Search
Close this search box.

Σχόλιο στην ΑΠ 8/2023 (Α1 Τμήμα) σχετικά με τον αποκλεισμό του κόμματος «Εθνικό Κόμμα ΕΛΛΗΝΕΣ» από τις εκλογές της 21.5.2023

Ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης σχολιάζει τον αποκλεισμό του κόμματος Έλληνες από τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, σύμφωνα με την απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου.

Είναι σαφές ότι με το 32 παρ. 1 του Εκλογικού Νόμου (ΕΝ), όπως κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 26/2012, (όπως η παρ.1 είχε συμπληρωθεί με το άρθρο 92 Ν. 4804/ 2021, ΦΕΚ A` 90/5.6.2021 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 102 Ν. 5019/2023, ΦΕΚ Α’ 27/14.02.2023, το οποίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 Ν. 5043/2023, ΦΕΚ Α’ 91/13.4. 2023) η χώρα μας διέβη τον Ρουβίκωνα και πέρασε από την όχθη της φιλελεύθερης και ανεκτικής έναντι των εχθρών της Δημοκρατίας, όπως την ήθελε η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή που ψήφισε το ισχύον Σύνταγμα του 1975 και βεβαίως και το άρθρο 29 παρ. 1 αυτού, σε αυτήν της «μάχιμης» έναντι των εχθρών της Δημοκρατίας (streitbare Demokratie) κατά τα πρότυπα της μεταπολεμικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των άρθρων 21 παρ. 2 και 18 Θεμελιώδους Νόμου της Βόνης (ΘΝ). Την νομοθετική αυτή μετάβαση ενέκρινε expressis verbis υπό την έποψη του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ η σχολιαζόμενη απόφαση του ΑΠ προβαίνοντας κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Σ σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας αλλά και συμβατότητας με την ΕΣΔΑ της κρίσιμης νομοθετικής διάταξης.

Η απόφαση, τόσο στην πλειοψηφία της όσο και στην μειοψηφία του ενός Αρεοπαγίτη, περιέχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παραδοχές όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Σ και του άρθρου 11 ΕΣΔΑ ενώ υπεισέρχεται και σε άλλα ζητήματα όπως το τεκμήριο αθωότητας, η σχέση της συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές με το παθητικό εκλογικό δικαίωμα του άρθρου 55 Σ και τη σχέση της επίμαχης ρύθμισης με θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, όπως η δημοκρατική αρχή, η αρχή του πολυκομματισμού και η αρχή του κράτους δικαίου. Στο παρόν σχόλιο θα περιοριστούμε στα ζητήματα αυτά και δεν θα επεκταθούμε και σε θέματα που αφορούν την ορθή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ ούτε σε ζητήματα υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών που συνθέτουν την ελάσσονα πρόταση της δικανικής κρίσης στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου στα οποία προέβη ως όφειλε η αρεοπαγητική απόφαση.

Η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ όπως ισχύει, για πρώτη φορά στην μεταδικτατορική μας ιστορία και υπό την ισχύ του Σ 1975 προέβλεψε την απαγόρευση κόμματος σε εκλογές, όχι απλά γιατί αυτό δεν πληρούσε κάποιες τυπικές προϋποθέσεις που ισχύουν για όλους αλλά για την ποινική συμπεριφορά της ηγεσίας του ή κάποιων άλλων στελεχών του. Επίσης, για πρώτη φορά γίνεται νομοθετικά διάκριση μεταξύ πραγματικής και φαινομένης ηγεσίας κόμματος και επίσης για πρώτη φορά συνεδρίασε το αρμόδιο Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου εν Ολομελεία για να κρίνει την σχετική υπόθεση. Ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός καλείτο λοιπόν να ερμηνεύσει και εφαρμόσει μία καινοφανή στα νομικά χρονικά διάταξη, αφού πρώτα θα έπρεπε να ασκήσει τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητάς της και της συμβατότητάς της με άλλους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου όπως κυρίως η ΕΣΔΑ και το ΔΣΠΑΔ του 1966 καθότι έγινε πολύ μεγάλη συζήτηση για το θέμα αυτό με αντικρουόμενες μεταξύ των κομμάτων αλλά κυρίως των εκπροσώπων της θεωρίας απόψεων.

