Επιτρέψτε μου καταρχάς να συγχαρώ το Ίδρυμα Τσάτσου για την πρωτοβουλία του να διενεργηθεί έρευνα κοινής γνώμης για το Σύνταγμα. Πρόκειται, όσο γνωρίζω, για την πρώτη έρευνα με αυτό το αντικείμενο και πρέπει να υπάρξει συνέχεια. Εάν καταφέρουμε να μελετήσουμε διαχρονικά τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης, το πολιτικό σύστημα θα διαθέτει ένα σημαντικό εργαλείο για την εκπόνηση μιας σοβαρής συνταγματικής πολιτικής.
Προσεγγίζοντας τώρα τα αποτελέσματα της έρευνας, εντοπίζουμε μια εκ πρώτης όψεως αντίφαση. Από τη μία πλευρά βλέπουμε τους ερωτώμενους να δηλώνουν κατά βάση υπερήφανοι για το Σύνταγμα της χώρας και να εξαίρουν τη συμβολή του στη δημοκρατική σταθερότητα. Από την άλλη όμως δηλώνουν κατά πλειοψηφία ότι η δικαστική εξουσία δεν είναι ανεξάρτητη, εκφράζουν έντονες αμφιβολίες για την ελευθερία των ΜΜΕ, δίνουν μεγάλο βάρος στις τηλεφωνικές υποκλοπές, πιστεύουν ότι οι πρόσφατες παρακολουθήσεις σε βάρος του Ν. Ανδρουλάκη και δημοσιογράφων έγιναν κατά παράβαση του Συντάγματος και, το κυριότερο κατά τη γνώμη μου, σε ποσοστό 60% οι ερωτώμενοι δηλώνουν πεπεισμένοι ότι οι παρακολουθήσεις γίνονται “τακτικά από όλες τις κυβερνήσεις για κομματική αξιοποίηση”, συγχρόνως δε ένα επιπλέον 20,5% πιστεύει ότι “κυρίως τα τελευταία χρόνια διεξάγονται σε μεγάλη έκταση από τη Νέα Δημοκρατία”.
Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι πώς είναι δυνατόν να είμαστε “υπερήφανοι για το Σύνταγμα”, ενώ συγχρόνως δηλώνουμε έντονα αρνητικές κρίσεις για δύο βασικούς πυλώνες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου (Δικαστική εξουσία και ΜΜΕ), πιστεύοντας παράλληλα ότι ο ιδιωτικός μας βίος τελεί διαρκώς υπό παρακολούθηση από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία για κομματικούς λόγους;
Προφανώς, όταν οι ερωτώμενοι αποφαίνονται ότι είναι υπερήφανοι για το Σύνταγμα, δεν είναι νοητό να εννοούν ένα απλό κείμενο διατάξεων που κατά βάση δεν εφαρμόζεται. Άλλωστε, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η συντριπτική πλειονότητα των ερωτωμένων δεν είναι εξοικειωμένη καν με το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος. Πιστεύω πως το ερμηνευτικό κλειδί βρίσκεται στο ερώτημα για τη δημοκρατική σταθερότητα, όπου οι ερωτώμενοι απαντούν θετικά και μάλιστα σε ποσοστό 70%, ασπαζόμενοι την άποψη ότι το Σύνταγμά μας τη διασφαλίζει ήδη από το 1975.
Για όσους έχουν εντρυφήσει στην πολιτική ιστορία της χώρας, ο όρος “δημοκρατική σταθερότητα” παραπέμπει στους πιο παραδοσιακούς όρους “δημοκρατική ή συνταγματική ομαλότητα”, σε αντίστοιξη με τις διχαστικές και πολιτειακές κρίσεις που σημάδεψαν τη χώρα κατά την πεντηκονταετία 1915-1975. Πράγματι, στη διάρκεια του μισού αυτού αιώνα η χώρα βίωσε αλλεπάλληλους πολιτικούς και πολιτειακούς διχασμούς, πραξικοπήματα, δικτατορίες, νόθα δημοψηφίσματα, εν γένει έκτακτες περιστάσεις που οδηγούσαν σε απροκάλυπτες ή συγκεκαλυμμένες συνταγματικές εκτροπές που έθεταν de jure ή de facto σε αναστολή το Σύνταγμα συνολικά. Άρα, οι πολιτικές εξελίξεις μετά το 1975 αποτελούν πρότυπο “δημοκρατικής σταθερότητας” υπό την έννοια ότι πληρούνται πλέον δύο βασικά προαπαιτούμενα ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος που η έλλειψή τους κατά το παρελθόν αποτελούσε διαρκή πηγή συνταγματικής ανωμαλίας: έχει λυθεί δηλαδή οριστικά το ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος (βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία) και έχει διασφαλιστεί η ομαλή εναλλαγή κομματικών πλειοψηφιών στην εξουσία μετά από τη διεξαγωγή ανόθευτων βουλευτικών εκλογών. Με λίγα λόγια, οι Έλληνες σήμερα αισθάνονται υπερήφανοι για το Σύνταγμά τους γιατί παρά τις επιμέρους σοβαρές συνταγματικές παραβιάσεις, το κοινοβουλευτικό πολίτευμα στο σύνολό του λειτουργεί ικανοποιητικά.
