόλυνε την υποδοχή αυτών των νομοθετικών ρυθμίσεων, προβλέποντας ότι «Με νόμο ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την απαγόρευση συμμετοχής πολιτικού κόμματος στις εκλογές».
III
Αποτελεί μια εξαιρετικά απαιτητική άσκηση συνταγματικού δικαίου η ρύθμιση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας για τον αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων από τη συμμετοχή στις εκλογές, δεδομένου ότι αποτελεί εξ ορισμού την καρδιά της λειτουργίας και τον τελικό σκοπό κάθε κόμματος.
Κατά την άποψή μου, είναι δικαιοκρατικά επισφαλής, τεχνικά ανέφικτη και πολιτικά αλυσιτελής η ανάθεση στη δικαστική εξουσία να αξιολογήσει επί της ουσίας αν ένα κόμμα υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος ή αν οι καταστατικές του αρχές αντιβαίνουν στον αντιρατσιστικό νόμο ή αν πίσω από τη δεδηλωμένη ηγεσία του κόμματος υποκρύπτεται μια πραγματική ηγεσία από πρόσωπα καταδικασμένα στις συγκεκριμένες πράξεις, και μάλιστα όλα αυτά να κληθεί ένα δικαστήριο να τα αξιολογήσει μέσα στον εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο που μεσολαβεί μετά την προκήρυξη των εκλογών και μέχρι την ανακήρυξη των συνδυασμών των κομμάτων.
Η πρόταση της Κυβέρνησης, που διακινήθηκε άτυπα τις προηγούμενες μέρες, έχει ως βάση την ανάθεση στον Άρειο Πάγο να κρίνει αν ένα κόμμα υπηρετεί την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», προκειμένου να αποφασίσει αν το κόμμα αυτό θα συμμετάσχει στις εκλογές ή θα αποκλειστεί. Κατ’ αυτό τον τρόπο παρέχει στο ανώτατο δικαστήριο μια ευρύτατη αρμοδιότητα, με ένα κριτήριο εξαιρετικά επισφαλές και με πολιτικά χαρακτηριστικά. Καλείται, μάλιστα, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να διατυπώσει σχετική κρίση αφού ακούσει τους θιγόμενους, εντός δύο ημερών.
Η εναλλακτική πρόταση που έχει υποστηριχθεί από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να αξιολογείται αν η δράση των εν λόγω πολιτικών κομμάτων εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, με γνώμονα αν «υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία». Και αυτή η ρύθμιση ανοίγει όμως μια επικίνδυνη πόρτα για την ιδεολογικοποίηση των προϋποθέσεων συμμετοχής των κομμάτων στις εκλογές. Πώς θα αξιολογήσει ένα δικαστήριο, σε ελάχιστο χρόνο, αν ένα κόμμα εκφράζει ένα τέτοιο λόγο; Από το καταστατικό του; Από τον πολιτικό λόγο της ηγεσίας του; Από τη δημόσια παρουσία των στελεχών του; Και οι δύο αυτές λύσεις είναι κατά τη γνώμη μου απρόσφορες και οριακής συνταγματικότητας.
Μία υποστηρίξιμη λύση θα ήταν ο αποκλεισμός να εδράζεται στην εξής πρόβλεψη, την οποία θέτω προς συζήτηση και περαιτέρω επεξεργασία:
«Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος είτε συνδυασμοί υποψηφίων ενός μόνο κόμματος είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων του ενός συνεργαζόμενων κομμάτων είτε συνασπισμοί ανεξάρτητων υποψηφίων είτε μεμονωμένοι υποψήφιοι. Για την κατάρτιση συνδυασμού υποψηφίων κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Το κόμμα να έχει ιδρυθεί νόμιμα.
β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη του κεντρικού οργάνου διοίκησης, ο νόμιμος εκπρόσωπος και οι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος να μην έχουν καταδικαστεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων κατά τα άρθρα 187 και 187Α ΠΚ. Η διάταξη ισχύει όσο διαρκεί για τα ως άνω φυσικά πρόσωπα η επιβληθείσα ποινή».