Η θέση της πλειοψηφίας

Οι σημαντικότερες παραδοχές της πλειοψηφίας των 9 δικαστών όσον αφορά τον προκαταρκτικό έλεγχο της συμβατότητας του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ είναι οι ακόλουθες:

Το άρθρο 29 παρ. 1 Σ καθιερώνει ένα θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα για την ίδρυση και συμμετοχή σε κόμμα. Παράλληλα όμως στο δεύτερο σκέλος του καθιερώνει έναν επιτακτικό κανόνα (εκ του ρήματος «οφείλει») όπως η οργάνωση και δράση του κόμματος εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η υποχρέωση αυτή είναι κανονιστικού και όχι απλά προγραμματικού χαρακτήρα, η δε κανονιστικότητά του δεν εξαντλείται σε μία απλή lex imperfecta αλλά παρά το γεγονός ότι το συνταγματικό κείμενο δεν το προβλέπει, το αφήνει στον κοινό εκλογικό νομοθέτη να επιβάλει κυρώσεις. Με την παραδοχή αυτή η απόφαση δέχεται ρητά ότι υπάρχει σιωπηρή επιφύλαξη του νόμου, σε αντίθεση με την παρ. 2 του άρθρου 29 Σ που υπάγει το δικαίωμα των κομμάτων σε χρηματοδότηση σε ρητή επιφύλαξη του νόμου. Η κανονιστικότητα λοιπόν της σχετικής ρήτρας αποτελεί κατά το Δικαστήριο την συνταγματική sedes materiae για την θεμελίωση της απλής, πλην όμως σιωπηρής, επιφύλαξης του νόμου.

Μάλιστα από τον επιτακτικό χαρακτήρα της δεύτερης ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου και την σιωπηρή επιφύλαξη υπέρ του νόμου την οποία το Δικαστήριο συνάγει από αυτήν, φρονεί ότι αυτό παρέχει στον νομοθέτη όχι μόνο την δυνατότητα «αλλά και την υποχρέωση να καθιερώσει, στο πλαίσιο των οργανωτικών βάσεων του ισχύοντος πολιτεύματος, περιορισμούς στο πεδίο του εκλογικού δικαίου, δια των οποίων απαγορεύει τη συμμετοχή κομμάτων ή συνασπισμού κομμάτων στην εκλογική διαδικασία, όταν είτε η οργάνωση είτε η αναπτυχθείσα ή η αναπτυσσόμενη δράση τους, όπως αυτή εκδηλώνεται δια συγκεκριμένων πράξεων, αντιστρατεύεται την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», όπως αυτό μορφοποιείται κατά τις θεμελιώδεις αρχής του πολιτεύματος. Με την αποστροφή αυτή η πλειοψηφία τείνει στην αποδοχή της συναγωγής ενός νομοθετικού καθήκοντος προστασίας (Schutzpflicht) της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η πλειοψηφία, κάνοντας μία φιλική προς το άρθρο 11 παρ. 2 ΕΣΔΑ ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Σ και παραπέμποντας σε νομολογία του ΕΔΔΑ[1] συνδέει την περιοριστική της δράσης του κόμματος παρέμβαση του νομοθέτη και την επιβολή της απαγόρευσης συμμετοχής του κόμματος στις εκλογές με πράξεις βίας ή με πράξεις που υποκινούν, οδηγούν ή προπαρασκευάζουν στην βία και αφετέρου φρονεί ότι η Πολιτεία σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να αμυνθεί κατά τέτοιων ενεργειών εκ μέρους κόμματος ή κομμάτων με την πρόβλεψη νομοθετικών περιορισμών και δη απαγορεύσεων και την επιβολή τους με δικαστική απόφαση (αποδοχή της θεωρίας της «μάχιμης Δημοκρατίας»). Τους εχθρούς της Δημοκρατίας που την αντιμάχονται με βίαια μέσα η Δημοκρατία αντιμάχεται με τα μέσα και όπλα του Κράτους Δικαίου.

