Το ερώτημα που με απασχόλησε είναι το εξής: αξίζουν εμπιστοσύνης οι «αντιφασιστικοί» ελιγμοί του κράτους ή διαφορετικά, είναι δυνατό ορισμένες διατάξεις, όπως οι τροπολογίες της κυβέρνησης που δυσχεραίνουν πρόσκαιρα τη συμμετοχή ενός ακροδεξιού μορφώματος στις εκλογές, να εξυπηρετούν επιπλέον και άλλους ανομολόγητους στόχους;
Η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν έχει επιχειρηθεί σταθερά να τεθεί υπό περιορισμό έως και απαγόρευση, όχι η φασιστική, αλλά η ριζοσπαστική πολιτική σκέψη και δράση. Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις δεν ήταν ένα ανοικτά δικτατορικό καθεστώς, π.χ. στρατιωτική χούντα, που έθεσε τους περιορισμούς αλλά το «κανονικό» κράτος της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ποιο ήταν όμως το νομικό οπλοστάσιο του «συντεταγμένου» κράτους σε αυτές τις περιπτώσεις;
Θα ήταν κοινοτοπία να αναφέρουμε όλα τα παραδείγματα κατά τα οποία ο περιορισμός της δράσης ή και η πλήρης απαγόρευση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος θεμελιώθηκε σε νομικές διατάξεις άσχετου περιεχομένου. Σε αυτά συγκαταλέγεται το «Διάταγμα περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφάλειας»[1] της κυβέρνησης Παπαναστασίου το 1924, με πρόσχημα την πάταξη των ζωοκλοπών στην επαρχία. Αυτό συμπληρώθηκε το 1926 από τη δικτατορία του Πάγκαλου[2] και άνοιξε τελικά το δρόμο στην κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου για τον νόμο 4229/1929, το γνωστό «Ιδιώνυμο», που προέβλεπε ποινή τουλάχιστον έξι μηνών για όποιον επεδίωκε «την διά βιαίων μέσων ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος»[3]. Αρκετές όμως είναι και οι περιπτώσεις που αφορμή για περιορισμούς ή απαγορεύσεις αποτέλεσαν νομοθετήματα «ουδέτερης» ή ακόμα και φαινομενικά «αντιφασιστικής» μορφής. Ο κατάλογος είναι μεγάλος και δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα.
Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 21[4] του Συντάγματος (“Grundgesetz”) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας[5], όπως ισχύει σήμερα. Σύμφωνα με αυτήν «κόμματα τα οποία εξαιτίας των σκοπών ή της δράσης των υποστηρικτών τους επιδιώκουν να υπονομεύσουν ή να καταργήσουν τον ελεύθερο και δημοκρατικό Θεμελιώδη Νόμο ή απειλούν την ύπαρξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει να είναι αντισυνταγματικά».
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι με το παραπάνω άρθρο τέθηκε εκτός νόμου το νεοναζιστικό «Κόμμα του Σοσιαλιστικού Ράιχ» και επομένως είναι μια χρήσιμη διάταξη. Πράγματι με απόφαση του το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάσισε την 23η Οκτωβρίου 1952 ότι το εν λόγω κόμμα είναι αντισυνταγματικό[6]. Με το ίδιο ακριβώς άρθρο όμως, μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα με απόφαση της 17ης Αυγούστου 1956[7], τέθηκε εκτός νόμου ως αντισυνταγματικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας[8]. Η απόφαση βασίστηκε ακριβώς στο άρθρο 21 του Γερμανικού Συντάγματος. Μολονότι αναφέρει ότι «το δόγμα του Μαρξισμού-Λενινισμού ως πολιτική φιλοσοφία δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας νομικής διαδικασίας» αποφάσισε υπέρ της αντισυνταγματικότητας του Κ.Κ.Γερμανίας[9]. Μάλιστα στο επιχείρημα του Κ.Κ.Γερμανίας ότι ο Μαρξισμός-Λενινισμός συνιστά επιστημονική κοσμοθεωρία, το Συνταγματικό Δικαστήριο απάντησε ότι ο κομμουνισμός ως διδασκαλία θα συνέχιζε να είναι αντικείμενο δημόσιας συζήτησης νόμιμα αλλά το κύριο είναι οι αντικειμενικοί σκοποί και ο ρόλος που επιφυλάσσει για τον εαυτό του το Κ.Κ. στην πολιτική ζωή της χώρας[10].
