Έχουν περάσει ήδη κοντά πενήντα χρόνια από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975. Πρόκειται για ένα, κατά γενική ομολογία, επιτυχημένο Σύνταγμα, το οποίο άντεξε σε πολλαπλές κρίσεις. Όπως όμως κάθε τι που παλιώνει, έτσι και το Σύνταγμά μας χρειάζεται μια «γενναία» και ριζική αναθεώρηση για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας εποχής. Πρέπει ουσιαστικά να δημιουργηθεί ένα «νέο» Σύνταγμα.
Πρώτα απ’ όλα, σε επίπεδο ατομικών δικαιωμάτων. Το Σύνταγμα το έτος 2023 δεν μπορεί να αναφέρεται στη «φωνογραφία» και να μην αναφέρεται στο διαδίκτυο. Ούτε μπορεί να ρυθμίζεται με απίστευτη λεπτομέρεια η κατάσχεση εντύπων στο άρθρο 14. Το ζήτημα στη σημερινή εποχή δεν είναι η κατάσχεση εντύπων (που δεν γίνεται πλέον), αλλά η λογοκρισία στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί διαμορφώνεται η κοινή γνώμη και η πολιτική βούληση των ψηφοφόρων. Επίσης, δεν αποτελεί ύλη ενός Συντάγματος η απαγόρευση της απαλλοτρίωσης της αγροτικής ιδιοκτησίας «των Σταυροπηγιακών Ιερών Μονών της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο» (άρθρο 18).
Και πέρα από τα ατομικά δικαιώματα. Εκεί που χρειάζεται πραγματική τομή και ρήξη, είναι στην πρόβλεψη «θεσμικών αντιβάρων» που τόσο λείπουν από το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Εδώ είναι που το πολιτικό σύστημα θα αναμετρηθεί με τις προκλήσεις των καιρών. Θα επιχειρηθεί λ.χ. η αλλαγή του άρθρου 41 του Συντάγματος, ώστε ο εκάστοτε Πρωθυπουργός να μην διαλύει τη Βουλή όποτε θέλει με προσχηματική επίκληση «εθνικών θεμάτων εξαιρετικής σημασίας» που κανείς δεν τα θυμάται ύστερα από μερικές ημέρες; Θα τολμήσει η αναθεωρητική Βουλή να εξοπλίσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με κάποιες ουσιαστικές αρμοδιότητες (π.χ. επιλογή μελών ανεξαρτήτων αρχών ύστερα από τη γνωμοδότηση ενός οργάνου υψηλού κύρους) ή θα επιμείνουμε στο μοντέλο του Προέδρου με αρμοδιότητες που προσιδιάζουν σε αυτές ενός «πολιτικού συμβολαιογράφου»;
Εκεί όμως που απαιτείται ακόμη περισσότερη τόλμη και θα προκληθούν ακόμη περισσότερες αντιδράσεις, είναι στον τομέα της δικαιοσύνης. Τι εξυπηρετεί η εμμονή στο ισχύον σύστημα της επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο; Χωρίς να αμφισβητείται η αξιοσύνη όσων έχουν επιλεγεί μέχρι σήμερα, δεν είναι προφανές ότι το σύστημα αυτό δίνει προς τα έξω την εικόνα διασυνδέσεων μεταξύ δικαστικής και πολιτικής εξουσίας; Βέβαια, το κύριο πρόβλημα είναι αλλού: Στην Ελλάδα ισχύει ένα πολυδαίδαλο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, το οποίο προκαλεί σημαντικές καθυστερήσεις στην παροχή δικαστικής προστασίας. Εννοείται ότι η διάκριση μεταξύ ποινικής, πολιτικής και διοικητικής δικαιοδοσίας πρέπει να παραμείνει. Αλλά τι χρειάζονται όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις εντός της ίδιας δικαιοδοσίας; Το παράδειγμα της διοικητικής δικαιοσύνης είναι χαρακτηριστικό. Σήμερα κάποιες μεγάλες κατηγορίες υποθέσεων (π.χ. δημόσιες συμβάσεις) δικάζονται, ανά περίπτωση, και από το Διοικητικό Εφετείο και από το Συμβούλιο της Επικρατείας και από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Όταν δε μια διοικητική αρχή εκδώσει μια διοικητική πράξη, δεν είναι σίγουρο ότι θα προσβληθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο (το πιο κοντινό δηλαδή στον πολίτη δικαστήριο). Μπορεί και να προσβληθεί απευθείας είτε στο Διοικητικό Εφετείο είτε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Και μετά αναρωτιόμαστε για τη δυσκολία προσέλκυσης επενδύσεων.
Υπάρχει επίσης κάτι πολύ σημαντικό που συνήθως το αφήνουμε εκτός συζήτησης. Είναι το άρθρο 110 περί της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Όχι μόνο καθιερώνει μια μακρά προθεσμία (πέντε έτη) για την εκκίνηση της νέας διαδικασίας αναθεώρησης ακόμα και εκείνων των συνταγματικών διατάξεων που δεν είχαν αναθεωρηθεί στην προηγούμενη αναθεώρηση, αλλά προβλέπει και ένα πολύπλοκο σύστημα αυξημένων πλειοψηφιών που πολλές φορές οδηγεί σε τυχαία αποτελέσματα. Έτσι, εάν στην πρώτη (από χρονική άποψη) Βουλή η πρόταση αναθεώρησης ενός άρθρου του Συντάγματος συγκεντρώσει 180 βουλευτές, τότε η επόμενη Βουλή μπορεί να δώσει σε αυτό το συνταγματικό άρθρο σχεδόν όποιο περιεχόμενο θέλει. Συνεπώς, και το ίδιο το άρθρο περί συνταγματικής αναθεώρησης θέλει και αυτό αναθεώρηση.
Και μια καταληκτική παρατήρηση: Το συνταγματικό κείμενο θα πρέπει να ερμηνεύεται με σεβασμό, ιδίως από την κοινότητα των συνταγματολόγων. Το κάθε Σύνταγμα αποτελεί την κατάληξη της άσκησης της κορυφαίας πολιτειακής λειτουργίας, της συντακτικής εξουσίας του λαού. Η κάθε λέξη στο συνταγματικό κείμενο έχει την ιστορία της, τη βαρύτητα και τη σημασία της. Τα επιχειρήματα του τύπου «δεν πειράζει, ας λέει το Σύνταγμα το αντίθετο, έχουν αλλάξει πλέον οι εποχές» ή του τύπου «αυτά δεν έχουν σημασία, κρίθηκαν με τις εκλογές», είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Όχι μόνο επειδή δημιουργούν πλήρη ανασφάλεια δικαίου και αφαιρούν κάθε κανονιστικότητα από το συνταγματικό κείμενο. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνα επειδή ανοίγουν τον δρόμο σε συνταγματικές παραβιάσεις και εμπεδώνουν έναν «συνταγματικό μιθριδατισμό».
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πηγή: Αναδημοσίευση από τη στήλη “Νέες εποχές” της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ, 16.07.2023