Έτσι, συνεχίζει, κατά το Σύνταγμα δεν είναι επιτρεπτό, κατά τα προεκτιθέμενα, να περιορίσει ο κοινός νομοθέτης την ατομική συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές καταδικασθέντων με οριστικές αλλά όχι, ακόμη τουλάχιστον, αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις μεμονωμένων προσώπων ακόμη και για αδικήματα που προσβάλλουν το δημοκρατικό πολίτευμα, η δράση των οποίων δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη. Υφίσταται όμως, με την απαραίτητη προϋπόθεση της τήρησης των αρχών του Κράτους Δικαίου, δυνατότητα του νομοθέτη να περιορίσει την εκλογιμότητα κομμάτων ή συνδυασμών κομμάτων, δηλαδή μορφωμάτων που διαθέτουν οργανωτική υποδομή, με συνέπεια να μπορούν να αναπτύξουν οργανωμένη, ευρύτερη και αποτελεσματικότερη, λόγω αυτού του χαρακτηριστικού τους, δραστηριότητα, στα οποία συμμετέχουν και διεκδικούν την ανάδειξή τους ως βουλευτών ηγετικά στελέχη οργανώσεων, που ανέπτυξαν δράση αντικείμενη στο δημοκρατικό πολίτευμα, ιδίως όταν τα πρόσωπα αυτά ουδόλως επέδειξαν έμπρακτη μεταμέλεια, ούτε αποκήρυξαν την προγενέστερη πορεία, δράση και θέσεις τους και δεν διατύπωσαν οποιαδήποτε αυτοκριτική. Ο αποκλεισμός δε της εκλογιμότητας τέτοιων σχημάτων αποτελεί μέσο άμυνας του δημοκρατικού πολιτεύματος σαφώς ηπιότερο από την πλήρη απαγόρευσή τους και την υποχρεωτική διάλυσή τους.

Η απαγόρευση συμμετοχής φυσικών προσώπων στις εκλογές διακρίνεται από την απαγόρευση συμμετοχής του κόμματος. Έτσι, κατά την πλειοψηφία, δεν είναι δογματικώς άτοπο ότι ενώ δεν μπορεί να επιβληθεί απαγόρευση θέσης υποψηφιότητας σε όσους δεν έχουν καταδικασθεί αμετάκλητα για ποινικό αδίκημα κατά το άρθρο 55 Σ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 Σ στο οποίο παραπέμπει, αυτό επιτρέπεται, όμως, να γίνει για κόμμα, στελέχη του οποίου έχουν καταδικασθεί μεν, αλλά όχι με αμετάκλητη απόφαση. Η διάκριση αυτή, εκτός του ότι είναι αμφίβολο εάν λαμβάνει υπόψη το τεκμήριο αθωότητας υπό την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, δίνοντάς του μία περιοριστική διάσταση μόνο στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατ’ αντίθεση προς την νομολογία του ΕΔΔΑ[2], υποτιμά και το ότι ενώ ο συνταγματικός νομοθέτης θέτει ως περιορισμό του περιορισμού στην άσκηση του ενεργητικού κατ’ άρθρο 51 παρ. 3 Σ και του παθητικού κατά παραπομπή σε αυτό από το άρθρο 55 Σ το αμετάκλητο της καταδίκης του φυσικού προσώπου ως έλασσον, το αυτό θα έπρεπε να ισχύει και για την απαγόρευση συμμετοχής κόμματος στις εκλογές ως μείζον (argumentum minore ad maius), τοσούτω μάλλον μία τέτοια απαγόρευση δεν προβλέπεται ρητά αλλά συνάγεται από δυναμική και αντικειμενική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 29 παρ. 1 Σ.

Κατά την πλειοψηφία, η ελληνική δημοκρατία ρητά ως μαχόμενη δημοκρατία κατά την επιταγή του άρθρου 29 παρ. 1 Σ αλλά και του άρθρου 17 ΕΣΔΑ έχει όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση αυτοάμυνας με δικαιοκρατικά μέσα έναντι των βίαιων μέσων που χρησιμοποιούν οι εχθροί της, οι οποίοι διαφορετικά μπορούν να αποτελέσουν τον Δούρειο Ίππο για την κατάλυσή της. Τα μέσα του Ποινικού Δικαίου, κατά την άποψη αυτή, δεν αρκούν διότι επιβάλλονται κατασταλτικά και μετά από πολλά χρόνια, ενώ θα έχει δοθεί η δυνατότητα στους εχθρούς της Δημοκρατίας να επιβάλλουν τους άνομους σκοπούς τους. Οι περιορισμοί θα πρέπει να επιβάλλονται για την αποτροπή των μέσων με τα οποία σκοπείται η κατάλυση του πολιτεύματος και θα πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο και να επιβάλλονται από την ανεξάρτητη δικαιοσύνη.

