Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση στη σημερινή συζήτηση.
Εξαρχής θέλω να πω ότι βρίσκομαι εδώ όχι μόνο για να τοποθετηθώ πάνω στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα κοινής γνώμης για τις αντιλήψεις των πολιτών σχετικά με το Σύνταγμα, αλλά και γιατί θέλω να ακούσω και να συγχρονιστώ με τις επεξεργασίες του Ιδρύματος και τις δράσεις του φοβερού -και μπράβο για αυτό-παρατηρητηρίου συνταγματικών εξελίξεων «Σύνταγμα Watch». Και νομίζω ότι είναι πολύ εύστοχη η επιλογή των λέξεων: το Σύνταγμα ως ένα ανοιχτό πεδίο – εξ ου και η ανάγκη για ένα παρατηρητήριο εξελίξεων γύρω από αυτό – δημοκρατικού διαλόγου και συλλογικής αυτοσυνειδησίας.
Το Σύνταγμα μας αφορά
Πρώτη παρατήρηση:
Τα ευρήματα της έρευνας κοινής γνώμης διαψεύδουν έναν ευρύτατα διαδεδομένο μύθο. Ότι οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τους θεσμούς, ότι τους νοιάζει μόνο η οικονομική τους κατάσταση και ότι τα θεσμικά ολισθήματα των κυβερνώντων δεν επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Αυτός ο μύθος καταρρέει με πάταγο με τα αποτελέσματα της εδώ ερευνώμενης κοινής γνώμης.
Δεύτερη παρατήρηση:
Ο θεσμός του Συντάγματος έχει πολύ μεγάλη αποδοχή από τους πολίτες. Παρά τα προβλήματα και τις ανεπάρκειές του. Που είναι γνωστά.
Πού οφείλεται η τόσο μεγάλη αποδοχή που απολαμβάνει αυτός ειδικά ο θεσμός, το Σύνταγμα, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους θεσμούς λειτουργίας του πολιτεύματος;
Το Σύνταγμά μας, όπως έχει δείξει ο Αριστόβουλος Μάνεσης, αποτυπώνει ορισμένο συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων. Δεν είναι ούτε το πιο προοδευτικό αλλά ούτε και το πιο αντιδραστικό Σύνταγμα.
Καθένας μπορεί να βρει κάτι στο Σύνταγμα με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί. Για κάποιους μπορεί να είναι το δικαίωμα της εργασίας και τα κοινωνικά δικαιώματα, για άλλους το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και η οικονομική ελευθερία.
Για κάποιους μπορεί να είναι η αναγνώριση της επικρατούσας θρησκείας, για άλλους η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας.
Όπως και να ‘χει οι πολίτες εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους στο Σύνταγμα.
Κι αυτό δεν πρέπει να το θεωρούμε κάτι το αυτονόητο. Είναι κατάκτηση. Γιατί το Σύνταγμα -όπως έλεγε ο Ρενάν το Έθνος- είναι εν τέλει ένα καθημερινό δημοψήφισμα. Πρέπει να υπάρχει μια ανανέωση της εμπιστοσύνης, να μην αποσύρεται η εμπιστοσύνη σε αυτό, αλλιώς καταρρέει.
Και το αποτέλεσμα αυτού του δημοψηφίσματος -παρά τα σημαντικά προβλήματα που όλοι ξέρουμε- είναι εν τέλει υπέρ του Συντάγματος.
Τρίτη παρατήρηση:
Οι πολίτες θεωρούν -και δικαίως σε μεγάλο βαθμό- ότι οι θεσμοί που είναι επιφορτισμένοι με τη διαφύλαξη του Συντάγματος δεν ανταποκρίνονται στο έργο τους. Οι πολίτες είναι με άλλα λόγια εξαιρετικά καχύποπτοι απέναντι σε κάθε φορέα άσκησης εξουσίας. Είτε είναι η εκτελεστική εξουσία είτε η δικαστική εξουσία είτε η μιντιακή εξουσία, τα μέσα ενημέρωσης.
Ο ανησυχητικά χαμηλός βαθμός αποδοχής των θεσμών λειτουργίας του πολιτεύματος κρούει ένα καμπανάκι. Υποδηλώνει σοβαρό δημοκρατικό και δικαιοκρατικό έλλειμμα.
Έχουμε μια σημαντική κατάκτηση, υπάρχουν σοβαρές απειλές και προκλήσεις.
Θα ήθελα να μιλήσω για δύο απειλές.