Παρά ταύτα, όπως είπαμε εκδηλώνεται μια έντονη καχυποψία απέναντι σε θεσμούς όπως η δικαστική εξουσία και τα ΜΜΕ. Το θεωρώ απολύτως εύλογο, αφού τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας ‘80 η Ελληνική κοινωνία κατακλύζεται από μια ατέρμονη σκανδαλολογία, ανεξαρτήτως κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, την οποία για λόγους εντυπωσιασμού φουντώνουν τα ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή, όμως, σε ελάχιστες περιπτώσεις η δικαστική εξουσία καταλήγει σε καταδίκες, ενώ οι σχετικές εξεταστικές κοινοβουλευτικές επιτροπές που σχηματίστηκαν κατά καιρούς με αντικείμενο τα σκάνδαλα αυτά ουδέποτε κατέληξαν σε κάποια πειστικά πορίσματα. Υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις κατά τις οποίες ρίχτηκαν βορά στην αδηφάγο κοινή γνώμη πρόσωπα που προφυλακίστηκαν, όπως ο πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου, για να επέλθει, έτη αργότερα, η οριστική αθώωσή τους από τα δικαστήρια, την οποία λίγοι πληροφορήθηκαν και ελάχιστοι ανέδειξαν.
Πώς είναι δυνατόν λοιπόν η κοινή γνώμη να έχει εμπιστοσύνη στους θεσμούς αυτούς όταν ζει υπό το κράτος σκανδάλων τα οποία δηλητηριάζουν την κομματική αντιπαράθεση και συγχρόνως τη μεταθέτουν από το πεδίο της πολιτικής σε αυτό της ηθικής, χωρίς ποτέ να επέρχεται κάποια λυτρωτική κάθαρση;
Έρχομαι στη δεύτερη αντίφαση που αναδεικνύεται από την έρευνα. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα συνταγματικό μαξιμαλισμό χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα. Τί εννοώ; Από τη μία πλευρά, βλέπουμε τη μεγάλη πλειονότητα των ερωτώμενων (62%) να στέκεται με μεγάλη αυστηρότητα απέναντι σε επιμέρους παραβιάσεις του Συντάγματος (πανδημία, κρατική ασφάλεια, παρακολουθήσεις), δηλώνοντας επιπλέον (σε ποσοστό 62%) ότι αυτό θα επηρεάσει “πολύ” την ψήφο τους. Από την άλλη όμως, όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η σημερινή κυβέρνηση διατηρεί ένα σχετικά άνετο προβάδισμα, μολονότι βαρύνεται με σοβαρές παραβιάσεις της συνταγματικής νομιμότητας, με αποκορύφωμα το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης, τις μαζικές παρακολουθήσεις πολιτικών φίλων και αντιπάλων αδιακρίτως.
Η απάντηση εδώ, την οποία βεβαιώνουν και παλαιότερες σχετικές εμπειρίες, είναι ότι, σε τελική ανάλυση, λίγοι πολίτες αποτιμούν μια κυβέρνηση με κριτήριο την τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας. Άλλα πρυτανεύουν στο μυαλό του πολίτη όταν βρίσκεται μπροστά στην κάλπη. Πράγμα που μπορεί να προκαλεί δυσοίωνες σκέψεις και κάποιους συνειρμικούς παραλληλισμούς με τις λεγόμενες “ανελεύθερες δημοκρατίες” (τύπου Ουγγαρίας, Πολωνίας, Βενεζουέλας κλπ.), στις οποίες ως γνωστόν υπάρχει αντιπολίτευση, διενεργούνται τακτικά εκλογές και λειτουργεί η αρχή της πλειοψηφίας στην ανάδειξη της εκτελεστικής εξουσίας, όμως οι εγγυητικοί της ελευθερίας θεσμοί, όπως η δικαστική εξουσία και τα ΜΜΕ, υπονομεύονται συστηματικά, με αποτέλεσμα να έχουν αποδυναμωθεί τα θεσμικά αντίβαρα απέναντι στους κυβερνώντες. Εύλογα βεβαίως θα αντιτείνουν πολλοί πως η Ελλάδα διαθέτει ανθεκτικά συνταγματικά γονίδια, όπως αποδεικνύει μια μακρά κοινοβουλευτική παράδοση. Στην παράδοση αυτή πρέπει να πατήσουμε για να πάμε κάποια στιγμή πιο πέρα.
Γιώργος Καμίνης
Βουλευτής Επικρατείας