Η άμυνα της δημοκρατίας απέναντι στους αρνητές της δεν μπορεί να τίθεται μόνον ως θέμα συγκυρίας, αλλά και επί της αρχής. Όσο πολιτικά αυτονόητη είναι η ομόθυμη και απερίφραστη πολιτική καταδίκη της Χρυσής Αυγής και των επιγόνων της «Ελλήνων», τόσο νομικά αμφιλεγόμενη αποδεικνύεται η απαγόρευση της καθόδου τους στις εκλογές. Για λόγους τύπου και ουσίας, που ανάγονται στη σαφή επιλογή του συντακτικού νομοθέτη το 1975 να μη θεσπίσει διάταξη περί απαγόρευσης κομμάτων – ούτε βέβαια να αναθεωρήσει στη συνέχεια το άρθρο 29 του Συντάγματος – και προσδιορίζουν ακόμη και σήμερα τον συνταγματικό διάλογο, παρά τη διαφαινόμενη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων και τις εκλεπτυσμένες θέσεις της επιστημονικής κοινότητας.
O περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος στο άρθρο 51 παρ.3 του Σ. απαιτεί αμετάκλητη ποινική καταδίκη. Η πιθανή απαγόρευση στους πρωτόδικα καταδικασμένους να συμμετέχουν σε συνδυασμό κόμματος, ως υποψήφιοι βουλευτές, περιορίζει υπέρμετρα, αν όχι ουσιαστικά τους στερεί το πολιτικό τους δικαίωμα. Στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία των κομμάτων και με δεδομένο το όριο του 3% για την είσοδο στη Βουλή, η ανεξάρτητη – υποχρεωτικά – υποψηφιότητα δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι εκπληρώνει το εκλέγεσθαι.
Το δεύτερο σημαντικό συνταγματικό πρόβλημα προκύπτει από το άρθρο 29 Σ., το οποίο δεν προβλέπει μηχανισμό απαγόρευσης ή διάλυσης πολιτικού κόμματος. Δεν απομένει, συνεπώς, παρά ο τυπικός έλεγχος νομιμότητας που διενεργεί ο Άρειος Πάγος, δίχως να εξετάζει κατά πόσο το κόμμα όντως εξυπηρετεί την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Ενδεχόμενη απαγόρευση κόμματος επειδή εμφανίζει ως υποψήφιο πρόσωπο που έχει καταδικαστεί είναι λογικά αντιφατική: παρότι ο τελευταίος απολαμβάνει ατομικά το συνταγματικό του δικαίωμα, το κόμμα που θα τον φιλοξενήσει στον συνδυασμό του δεν μπορεί να λάβει μέρος, εν είδει κύρωσης, στις εκλογές. Η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διευρυνθεί η απαγόρευση σε κόμματα των οποίων «οι καταστατικές διατάξεις ή ιδεολογικές διακηρύξεις ή η πολιτική δράση» παραβιάζουν τον αντιρατσιστικό νόμο σημαίνει ότι ο Άρειος Πάγος θα αποφανθεί – σε στενές προθεσμίες – επί της ουσίας και το χειρότερο στο πεδίο των ιδεών και της ελευθερίας της έκφρασης. Από την άλλη, η κυβερνητική τροπολογία «Κασιδιάρη» εστιάζει σε κόμματα των οποίων η πραγματική ηγεσία έχει καταδικαστεί. Ο εντοπισμός της, ωστόσο, αν αναλάβουν το κόμμα «παρένθετα» πρόσωπα, δεν νοείται χωρίς αποδεικτική διαδικασία και δίκη, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η επίμαχη ρύθμιση αφήνει στον δικαστή το περιθώριο της σκοπιμότητας και της αυθαιρεσίας. Το ίδιο ισχύει και για την κυριαρχική δυνατότητά του να «αξιολογήσει» αν το κόμμα υπηρετεί το δημοκρατικό πολίτευμα «λαμβάνοντας υπόψη» τυχόν καταδίκη σε οποιοδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων του. Ο Άρειος Πάγος, όμως, ουδέποτε έχει ασκήσει και ούτε πρέπει να επωμιστεί αυτές τις ουσιαστικές κρίσεις.
Το Σύνταγμα και η μακρά εφαρμογή του έχουν εδραιώσει τη φιλελεύθερη και ανεκτική αντίληψη της δημοκρατίας και ειδικά για τις εκλογές – που τόσο αγαπούν οι Έλληνες – τη διονυσιακή εκδοχή τους, μακριά από διώξεις φρονημάτων, όπως στο παρελθόν του ΚΚΕ, ή τις απαγορεύσεις της μαχόμενης δημοκρατίας, στο πρότυπο της Γερμανίας και της Τουρκίας. Ακόμα και οι πιο απεχθείς πολιτικά ιδέες είναι ανεκτές, όταν παραμένουν θεωρητικά και ρητορικά σχήματα, ενώ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξαρτά την απαγόρευση πολιτικού κόμματος από πράξεις και υλικές ενέργειες που μπορούν να οδηγήσουν σε ανατροπή του πολιτεύματος και των θεμελιωδών αρχών του. Ήδη, το παράδειγμα της αντιμετώπισης και της απομόνωσης της Χρυσής Αυγής μας έδειξε με τον πιο παιδαγωγικό τρόπο τη δύναμη της ποινικής καταστολής έναντι της πολιτικής απαγόρευσης.
Τον φιλελευθερισμό της πολιτείας μας δεν τον υπαγορεύουν οι φόβοι και τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά η θεσμική εμπειρία και η αυτοπεποίθηση της μεταπολίτευσης. Οι προβληματικές συνταγματικά παρεμβάσεις, σε κρίσιμο μάλιστα εκλογικό χρόνο, αυτήν ακριβώς την παράδοσή μας υπονομεύουν, καθώς εκπέμπουν μοιραία το σήμα μιας βαθιάς ανασφάλειας.
Γιώργος Καραβοκύρης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ
Πηγή: Αναδημοσίευση από την Καθημερινή της Κυριακής, 05.02.2023