Η πρώτη είναι και η πιο ορατή: οι εχθροί του Συντάγματος. Ο Νίκος Αλιβιζάτος – στο ομώνυμο βιβλίο – ξεκινά με την εύστοχη παρατήρηση ότι το Σύνταγμα στην Ελλάδα έχει λίγους διακηρυγμένους εχθρούς. Σήμερα, αυτούς συνηθίζουμε να τους εντοπίζουμε, στην άκρα Δεξιά.
Είναι γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία στα χρόνια της οικονομικής κρίσης γνώρισε την άνοδο διαφορετικών ακροδεξιών σχηματισμών που δεδηλωμένα αρνούνται τον καταστατικό χάρτη της χώρας.
Σήμερα πλέον έχουμε μπροστά μας έναν δύσκολο γρίφο: το πώς θα θωρακίσουμε τη Δημοκρατία μας όχι από ένα αποκρουστικό ιδεολογικό ρεύμα, αλλά από μια καταδικασμένη εγκληματική οργάνωση.
Μιλώ για τη συζήτηση των ημερών αναφορικά με τη νομοθετική ρύθμιση για τον αποκλεισμό του κόμματος του Κασιδιάρη από τη συμμετοχή στις εθνικές εκλογές.
Το ζήτημα δεν είναι καθόλου απλό.
Η όποια ρύθμιση οφείλει:
1. Να σέβεται κατά το δυνατό το Σύνταγμα, που υπενθυμίζω, αφαιρεί το εκλογικό δικαίωμα σε πρόσωπα που έχουν αμετάκλητη ποινική καταδίκη γα συγκεκριμένα εγκλήματα.
2. Να μην παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο να αξιολογεί το πολιτικό πρόγραμμα ενός κόμματος. Άρα γενικές και αόριστες διατυπώσεις πρέπει να αποφευχθούν.
3. Να μην δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια γενικευμένη εκστρατεία αναζήτησης ιδεολογικού εχθρού της δημοκρατίας. Υπενθυμίζω πόσο υποφέραμε από την θεωρία των δύο άκρων.
Δεν μπορούμε να μετατρέψουμε την αρχή αυτή σε κανόνα, σε δόγμα της ελληνικής πολιτείας.
Άρα επιμένουμε στην ανάγκη υπεράσπισης του Συντάγματος και του προσεκτικού διαχωρισμού μεταξύ των ιδεολογικών πεποιθήσεων και των εγκληματικών πρακτικών.
Δεν αρκεί όμως νομίζω να βλέπουμε μόνο αυτό τον ευθύ, τον άμεσο κίνδυνο.
Απειλές έρχονται και μέσα από άλλους δρόμους- όχι της ίδια τάξης προφανώς, όχι τόσο επικίνδυνους προφανώς, αλλά που έχουν και αυτοί τη σημασία τους.
Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης αναπτύχθηκε ένα έντονο ρεύμα κριτικής προς τη Μεταπολίτευση και τις κατακτήσεις της.
Η δαιμονοποίησή της – μέσα από το γνωστό σχήμα περί άκρατου λαϊκισμού και υπερβολικών δικαιωμάτων – δημιούργησε ένα πρόσφορο κλίμα για την ανάπτυξη μίας αντι-πολιτικής δυναμικής που αντιμετωπίζει το Σύνταγμα ως ένα ιστορικό βαρίδι.
Το Σύνταγμα του 1974 εξέφραζε την ανάγκη μίας ελληνικής νέας αρχής ύστερα από τον πόλεμο, το μετεμφυλιακό κράτος και τη δικτατορία.
Επαναλαμβάνω για να μην παρεξηγηθώ. Σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζω την άκρα δεξιά με την κριτική θεώρηση της μεταπολιτευτικής μετάβασης.
Αυτό που επισημαίνω είναι ο τρόπος που το Σύνταγμα -και συγκεκριμένες διατάξεις του όπως για παράδειγμα το άρθρο 16- αναγορεύτηκε σε «πρόβλημα». Το ελληνικό Σύνταγμα κατηγορήθηκε ως δικαιωματικό, ως υπερβολικά φιλικό απέναντι στις κοινωνικές διεκδικήσεις, ως άκαμπτο, ως αρτηριοσκληρωτικό. Και τι κάνεις όταν δεν μπορείς να αλλάξεις τους όρους αυτού που θεωρείς εσύ ως πρόβλημα; Το παρακάμπτεις.