Η μη πρόβλεψη απαγόρευσης κόμματος και μάλιστα με ρητή απάλειψη σχετικής διάταξης από την τότε κυβερνητική πλειοψηφία στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή έγινε υπό διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Οι συνθήκες στην παρούσα κατάσταση είναι τελείως διαφορετικές που επιβάλλουν την αυτοπροστασία της Δημοκρατίας, ενώ ο κίνδυνος για το δημοκρατικό πολίτευμα προέρχεται πλέον από αλλού που δεν υπήρχε κατά τον χρόνο συζήτησης και ψήφισης του Σ 75. Ούτε πάλι η μακροχρόνια αδράνεια του νομοθέτη δικαιολογεί, κατά την πλειοψηφία, αντίθετο επιχείρημα με την έννοια ότι οι συνθήκες που την επιβάλλουν στο παρόν δεν υπήρχαν κατά το παρελθόν. Κατά συνέπεια η πλειοψηφία προβαίνει σε δυναμική, αντικειμενική ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Σ, θέτοντας την ιστορική ερμηνεία εκποδών. Πέραν τούτου, η απαγόρευση συμμετοχής κόμματος στις εκλογές αποτελεί ηπιότερο μέτρο και δεν ταυτίζεται με την πλήρη απαγόρευση της λειτουργίας του.

Η πλειοψηφία κρίνει την ρύθμιση με μία μάλλον επιδερμική κρίση σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, μην προβαίνοντας σε βαθύ έλεγχο αυτής. Συγκεκριμένα, δεν εξετάζει εάν υπάρχει ηπιότερος περιορισμός εξίσου πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή εάν ο επίδικος περιορισμός είναι σύμφωνος με την αναλογικότητα υπό στενή έννοια, π.χ. εάν θα μπορούσε να προβλεφθεί η αποβολή του καταδικασθέντος μέλους ή μελών από το κόμμα ή η μη συμμετοχή του στις εκλογές με το κόμμα αυτό ή η απαγόρευση διενέργειας πράξεων σχετικών με το κόμμα κατά την διάρκεια των εκλογών ή ακόμα και το κατά πόσο είναι αναλογικό υπό στενή έννοια η καταδίκη διατελέσαντος αρχηγού κόμματος που μπορεί να μην έχει πια σχέση ή ενεργό σχέση με το κόμμα ή ιδρυτικού μέλους του κόμματος που να μην επηρεάζει την δράση του κόμματος να συνιστά λόγο αποκλεισμού του κόμματος από τις εκλογές.

Τέλος, καταλήγει ότι με την προβλεπόμενη διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου και εντός των χρονικών ορίων που θέτει ο Εκλογικός Νόμος για την υποβολή των συνδυασμών των κομμάτων στην κρίση του εν λόγω δικαστηρίου δεν θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα εκ των άρθρων 8 (δικαίωμα στον νόμιμο δικαστή) και 20 παρ. 1 Σ (δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας) και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία), εφόσον η κρίση περί της συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές με βάση την επίμαχη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ ανατίθεται σε ανεξάρτητο δικαστικό όργανο με τις εγγυήσεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ (αντικειμενικότητα, αμεροληψία, προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών του κ.α.). Πλην, όμως, δεν εξέτασε εάν τα στενά χρονικά περιθώρια εντός των οποίων το ενδιαφερόμενο κόμμα έχει την δυνατότητα να υπερασπισθεί εαυτό εντάσσονται στο πλαίσιο της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της δίκαιης δίκης, όπως αυτές κατοχυρώνονται από τους ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου και εάν αυτή η διαδικασία είναι σύμφωνη με αυτούς. Η δικαστική προστασία δεν αρκεί να είναι υπαρκτή και παρεχόμενη αλλά θα πρέπει να είναι και αποτελεσματική, κυρίως ως προς τις συνθήκες απονομής της. Το ότι η προστασία παρέχεται από αντικειμενικό και αμερόληπτο δικαστήριο δεν αρκεί, διαφορετικά η χώρα μας δεν θα είχε σωρεία καταδικών από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.

