Η αστυνομία είναι το σώμα κρατικών υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένο από το δημοκρατικό πολίτευμα με την άσκηση του καταναγκασμού σε περιστάσεις ειρήνης. Συνταγματικός σκοπός της ανάθεσης αυτής είναι η προστασία της έννομης τάξης και, κυρίως, των δικαιωμάτων των πολιτών που αυτή κατοχυρώνει. Ταυτόχρονα όμως το γεγονός ότι η αστυνομία κραδαίνει τα μέσα του κρατικού καταναγκασμού την καθιστά εξ ορισμού μια από τις βασικότερες πηγές διακινδύνευσης για τα θεμελιώδη δικαιώματα. Στη χώρα μας η κοινότοπη αυτή αλήθεια έχει διαχρονικά αποδειχθεί σε πλείστες όσες ευκαιρίες της σύγχρονης ιστορίας της. Δυστυχώς, η Ελληνική Αστυνομία εξακολουθεί να επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή εμπράκτως και σήμερα. Το κάνει δε με τρόπους και συχνότητα που έχουν αρχίσει πια να κλονίζουν την κοινή πεποίθηση ότι ζούμε σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου. Τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας έχουν καταστεί πράγματι τα τελευταία χρόνια ένα καθημερινό φαινόμενο, μία νέα κανονικότητα. Άλλωστε, οι έλεγχοι για την εφαρμογή των μέτρων για την πανδημία λειτούργησαν ως όχημα για την εντατικοποίηση της αστυνομικής καταστολής. Ταυτόχρονα η αστυνομία μεγαλώνει, τα σώματα ασφαλείας διογκώνονται και στρατιωτικοποιούνται. Η αστυνομία μπαίνει στα πανεπιστήμια. Η αστυνομία είναι παντού στις γειτονιές. Οι δημοτικοί αστυνομικοί μπορούν πια (σύμφωνα με το Ν. 5003/2022) να προβαίνουν σε συλλήψεις και φέρουν γκλοπ και χειροπέδες στην εξάρτησή τους.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου παρακολουθεί συστηματικά και συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο για το διαχρονικό ζήτημα της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Ήδη όμως εντοπίζοντας την έξαρση των ανωτέρω φαινομένων είχε συστήσει από το έτος 2021 ομάδα εργασίας προκειμένου να συστηματοποιήσει και να οργανώσει και να εντείνει τις παρεμβάσεις της μέσω ενός κειμένου τεκμηρίωσης και προτάσεων. Η δημόσια παρουσίαση του κειμένου αυτού την 5η Δεκεμβρίου 2022, συνέπεσε, κατά τραγική συγκυρία, με τον θανάσιμο τραυματισμό ενός 16χρονου από αστυνομικά πυρά στη Θεσσαλονίκη. Το κείμενο αυτό επιδιώκει καταρχάς να τεκμηριώσει τις βασικές εκδηλώσεις και εστίες του δομικού προβλήματος της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας και εντοπίζει ως βασικές εστίες του το ελλιπές ρυθμιστικό πλαίσιο και κατ’ εξοχήν την ατιμωρησία και την απουσία ουσιαστικού πειθαρχικού ελέγχου κατά τη διερεύνηση περιστατικών. Τα συμπεράσματά μας απολήγουν σε προτάσεις της ΕλΕΔΑ για άμεσα επιβεβλημένες θεσμικές αλλαγές στο πλαίσιο δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Ανάλογους προβληματισμούς και συμπεράσματα για τη δράση της ΕΛ.ΑΣ. φαίνονται να συμμερίζονται από καιρό τώρα ο Συνήγορος του Πολίτη και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και διεθνείς οργανισμοί, κατεξοχήν δε το Συμβούλιο της Ευρώπης. Άλλωστε διεθνή δικαστήρια έχουν κατ’ επανάληψη καταδικάσει τη χώρα μας για την άνομη συμπεριφορά της ΕΛΑΣ σε βάρος των πολιτών της ( βλ. ενδεικτικά υπόθεση Μακαρατζής κατά Ελλάδας (20.12.2004), Καραγιαννόπουλος κατά Ελλάδας (21.6.2007), Στεφάνου κατά Ελλάδας (22.4.2010), Zontul κατά Ελλάδας (17.1.2012), Σιδηρόπουλος και Παπακώστας κατά Ελλάδας (25.1.2018), Andersen κατά Ελλάδας (26.4.2018)).