Αυτό έκανε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Αντιμέτωπη με ένα αυστηρό -όπως είναι το ελληνικό- Σύνταγμα, επέλεξε σε συγκεκριμένα κρίσιμα ζητήματα να το παρακάμψει. Δεν ισχυρίζομαι ότι έχουμε μια κυβέρνηση που κατέλυσε το Σύνταγμα- τέτοιες λεκτικές ακρότητες δεν βοηθάνε κάπου.
Ισχυρίζομαι, όμως, ότι η χώρα μας διέρχεται μία βαθιά θεσμική κρίση. Το κύριο εδώ είναι η υπόθεση του σκανδάλου των υποκλοπών. Και όταν αναφέρομαι στην υπόθεση αυτή αναφέρομαι και στις δύο όψεις το σκανδάλου: τόσο στην ενορχήστρωση του, όσο και στην συγκάλυψή του.
Η Νέα Δημοκρατία παραβίασε τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η ιστορία είναι γνωστή. Τον Αύγουστο εμφανίζεται ο κ. Μητσοτάκης και παραδέχεται ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε εν αγνοία του τον ευρωβουλευτή και μετέπειτα αρχηγό του τρίτου κατά σειρά κοινοβουλευτικού κόμματος και έναν δημοσιογράφο. Κι αυτό ενώ ήδη από τις αρχές της διακυβέρνησης της ΝΔ ο κ. Μητσοτάκης είχε θέσει υπό το έλεγχο και την αρμοδιότητά του την ΕΥΠ, είχε αλλάξει το νόμο για να τοποθετήσει επικεφαλής πρόσωπο που δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα, είχε αποκλείσει νομοθετικά στους παρακολουθούμενους τη δυνατότητα να ενημερώνονται μετά το τέλος της παρακολούθησης.
Ο πρωθυπουργός εν συνεχεία μιλά για φως στην υπόθεση, όμως τα όσα ακολουθούν μόνο ως επιχείρηση συγκάλυψης μπορούν να ερμηνευθούν. Άρνηση να προσέλθουν στην εξεταστική επιτροπή βασικά εμπλεκόμενο πρόσωπα, επίκληση από τους προσερχόμενους μάρτυρες ενός απορρήτου που δεν μπορεί να αντιταχθεί ούτε στην επιτροπή θεσμών και διαφάνειας της Βουλής αλλά ούτε και στην εξεταστική επιτροπή, υποβιβασμός της λειτουργίας του κοινοβουλίου.
Νέες αποκαλύψεις έρχονται στο φως για χρήση κακόβουλων λογισμικών από την ίδια την ΕΥΠ, για μαζικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, που φτάνουν μέχρι την παρακολούθηση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων.
Ακολουθεί η γνωμοδότηση του εισαγγελέα Ντογιάκου ως κορύφωση στην επιχείρηση συγκάλυψης, όπου ο δικαστικός λειτουργός ως μη όφειλε επιχείρησε να απονευρώσει το ρόλο της ΑΔΑΕ, ισχυριζόμενος ότι η ΑΑΔΕ δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει το σκάνδαλο, όχι για να το ελέγξει η δικαιοσύνη, αλλά για να μην το ελέγξει τελικά κανείς. Και φτάνουμε μέχρι τη σημερινή εξέλιξη, όπου ο κ. Ράμμος, επικεφαλής της ΑΔΑΕ ζήτησε τη σύγκληση της επιτροπής θεσμών και διαφάνειας της βουλής για να ενημερώσει για τα αποτέλεσμα της έρευνας της ΑΑΔΕ και η κυβερνητική πλειοψηφία όχι απλώς αρνήθηκε αλλά επιτέθηκε στον ίδιο και την Αρχή.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών πλήττει τη Δημοκρατία μας. Είναι μία από εκείνες τις περιπτώσεις που η εξόφθαλμη παραβίαση των κανόνων του παιχνιδιού -και η επιμονή της κυβέρνησης ότι εν τέλει δεν έγινε τίποτα άξιο λόγου- τροφοδοτούν την καχυποψία των πολιτών ότι το παιχνίδι είναι στημένο.
Η έρευνα της κοινής γνώμης που συζητάμε εδώ επιβεβαιώνει ότι οι πολίτες δεν είναι διατεθειμένοι να το ανεχθούν αυτό. Κι εδώ η κυβέρνηση έχει κάνει ένα μεγάλο λάθος. Υποτίμησε τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας. Υποτίμησε την κοινωνία.