Η θέση της μειοψηφίας

Αντίθετα, κατά τον Δικαστή Αρεοπαγίτη που διατύπωσε την γνώμη της μειοψηφίας η ρήτρα του άρθρου 29 παρ. 1 Σ ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να διασφαλίζει την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι σύμφωνα με ιστορική ερμηνεία προγραμματικού και όχι κανονιστικού χαρακτήρα, η δε διάταξη είναι ατελής (lex imperfecta) και ως τέτοια δεν υπάγεται, σε αντίθεση με αυτήν της παρ. 2 του ιδίου άρθρου που καθιερώνει το δικαίωμα χρηματοδότησης των κομμάτων, στην επιφύλαξη του νόμου. Η δράση και ο τρόπος που αυτή διαμορφώνεται αξιολογείται πρωτίστως από το εκλογικό σώμα κατά την συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία.

Ορθά αναφέρει η μειοψηφία ότι για να είναι σύννομη μία νομοθετική ρύθμιση που θα προβλέπει την απαγόρευση συμμετοχής κόμματος στις εκλογές με κατάρτιση συνδυασμών, θα πρέπει (σωρευτικά) να είναι σύμφωνη και με τα δύο υπερνομοθετικής ισχύος νομικά κείμενα του άρθρου 29 παρ. 1 Σ και του άρθρου 11 ΕΣΔΑ. Προβαίνοντας λοιπόν σε έλεγχο συμβατότητας της επίμαχης ρύθμισης του άρθρου 32 παρ. 1 ΕΝ όπως ισχύει τόσο με το άρθρο 29 παρ. 1 Σ όσο και με το άρθρο 11 παρ. 2 ΕΣΔΑ φρονεί ορθά ότι το άρθρο 29 παρ. 1 Σ παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 11 ΕΣΔΑ. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία η γνώμη της μειοψηφίας ελαύνεται από την ιστορική ερμηνεία της διάταξης και υποστηρίζει καταρχήν το ανεπίτρεπτο της απαγόρευσης ενός κόμματος. Θεωρώντας ότι η απαγόρευση συμμετοχής κόμματος στις εκλογές ισοδυναμεί με de facto απαγόρευση λειτουργίας του, λόγω της κεφαλαιώδους αν όχι ζωτικής σημασίας για ένα κόμμα συμμετοχής του στην εκλογική διαδικασία, φρονεί ότι αν και δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 29 παρ. 1 Σ η μόνη περίπτωση επιτρεπτής παρέμβασης του νομοθέτη στο θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα του άρθρου 29 παρ. 1 Σ είναι για την προστασία και εξυπηρέτηση αγαθών συνταγματικής περιωπής και ιδία της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος όπως η ίδια η διάταξη ορίζει, αν και ως lex imperfecta.

Ορθή είναι επίσης η παραδοχή ότι μέτρο κρίσης δεν επιτρέπεται να είναι η ιδεολογία αλλά η πρακτική των μελών του κόμματος σε συνάρτηση με παραβάσεις του ποινικού δικαίου και για ρητώς προβλεπόμενα στο νόμο σοβαρά αδικήματα, που στρέφονται ή μπορούν να στραφούν κατά της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και ότι για την επιβολή του επίμαχου μέτρου πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Η εφαρμογή της τελευταίας και ιδιαίτερα υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις της, αυτές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας υπό στενή έννοια επιβάλλει όπως επιλέγεται το δυνατόν λιγότερο επαχθές μέτρο, οπότε όταν ο νομοθέτης έχει να επιλέξει μεταξύ ενός προληπτικού (απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές) και ενός κατασταλτικού μέτρου (ποινικοποίηση της επίμαχης συμπεριφοράς), σαφώς ηπιότερο είναι το κατασταλτικό, η λήψη του οποίου ενδείκνυται.