Στη συνέχεια το Κ.Κ.Γερμανίας προσέφυγε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, πρόδρομο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), κατά της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το Κ.Κ.Γερμανίας ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση της ύπαρξης και δράσης του παραβιάζει τα άρθρα 9 («ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας»), 10 («ελευθερία έκφρασης») και 11 («ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι») της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α)[11].
Στην με αριθμό 250/1957 απόφαση[12] της η Επιτροπή έκρινε σύμφωνη με την Ε.Σ.Δ.Α. την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για την απαγόρευση του Κ.Κ.Γερμανίας, όχι με βάση τους περιορισμούς που προβλέπουν τα οικεία άρθρα (9,10,11) αλλά επικαλούμενη το άρθρο 17 της Ε.Σ.Δ.Α. περί «κατάχρησης δικαιώματος»[13]. Πρόκειται για διάταξη που απαγορεύει την επίκληση δικαιωμάτων που προβλέπονται στην Ε.Σ.Δ.Α., από κράτη, άτομα ή ομάδες που επιδιώκουν την «κατάλυση δικαιωμάτων ή ελευθεριών που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση»[14].
Η απόφαση ανέφερε συγκεκριμένα ότι «το Κ.Κ. επιδιώκει να εγκαθιδρύσει ένα σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό σύστημα με τα μέσα της προλεταριακής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου». Επεσήμανε επίσης ότι «ακόμα και αν αποδεικνυόταν ότι η σημερινή δραστηριότητα του Κόμματος κατευθύνεται στην ανάληψη της εξουσίας με συνταγματικά μέσα… αυτό δεν θα σήμαινε ότι το Κόμμα έχει αποκηρύξει τους παραδοσιακούς του σκοπούς». Και αντικειμενική ευθύνη δηλαδή…
Aν και η συγκεκριμένη απόφαση θα μπορούσε να εξηγηθεί στα πλαίσια του «ψυχρού πολέμου» και των ιστορικών συνθηκών της μεταπολεμικής Γερμανίας, αναφορά σε αυτήν εντοπίζουμε και πρόσφατα στην υπόθεση «Ρομανόφ κατά Ουκρανίας» που εξέτασε το Ε.Δ.Δ.Α. το 2020[15]. Εκεί υποστηρίζεται ότι ορισμένα πολιτικά άρθρα εφημερίδων στρέφονται ενάντια στην «δημοκρατική κοινωνία, περιλαμβανομένων της δικαιοσύνης, των ελεύθερων εκλογών και της ειρήνης»[16] και επομένως νόμιμα επιβάλλονται περιορισμοί.
Αντίστοιχη κατεύθυνση εντοπίζεται και στην υπόθεση «Zdanoka κατά Λετονίας»[17], όπου απαγορεύτηκε η συμμετοχή στις εκλογές σε καθηγήτρια Πανεπιστημίου, στέλεχος του Κ.Κ. επί σοβιετικής δημοκρατίας. Αναφέρεται ότι «το κριτήριο της ανοχής δεν απαγορεύει στη δημοκρατική κοινωνία να πάρει μέτρα για να προστατέψει τον ευατό της από ενέργειες που αποσκοπούν να καταστρέψουν δικαιώματα και ελευθερίες που θεσπίζονται από τη Σύμβαση[18]».