Σας θυμίζω εδώ την πρωτοφανή αντίδραση των βουλευτών της ΝΔ απέναντι στο κύμα των αποκαλύψεων: «μα ποιον ενδιαφέρει το θέμα αυτό; Η κοινωνία έχει άλλα προβλήματα». Δύσκολα μπορώ να σκεφτώ μία πιο ανεύθυνη στάση που υποβιβάζει τη Δημοκρατία μας και μετατρέπει τους πολίτες σε καρικατούρες του αντι-πολιτικού. Η υπόθεση των υποκλοπών μας νοιάζει. Γιατί αφορά τον πυρήνα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, γιατί αφορά τη θεσμική λειτουργία του πολιτεύματος, γιατί αναφέρεται στο κρίσιμο ζήτημα της λογοδοσίας και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση με τη στάση της προσπαθεί να οδηγήσει τη συζήτηση στον εκφυλισμό: από το «δεν ενδιαφέρει τους πολίτες» στο «όλοι ίδιοι είναι».
Και αυτό παράγει πολιτικό αποτέλεσμα.
Διότι δημιουργεί μία μεταδοτική νοσηρότητα που εν τέλει τροφοδοτεί την απαξίωση του Συντάγματος και των κανόνων που απορρέουν από αυτό.
Ένα είναι το συμπέρασμα και αυτό αφορά το σύνολο του πολιτικού προσωπικού, και τους βουλευτές της ΝΔ : όποιος θέλει να υπερασπιστεί το Σύνταγμά, αυτή τη στιγμή δεν έχει παρά μόνο μία επιλογή: να αγωνιστεί για την αποκάλυψη της αλήθειας, την απόδοση των πολιτικών ευθυνών, τη θεσμική θωράκιση που δεν θα επιτρέψει ποτέ ξανά τη διολίσθηση σε τέτοιες πρακτικές.
Μια πρόκληση: Δικαιοσύνη παντού
Κλείνω με ένα τελευταίο σημείο. Η εμπιστοσύνη προς το Σύνταγμα δεν πλήττεται μόνο από τις ακραίες -και ορατές- παραβιάσεις του. Ροκανίζεται από την καθημερινότητα που μετατρέπει τις διατάξεις του σε κενό γράμμα: από την κοινωνική ανισότητα, την ταπείνωση του δημόσιου συστήματος υγείας, την υποτίμηση της δημόσιας παιδείας, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων.
Δεν θα μπω στην συζήτηση για το κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων, ποιος είναι ο πυρήνα τους, τα όρια της προσβολής τους, το κοινωνικό κεκτημένο, αν αυτό ποσοτικοποιείται ή όχι, αν είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα να υποβαθμίζεται υλικά από τις πολιτικές κάθε κυβέρνησης το περιεχόμενο που η πολιτεία εγγυόταν σε ένα δικαίωμα μέχρι χθες. Προσωπικά έχω ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα και στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής.
Το πολιτικά κρίσιμο είναι το εξής: Η ελληνική κοινωνία βασανίζεται από ένα γενικευμένο αίσθημα αδικίας. Το αίσθημα ότι το δίκαιο του ισχυρότερου υπερισχύει της δικαιοσύνης.
Από τη δική μας πλευρά, με αφετηρία την υπεράσπιση του Συντάγματος, το δικό μας σχέδιο για δικαιοσύνη παντού αποσκοπεί στην εμπέδωση των κανόνων του παιχνιδιού. Αυτό μεταφράζεται :
- Σε πολιτικές οικονομικής δικαιοσύνης, δηλαδή ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και μάχη ενάντια στις ανισότητες,
- Διαφάνεια, λογοδοσία και ανεξαρτησία των θεσμών.
Πάνω σε αυτά τα δύο κορυφαία ζητήματα αναπτύσσονται σήμερα δύο ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια που μεταφράζονται σε αποκλίνουσες αντιλήψεις γύρω από το μέλλον της δημοκρατίας μας.
Γι’ αυτό είναι σαφές ότι η επικείμενη εκλογική αναμέτρηση δεν θα περιστρέφεται γύρω από δύο εκδοχές απλής διαχείρισης της παρούσας κατάστασης. Αλλά θα αφορά το αν η χώρα θα συνεχίσει τη διολίσθηση σ’ έναν αυταρχικό καθεστωτισμό ή θα κάνει μία νέα αρχή με στόχο δικαιοσύνη παντού.
Έφη Αχτσιόγλου
Βουλευτής Επικρατείας