Περαιτέρω, και υπό την εκδοχή της αρχής της αναλογικότητας η μειοψηφία επικαλείται και ένα ακόμα επιχείρημα, ότι η απαγόρευση της συμμετοχής κόμματος σε εκλογές θίγει και το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των υπολοίπων μελών του κόμματος που δεν έχουν εγκληματική συμπεριφορά και θέλουν να ψηφίσουν υπέρ του επίμαχου κόμματος ή επιθυμούν να θέσουν υποψηφιότητα και να εκλεγούν με αυτό, παρομοιάζοντας την σχετική ρύθμιση με την αντικειμενική ευθύνη του Αστικού Δικαίου. Για τον λόγο αυτόν κρίνει ότι «ως μόνος συνταγματικώς ανεκτός – και στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας – περιορισμός [επί τη βάσει συσταλτικής ερμηνείας του σχετικού νόμου, υπό το πρίσμα της διατάξεως του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. α ́ Σ σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ. 1 εδ. δ ́ Σ και 11 παρ. 2 εδ. α ́ ΕΣΔΑ], μπορεί να νοηθεί ο αποκλεισμός συμμετοχής στις εκλογές με συνδυασμό κόμματος τού σε οποιονδήποτε βαθμό καταδικασμένου και κρατούμενου – για τα προβλεπόμενα ως άνω σοβαρά αδικήματα – μέλους της εμφανούς ή πραγματικής ηγεσίας του, ως έλασσον αναγκαίο μέτρο έναντι του προβλεπόμενου στο νόμο μείζονος (περί αποκλεισμού του κόμματος)». Αντίθετα, η διάταξη ως έχει που συνεπάγεται την απαγόρευση συμμετοχής του κόμματος στις εκλογές είναι αντίθετη τόσο στο Σύνταγμα όσο και στην ΕΣΔΑ.

Συμπερασματικές εκτιμήσεις

Η διάσταση πλειοψηφίας και μειοψηφίας στην σχολιαζόμενη απόφαση για την ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Σ αποτελεί ουσιαστικά ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση καταρχήν μεταξύ των θεωριών της φιλελεύθερης και ανεκτικής δημοκρατίας από την μια και της μαχόμενης δημοκρατίας από την άλλη με τον κανονιστικό μανδύα της ερμηνείας του άρθρου 29 παρ. 1 Σ. Επίσης, αποτελεί αντιπαράθεση μεταξύ ιστορικής και δυναμικής-αντικειμενικής ερμηνείας, βεβαίως και με άλλες ερμηνευτικές παραμέτρους, όπως π.χ. της e cnotrario ερμηνείας η οποία προκύπτει από την απουσία της επιφύλαξης του νόμου από την παρ. 1 σε αντίθεση με την παρ. 2 του άρθρου 29 Σ ή της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 51 παρ. 3 Σ και κατ’ επέκταση και του άρθρου 55 Σ στο άρθρο 29 παρ. 1 Σ. Η κανονιστική εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας υπό το πρίσμα του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, η σημασία της πρόβλεψης για αμετάκλητη καταδίκη στο άρθρο 51 παρ. 3 και κατ’ επέκταση και στο άρθρο 55 Σ, όπως και ο χειρισμός της αρχής της αναλογικότητας ήταν ακόμα τρία σημαντικά πεδία όπου η αντιπαράθεση έλαβε χώρα.

Όσον αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ ανεκτικής και μαχόμενης δημοκρατίας σαφές είναι ότι υπό το πρίσμα του άρθρου 11 ΕΣΔΑ και την αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ η επιλογή για το ποιο μοντέλο θα προκριθεί για την αντιμετώπιση των εχθρών της Δημοκρατίας αφίεται στην διακριτική εξουσία, συντακτική ή νομοθετική, των συμβαλλομένων κρατών. Αποδεκτό ήταν στην χώρα μας μέχρι πρότινος ότι υπό το πρίσμα του άρθρου 29 παρ. 1 Σ και την ιστορική του ερμηνεία το Σύνταγμα προέκρινε το μοντέλο της ανεκτικής δημοκρατίας, λόγω και των ιστορικών εμπειριών με την απαγόρευση του ΚΚΕ, η οποία ενταφιάστηκε οριστικά ήδη πριν την θέσπιση του Σ 1975 με την νομοθετική κατάργησή της από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας το 1974.