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ο κίνδυνος που απορρέει από αόριστες νομικές έννοιες και ασαφείς διατάξεις που περιέχουν γενικεύσεις. Πολλές φορές περιέχουν αξιολογικές κρίσεις και ο προσδιορισμός του περιεχομένου τους συναρτάται από την κοινωνική θεώρηση του νομοθέτη και του ερμηνευτή του δικαίου. Πώς ερμηνεύεται π.χ. η «υπονόμευση» του Συντάγματος της Γερμανίας που αναφέρθηκε παραπάνω; Στα καθ’ ημάς, πώς ερμηνεύεται το άρθρο 29 του Συντάγματος το οποίο στην παρ. 1 περιλαμβάνει την κάτωθι εξαιρετικά αφηρημένη προϋπόθεση για τη λειτουργία πολιτικού κόμματος στη χώρα : «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.»[19]; Αντίστοιχα, πως ερμηνεύεται εάν ένα πολιτικό κόμμα «εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» ή η έννοια «πραγματική ηγεσία του κόμματος» όπως αναφέρονται στην παρ. 1 του αρ. 32 του πδ. 26/2012[20] , όπως ισχύει μετά τους νόμους 4648/2019, 4804/2021, 5019/2023 και 5043/2023; Άραγε, δεν θα ήταν αρκετή μια συγκεκριμένη διάταξη με αναφορά σε αδικήματα που τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο, όπως έχει ήδη υποστηριχτεί;
Από αυτήν τη σύντομη αναφορά προκύπτει ότι το κράτος, που υπάρχει λόγω των ασυμφιλίωτων αντιθέσεων αντικρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων, το κράτος που κατά κοινή παραδοχή έχει συνέχεια, «επιτελικό» ή μη, στρατοκρατούμενο ή όχι, νομοθετεί στη βάση αυτών ακριβώς των συμφερόντων που εκφράζει. Διαμορφώνει, παρά τις ασυνέχειες, το νομικό του οπλοστάσιο μέσα στην αλληλοδιαδοχή των διάφορων μορφών άσκησης της πολιτικής εξουσίας (κοινοβουλευτισμός-ανοικτή δικτατορία-πάλι κοινοβουλευτισμός). Αυτό το πλαίσιο διατάξεων και νομολογίας, με τις αόριστες νομικές έννοιες, τις ασαφείς διατάξεις και τις γενικεύσεις, επιδέχεται ερμηνειών και αναλόγως των πρόσκαιρων σκοπών του, όταν χρειάζεται, με τα ίδια «πυρά» αλλάζει στόχευση. Γεννώνται αμφιβολίες λοιπόν ως προς το εάν οφείλει κανείς να κλείνει τα μάτια μπροστά στη διαχρονική λειτουργία των κρατικών μηχανισμών και της έννομης τάξης που σε τελική ανάλυση κρατούν και το καρότο του «αντιφασισμού» και το μαστίγιο του αντικομμουνισμού. «Δηλαδή τώρα τί περιμένετε;/ Ότι οι κουφοί θα σας αφήσουν να μιλήσετε;/…Ότι από αίσθημα φιλίας/κινούμενες οι τίγρεις /κοπιάστε θα σας πουν/ τα δόντια να μας βγάλετε;/ Tέτοια μου περιμένετε;»[21]
Γιώργος Γερανάκης
Δικηγόρος, LLM, Δικαιώματα του Ανθρώπου και Ανθρωπιστικό Δίκαιο
Υποσημειώσεις:
[1] ΦΕΚ Τ.Α. αριθ. 91 21 Απριλίου 1924
[2] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φύλλο 178, τεύχος Α’, 2 Ιουνίου 1926
[3] ΦΕΚ 245/Τεύχος Πρώτον/25 Ιουλίου 1929
[4] https://www.gesetze-im-internet.de/englisch_gg/englisch_gg.html
[5] Πρόκειται για το γερμανικό Σύνταγμα, το οποίο καταψήφισε το Κ.Κ. Γερμανίας το 1949.
«Political Parties and the German Basic Law of 1949», Carl J. Schneider, Πανεπιστήμιο Νεμπράσκα 1957
[6] https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Pressemitteilungen/EN/1952/bvg52-059.html
[7] https://germanhistorydocs.ghi-dc.org/sub_document.cfm?document_id=3097
[8] Υπολογίζεται ότι είχε περίπου 80.000 μέλη στη δυτική Γερμανία εκείνη την περίοδο
[9] Την πρώτη μέρα μετά την απόφαση έγιναν 125.000-200.000 ανακρίσεις και περίπου 10.000 καταδίκες. Είχε προηγηθεί το 1950 επί Αντενάουερ ο νόμος «περί αφοσίωσης δημοσίων υπαλλήλων» με τον οποίο απολύθηκαν από το Δημόσιο τα μέλη του Κ.Κ.
[10] «The German Federal Constitutional Court and the Communist Party Decision», 1957, Edward McWinney, University of Torontο https://www.repository.law.indiana.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2791&context=ilj
[11] https://www.echr.coe.int/documents/convention_ell.pdf
[12] https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-110191%22]}
[13] Όπου στο 12
[14] https://www.echr.coe.int/documents/convention_eng.pdf
[15] https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-203559%22]}
[16] Ό.π., θέση 164
[17] https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-72794%22]}
[18] Ό.π. θέση 110
[19] https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagma/
[20] ΦΕΚ 57/Α/2012
[21] «Όσοι τρέφονται με ελπίδες», Μπ.Μπρεχτ