Γι’ αυτό και δεν μπορεί παρά να είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το να βλέπεις τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες, την ίδια στιγμή που εκδηλώνουν την θλίψη τους για την (πολλοστή μέσα σε λίγα χρόνια) απώλεια της ζωής κάποιου συμπολίτη μας από πυρά αστυνομικών, να σπεύδουν να επιβραβεύσουν το αστυνομικό σώμα για τις επιδόσεις του με έκτακτη οικονομική ενίσχυση. Πόσο συνετό και ασφαλές για τη δημοκρατία μας άραγε είναι να επιδεικνύει η κυβέρνηση τέτοια ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη στην ΕΛΑΣ όταν η έμπρακτη στάση των στελεχών της, είτε πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί αντιμετωπίζουν τους πολίτες στον δρόμο είτε για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί ελέγχονται από τους ανωτέρους τους, μας δίνουν καθημερινά αφορμές να τους βλέπουμε σαν κίνδυνο μάλλον για τα δικαιώματα παρά εγγύηση προστασίας τους;
Γιατί και στη χώρα μας όπως σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα ισχύουν κατ’ αρχήν κάποιοι βασικοί κανόνες που ορίζουν την αποστολή της αστυνομίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή οφείλει να τον εκπληρώνει (ιδίως δε το Π.Δ. 538/1989 και το Π.Δ. 141/1991). Η τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά θεσμική εγγύηση των δικαιωμάτων μας, γι’ αυτό και είναι επώδυνα αντιφατικό για τη δημοκρατία αυτές να επιβάλλονται δια της βάναυσης καταπάτησης των τελευταίων. Για τον σκοπό αυτό, η επέμβαση της αστυνομίας οφείλει να τηρεί απαρέγκλιτα ορισμένο δημόσια αναγνωρίσιμο τύπο και διαδικασία, ώστε να είναι σαφής σε όλους και εξατομικεύσιμη η προέλευσή της (άρα ούτε «κρυφή» ή «προβοκατόρικη» δράση ούτε συναγελασμός με «αγανακτισμένους πολίτες» ούτε καλυμμένα χαρακτηριστικά και διακριτικά). Πάνω απ’ όλα όμως είναι αναγκαίο να στηρίζεται σε έναν νόμιμο λόγο, που δεν μπορεί καταρχήν να είναι σε τελική ανάλυση κανένας άλλος από τη προστασία της νομιμότητας και των δικαιωμάτων που αυτή εγγυάται. Γι’ αυτό και η υποχρέωση του αστυνομικού οργάνου να είναι σε θέση να αιτιολογήσει τα μέσα και την ένταση του καταναγκασμού (ιδίως ως προς την προσφορότητα και αναλογικότητα τους) απέναντι τόσο στους προϊσταμένους τους όσο και τους πολίτες που υπέστησαν τον καταναγκασμό αποτελεί την βασικότερη εγγύηση απέναντι στα φαινόμενα αυθαιρεσίας. Κι όμως η αιτιολόγηση της υπέρμετρης αστυνομικής βίας γίνεται συνήθως με την απόδοση αυθαίρετων κατηγοριών απέναντι στα θύματα που μετατρέπονται σχεδόν πάντα σε κατηγορούμενους ώστε είτε να μην κινηθούν με καταγγελίες εναντίον των αστυνομικών είτε αυτές να καταπέσουν λόγω της αιτιολόγησης της βίας ως «νόμιμης». Η στοιχειώδης λογοδοσία των αστυνομικών σήμερα στη χώρα μας εξακολουθεί να διενεργείται με τις περίφημες ΕΔΕ (ένορκες διοικητικές εξετάσεις), η αξιοπιστία των οποίων είναι συνώνυμη εν τέλει με την αξιοπιστία ολόκληρης της ΕΛΑΣ. Το να τηρούνται τα αυτονόητα της αξιοπρεπούς αιτιολόγησης του καταναγκασμού δεν στοιχειοθετεί κάποια απαίτηση νομιμοφροσύνης προς τη δημοκρατία, αλλά τις στοιχειώδεις προδιαγραφές του επαγγελματισμού που αξιώνει κανείς από ένα σώμα κρατικών υπαλλήλων επιφορτισμένων με ένα τόσο σοβαρό έργο όσο η προστασία των δικαιωμάτων μας. Αν σε όλα αυτά κανείς προσθέσει τα πολύ συχνά φαινόμενα επίδειξης ή ανοχής ρατσιστικής συμπεριφοράς από τους αστυνομικούς απέναντι σε πρόσφυγες, μετανάστες, Ρομά, αστέγους και άλλες ευάλωτες ομάδες, καθώς και επίδειξης ή ανοχής σεξιστικής συμπεριφοράς απέναντι σε γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ άτομα καθώς και τα φαινόμενα στοχοποίησης των νέων ανθρώπων που χαρακτηριστικά παρατηρεί ο ΣτΠ στην τελευταία του έκθεση, αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελληνική Αστυνομία στις μέρες μας απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τα πρότυπα ενός δημοκρατικού σώμα κρατικών υπαλλήλων. Και αυτό είναι πρόβλημα.
Ίσως κάποιοι θεωρήσουν υπερβολικά τα συμπεράσματα αυτά της ΕλΕΔΑ σε βάρος της ΕΛ.ΑΣ.. Ας αναλογιστούν λοιπόν ότι η συστηματική άνομη κι ανέλεγκτη βία που προέρχεται από τους αστυνομικούς πλήττει βαθειά τις ελευθερίες και, τελικά, την ίδια τη δημοκρατία περισσότερο από αυτή που προέρχεται από οιαδήποτε άλλη πηγή. Και αυτό επειδή ακριβώς στα χέρια των αστυνομικών έχει εμπιστευθεί το πολίτευμα την προστασία των ελευθεριών μας.
Το κείμενο τεκμηρίωσης της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου μπορείτε να το βρείτε εδώ.
Ανδρέας Τάκης
Πρόεδρος ΕλΕΔΑ, Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.
Κατερίνα Πουρναρά
μέλος Δ.Σ. ΕλΕΔΑ, Δικηγόρος