Έκτοτε το μοντέλο αυτό λειτούργησε ικανοποιητικά τις δεκαετίες που επακολούθησαν όταν η χώρα μας γνώρισε την καλύτερη δημοκρατία στην ιστορία της με ελεύθερη λειτουργία των κομμάτων και τελικό σκοπό την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία αυτών. Το πρόβλημα για την δημοκρατία από συμπεριφορά κόμματος παρουσιάστηκε την δεκαετία του 2010, την λεγόμενη «δεκαετία της κρίσης» και την εμφάνιση του κόμματος της Χρυσής Αυγής, ενός νεοναζιστικού μορφώματος, που δεν είχε απλά αντισυμβατικό και αντισυστημικό χαρακτήρα, κάτι που βέβαια από μόνο του δεν ήταν συνταγματικά επιλήψιμο, αλλά ασκούσε πολιτική με την χρήση βίας εκ μέρους των μελών του με οργάνωση παραστρατιωτική νεοναζιστικού χαρακτήρα και την διάπραξη πλήθους ποινικών αδικημάτων. Με οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κρίθηκε στον πρώτο βαθμό ότι ο ηγετικός της πυρήνας, αποτελούμενος από τον αρχηγό της και πρώην Βουλευτές καθώς και άλλα κατώτερα μέλη της αποτελεί εγκληματική οργάνωση, υπό την έννοια δογματικά ότι τα παραπάνω μέλη καταδικάσθηκαν για το αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ που αφορά την εγκληματική οργάνωση. Οι πράξεις αυτές που συνιστούσαν καταφανώς χρήση παράνομης και εγκληματικής βίας, στρεφόμενες κατά προσώπων και πραγμάτων, δεν μπορούσαν να γίνουν ανεκτές από το δημοκρατικό μας πολίτευμα, καθόσον εν τέλει στρέφονταν εναντίον του, επιδιώκοντας την κατάλυσή του. Βέβαια τα μέλη αυτά καταδικάσθηκαν και κρίθηκε από το δικαστήριο ότι η έφεση που άσκησαν κατά της απόφασης αυτής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στην φυλακή. Από τα μέλη αυτά μόνο ένας εξ αυτών συνέχισε την πολιτική δράση, ιδρύοντας και ηγούμενος άλλου κόμματος.

Το ζήτημα που γεννάται είναι εάν αρκεί η ποινική αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, ήδη όπως προελέχθη, τα καταδικασθέντα μέλη δεν ασκούν πλέον πολιτική δραστηριότητα και τοσούτω έλασσον αποτελούν μέλη ή υποψήφιους κόμματος, κατά συνέπεια μπορεί κάποιος να επικαλεσθεί το επιχείρημα, που εν τέλει επικαλέσθηκε η μειοψηφία, ότι η ποινική αντιμετώπιση τέτοιων προσώπων καθίσταται αποτελεσματική, χωρίς την πρόβλεψη και επιβολή προληπτικών μέτρων διοικητικού χαρακτήρα, όπως το επίμαχο. Όμως, ο κίνδυνος για την ανάδυση ανάλογων μορφωμάτων με τον μανδύα του κόμματος παραμένει και η δημοκρατία και το κράτος δικαίου πρέπει να είναι εν εγρηγόρσει. Κατά συνέπεια η εμμονή στην ιστορική ερμηνεία του Συντάγματος όταν οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί άρδην, νομίζω ότι δεν βοηθάει. Έτσι η διάβαση του Ρουβίκωνα προς την όχθη της μάχιμης δημοκρατίας πρέπει να θεωρηθεί μία συνταγματικά επιτρεπτή νομοθετική επιλογή υπό την προϋπόθεση της τήρησης των αρχών και κανόνων του Κράτους Δικαίου και των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας από τις διεθνείς συνθήκες προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων, κυρίως την ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, στο ερώτημα εάν εκτός από δυνατότητα υπάρχει και καθήκον για τον νομοθέτη όπως δέχεται η πλειοψηφία της απόφασης, εκ του άρθρου 29 παρ. 1 Σ να προστατέψει με θετικά μέτρα το πολίτευμα, νομίζω ότι η θετική απάντηση αποτελεί μία υπερβολή και μάλλον οφείλεται σε υπερβάλλοντα ζήλο για την πλειοψηφία να «ευλογήσει» δικαστικά αυτή την μετάβαση.

Η λύση της αναθεώρησης του Συντάγματος που είναι νομικοπολιτικά η πιο καθαρή και γι’ αυτό θεσμικά η πλέον ενδεδειγμένη, παραμένει χρονοβόρα και δυσκίνητη. Οι πολιτικές δυνάμεις είχαν την ευκαιρία να προβούν σε λύση του προβλήματος μετά την πρωτόδικη απόφαση για τα μέλη της Χρυσής Αυγής με δυναμική ερμηνεία του ισχύοντος Συντάγματος αλλά πάντοτε μέσα στα όριά του, με σεβασμό στις διαδικασίες. Δυστυχώς, δεν το έπραξαν και άφησαν να το αντιμετωπίσουν την τελευταία στιγμή υπό την πίεση της πολιτικής συγκυρίας. Σίγουρα η λύση που προκρίθηκε, βιαστική κάτω από τις συνθήκες που επιβλήθηκε, δεν είναι η καλύτερη δυνατή και έχει προβλήματα συμβατότητας τόσο με το Σύνταγμα όσο και με την ΕΣΔΑ, τα οποία επισήμανε η μειοψηφία της απόφασης και υποτίμησε η πλειοψηφία, ιδιαίτερα όσον αφορά την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας, της αρχής της αναλογικότητας και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Η δικαστική διαμάχη για την (αντι)συνταγματικότητα και (α)συμβατότητα με την ΕΣΔΑ της επίμαχης ρύθμισης δεν σταματά στην απόφαση του ΑΠ αλλά αναμένεται να συνεχιστεί τόσο εν Αθήναις, ενώπιον του ΑΕΔ ως εκλογοδικείου, όσο και εν Στρασβούργω στο ΕΔΔΑ.

Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Διευθυντής Ινστιτούτου Διαφάνειας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ


Υποσημειώσεις:

[1] Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 9.4.2002, αριθμ. προσφ. 22723-5/93, παρ. 49 (YAZAR κλπ κατά Τουρκίας), ΕΔΔΑ, απόφαση της 12.1.2016, αριθμ. Προσφ. 3840/10, παρ. 101 (Party for a Democratic Society (DTP) κλπ κατά Τουρκίας).

[2] Πρβλ. μόνο την πιο πρόσφατη ΕΔΔΑ, απόφαση της 31.1.2023, αριθμ. Προσφ.. 58715/15 (Σαββαϊδου κατά Ελλάδας). Το τεκμήριο αθωότητας εκτείνεται και στις έννομες συνέπειες που επέρχονται συνεπεία αμετάκλητης ή μη καταδίκης. Έτσι η εξάρτηση της συμμετοχής κόμματος στις εκλογές από το εάν κάποια μέλη του (ηγεσία, πραγματική ηγεσία κλπ έχουν καταδικασθεί για ορισμένα κακουργήματα αποτελεί έννομη συνέπεια της ποινικής καταδίκης το επιτρεπτό της οποίας με βάση το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ πρέπει να ελέγχεται από το ένα η καταδίκη είναι αμετάκλητη ή όχι.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Silete juristae in munere vestro: Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις ΟλΣτΕ 1639/2024 και 1641/2024

Ο Αντώνης Μεταξάς αναλύει τις αποφάσεις 1639/2024 και 1641/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις οποίες κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι o Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) δεν έχει έννομο συμφέρον, αφενός να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού του Αντιπροέδρου, Αναπληρωτή Αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και αφετέρου να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του Υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και 6 μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ).

Περισσότερα

Δελτίο Τύπου εκδήλωσης: “Οι σκοποί του Συντάγματος και οι περιορισμοί των δικαιωμάτων”

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση με θέμα “Οι σκοποί του Συντάγματος και οι περιορισμοί των δικαιωμάτων”, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ Γιώργου Καραβοκύρη Οι συνταγματικοί σκοποί. Το δημόσιο δίκαιο σε λειτουργική στροφή, την Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024, στην αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.