Μια παραλλαγή αυτής της πρότασης είναι να προστεθεί στα ανωτέρω ότι «ο αποκλεισμός μπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις των ως άνω φυσικών προσώπων τελέστηκαν στο πλαίσιο δράσης κόμματος που διηύθυναν ή εκπροσώπησαν ή στο όνομα αυτού, με κίνητρο ναζιστικό ή ρατσιστικό» (Καμπαγιάννης 2023). Με τον τρόπο αυτό, προσδιορίζεται ακόμη σαφέστερα ο κύκλος των προσώπων, των οποίων η συμμετοχή στο κόμμα ή σε εκλογικό συνδυασμό κόμματος συνεπάγεται τον αποκλεισμό του κόμματος από τις εκλογές.
Σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση, δεν αποκλείεται να είναι μεμονωμένος υποψήφιος ή υποψήφιος σε συνασπισμό ανεξάρτητων υποψηφίων κάποιος που έχει καταδικαστεί για τα προηγούμενα αδικήματα, δεδομένου ότι μια σχετική ρύθμιση θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος. Εξάλλου, τα αδικήματα που επισύρουν τον αποκλεισμό του κόμματος περιορίζονται σε δύο, αντί για τις περίπου εξήντα διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που περιλαμβάνονται τόσο στην ισχύουσα όσο και στην προτεινόμενη από την Κυβέρνηση ρύθμιση.
Κρίσιμο είναι επίσης ότι αφαιρείται από το δικαστήριο η διακριτική ευχέρεια να αξιολογήσει ποια κόμματα υπηρετούν την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» ή ποια είναι η υποκρυπτόμενη πραγματική ηγεσία του, ενώ ταυτόχρονα αποϊδεολογικοποιείται η σχετική απόφαση, αφού η θεμελίωσή της μπορεί να εδράζεται αποκλειστικά σε προγενέστερες αποφάσεις της ποινικής δικαιοσύνης.
IV
Κατά την προεκλογική περίοδο, η δικαστική διαμάχη σχετικά με την ανακήρυξη των συνδυασμών ενός κόμματος με κριτήρια ιδεολογικοπολιτικά κατ’ ουσίαν θα αποτελούσε μια μεγάλη, δωρεάν καμπάνια υπέρ του κόμματος αυτού. Ο περιορισμός συμμετοχής στις εκλογές ενός πολιτικού κόμματος απαιτείται να θεσμοθετηθεί με εξαιρετικά προσεκτικά βήματα, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας και με προϋποθέσεις η πλήρωση των οποίων θα προκύπτει από δεδομένα αδιαμφησβήτητα, δηλαδή από οριστικές δικαστικές αποφάσεις.
Ζητούμενο είναι μια νομοθετική ρύθμιση λιτή, σαφής, χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης της δικαστικής κρίσης, χωρίς διαδικασίες δικαστικής διαμάχης, υποβολής υπομνημάτων, ανταλλαγής επιχειρημάτων, χωρίς ιδεολογικές αναφορές, χωρίς υπέρμετρη διεύρυνση του καταλόγου των αδικημάτων για τα οποία η καταδίκη επισύρει αποκλεισμό των συνδυασμών του κόμματος, χωρίς διερωτήσεις για το νόημα εννοιών όπως το «να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν είναι ανεκτή η παρουσία στο Κοινοβούλιο κομματικών σχηματισμών στους οποίους έχουν ηγετικό ρόλο ή εκλογική παρουσία πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για συγκεκριμένα αδικήματα. Πέρα από αυτό όμως, στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος, περαιτέρω περιορισμοί ούτε είναι ανεκτοί ούτε είναι σκόπιμοι.
Η προηγούμενη πρόταση αποσκοπεί να συνδυάσει την τήρηση του Συντάγματος με τον εκλογικό αποκλεισμό των επιγόνων της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο ανάμεσα στον αποκλεισμό των Νεοναζί και τον σεβασμό του Συντάγματος, προτεραιότητα έχει ο σεβασμός του Συντάγματος. Ευκταίος είναι ο συνδυασμός και των δύο, όμως τυχόν παραβίαση του Συντάγματος για την αντιμετώπιση των εχθρών του θα αποτελούσε για τους Νεοναζί μεγαλύτερη νίκη από ό,τι η συμμετοχή τους στις εκλογές.
Προφανώς τη σημαντικότερη άμυνα απέναντι στους εχθρούς του Συντάγματος και της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποτελέσει η απαγόρευση της συμμετοχής τους στις εκλογές, αλλά η πολιτική και κοινωνική τους απομόνωση, η πολιτειακή παιδεία και η απαξίωση του ακροδεξιού, αντισυστημικού και ρατσιστικού λόγου.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου