Συνταγματικές και πολιτειολογικές διαστάσεις (17:00-18:30)
Συντονισμός: Ξενοφών Κοντιάδης
Η συνταγματική αντιμετώπιση του εχθρού της Δημοκρατίας, Σπύρος Βλαχόπουλος (Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ΕΚΠΑ)
Η προβληματική που πραγματεύεται η εισήγηση αφορά το γενικότερο θέμα της στάσης μιας δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της. Πρέπει να τους αντιμετωπίζει με τα μέσα του ποινικού δικαίου ή του εκλογικού νόμου; Επιτρέπεται να αποκλείει υποψηφίους και εκλογικούς σχηματισμούς από την κρίση του εκλογικού σώματος και, εάν ναι, με ποια κριτήρια; Ποιος αποφασίζει για όλα αυτά τα θέματα; Το Σύνταγμα, ο κοινός νομοθέτης (η Βουλή) ή ο δικαστής; Μέχρι ποιο σημείο μπορεί μια δημοκρατία να διευρύνει τις απαγορεύσεις των πολιτικών δικαιωμάτων, ώστε να προλάβει ενδεχόμενες απόπειρες καταστρατήγησης του νόμου από τους εχθρούς της; Μήπως έτσι κινδυνεύει όχι μόνο να θέσει υπό αμφισβήτηση τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της, αλλά και να διαμορφώσει μια πρακτική που μπορεί να εφαρμοσθεί εις βάρος άλλων πολιτικών φορέων και σε άλλες συγκυρίες; Το θέμα δεν έχει βέβαια μόνον αυστηρώς συνταγματικές διαστάσεις, οι οποίες αναπτύχθηκαν στον δημόσιο διάλογο που προηγήθηκε των πρόσφατων ελληνικών βουλευτικών εκλογών. Έχει και ευρύτερες δικαιοπολιτικές όψεις που σχετίζονται με το πολιτειακό ιδεότυπο και την επιτυχία ή μη του μοντέλου της μαχητικής δημοκρατίας, όπως προκύπτει λ.χ. από την εμπειρία της Γερμανίας και, πιο πρόσφατα, της Ελλάδας.
Ποιος είναι τελικά ο φύλακας του ελληνικού Συντάγματος;, Δήμητρα Μαρέτα (Διδάκτωρ Πολιτικής Θεωρίας)
Ο τελευταίος ένας χρόνος πριν από τις εθνικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2023 χαρακτηρίστηκαν από δύο ιδιαίτερης σημασίας υποθέσεις, τις υποκλοπές και τις τροπολογίες Γεραπετρίτη/Βορίδη για τον αποκλεισμό του Ηλία Κασιδιάρη και του κόμματός του Έλληνες για την Πατρίδα από τις εκλογές αυτές. Στη βάση της επικρατέστερης ανάγνωσης ότι και στις δύο υποθέσεις η έννομη συνταγματική και δημοκρατική τάξη παραβιάστηκε από την κυβέρνηση, και δεδομένης της μη υπεράσπισής της τόσο από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας όσο και από τη δικαιοσύνη, δημιουργήθηκε ένα κενό ως προς την προστασία του Συντάγματος. Ενώ αντιπολίτευση, ανεξάρτητες αρχές και συνταγματολόγοι θεωρήθηκαν ως υπερασπιστές του, τον ρόλο του φύλακα του Συντάγματος και της δημοκρατίας διεκδίκησε, επίσης, ο Κασιδιάρης. Παρουσιάζοντας τη ρητορική του Κασιδιάρη για τις δύο αυτές υποθέσεις και ειδικά για τις τροπολογίες Γεραπετρίτη/Βορίδη, θα εξετάσουμε πώς αυτή η ρητορική αρθρώνεται ώστε να εμφανιστεί ως ο μοναδικός φύλακας της δημοκρατίας και του Συντάγματος ο Κασιδιάρης, θέτοντας έτσι δύο βασικά ερωτήματα: Κατ’ αρχάς, πώς οι παραβιάσεις του Συντάγματος από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία επιτρέπουν να εμφανιστεί ως φύλακάς του ο βασικός και αναμφισβήτητος –αυτή την εποχή– ηγέτης του (νέο)φασιστικού χώρου στην Ελλάδα και, δεύτερον, πώς οι τρέχουσες εκδοχές του φασισμού αντλούν επιχειρήματα και ιδέες από την κλασική θεωρία και πρακτική του φασισμού.
Ζητήματα συνταγματικής θεωρίας από την πρόσφατη ερμηνεία του άρθρου 29 του Συντάγματος, Γιάννης Τασόπουλος (Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ΕΚΠΑ)
H απόφαση του ΑΠ 8/2023 θέτει ενδιαφέροντα ζητήματα συνταγματικής θεωρίας, όπως είναι η σχέση του Συντάγματος με την ιστορία, η μεταβολή της ερμηνείας των διατάξεων στον χρόνο με την εξέλιξη των συνθηκών κ.λπ. Η απόφαση είναι σημαντική επειδή αφενός θέτει το ζήτημα της ιστορικής συγκυρίας που οδήγησε στην ιστορική ερμηνεία του άρθρ. 29 και της αλλαγής της μετά από την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής, συνεπεία της οικονομικής κρίσης, αφετέρου δε προσφέρει την αφορμή στην επιστήμη να τοποθετηθεί πάνω στις θεωρητικές αναφορές και αναγωγές του δικαστή.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι λάθος να προσεγγίσουμε το ζήτημα υπό το φως της συζήτησης για την ιστορική ερμηνεία του Συντάγματος, ό,τι δηλαδή στην αμερικανική θεωρία είναι γνωστό ως originalism ή για τις αντιλήψεις για το ζωντανό Σύνταγμα (living constitution).
Η αναθεώρηση της πάγιας ερμηνείας του Συντάγματος με βάση τον κοινωνιολογισμό και τη νομικοπολιτική ερμηνεία της συγκυριακής ιστορικής πραγματικότητας κατά τρόπο που εκφράζει τις κατά καιρούς κυμαινόμενες πολιτικές απόψεις του ενός ή του άλλου ερμηνευτή, στο όνομα της ιστορίας, οδηγεί σε πλήρη υποβάθμιση της αυστηρότητας του Συντάγματος και σε ανασφάλεια δικαίου, ανοίγει δε τον δρόμο για ακραίο συνταγματικό υποκειμενισμό. Κάθε ερμηνευτής αντλεί μέσα από την πολιτική ερμηνεία της ιστορίας τα κανονιστικά συμπεράσματα που προτιμά σε σχέση με το Σύνταγμα, μερικές φορές αναλόγως και των κομματικών καταβολών του.
Η εισήγηση προσφέρει μια διαφορετική πρόταση στη θεωρητικά λανθασμένη ως άνω κοινωνιολογίζουσα και “ιστορικιστική” νομικοπολιτική προσέγγιση της ερμηνείας του Συντάγματος σε σχέση με το άρθρο 29 παρ. 1.
Τα όρια του πολιτικού λόγου των δημοσίων προσώπων, Βασιλική Χρήστου (Επίκ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ)
Κατά την εκφορά πολιτικού λόγου από τα δημόσια πρόσωπα αναμένουμε μια υπεύθυνη στάση, είτε γιατί τα δημόσια πρόσωπα καλούνται να εκφράσουν όψεις του δημοσίου συμφέροντος και να αντιπροσωπεύσουν και τους άλλους, είτε γιατί βρίσκονται πολύ κοντά στον κρατικό μηχανισμό και ο λόγος τους εύκολα μπορεί να μετουσιωθεί σε πράξη και να προκαλέσει βλάβη. Όσο για τα πολιτικά κόμματα, αυτά βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ κοινωνίας των πολιτών και κράτους. Συντελούν σημαντικά στον μετασχηματισμό της βούλησης των πολιτών σε βούληση του κράτους. Γι’ αυτό η ευθύνη τους είναι μεγαλύτερη από ό,τι η ευθύνη ενός απλού σωματείου και είναι ανάλογη της μεγαλύτερης βλάβης την οποία μπορεί να προκαλέσουν.
Η βλάβη είναι κατάδηλη και συγκεκριμένη στην περίπτωση ναζιστικών, παραστρατιωτικών μορφωμάτων, που παραβιάζουν τον ποινικό κώδικα ακόμη και με την τέλεση ανθρωποκτονιών. Είναι, όμως, ανησυχητική και η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, η οποία μπορεί να συμπαρασύρει στο να καταστεί ο ξενοφοβικός λόγος θεσμικός λόγος, καθώς και διάχυτη στην κοινωνία μια κουλτούρα αδιαφορίας για τον άλλον και φοβίας απέναντι στο διαφορετικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ζήτημα είναι προεχόντως πολιτικό, ένα ζήτημα που πρέπει να επιλύσει η δημοκρατία και οι δημόσιες πολιτικές. Από την άλλη, το δίκαιο και ιδίως το Σύνταγμα σε ποια σημεία θα μπορούσε να παρέμβει ή να μας ευαισθητοποιήσει; Ποιες θεσμικές παρεμβάσεις είναι δυνατές ή και απαραίτητες στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας;
Πού “συμβιβάζεται” ο Μεταφασισμός και πού δίνει τον αγώνα του στην Ευρώπη σήμερα, Δημήτρης Χριστόπουλος (Κοσμήτορας Σχολής Πολιτικών Επιστημών, Καθηγητής Πολιτειολογίας Παντείου Πανεπιστημίου)
Η Ακροδεξιά στην Ευρώπη συμβιβάζεται. Κερδίζει ζωτικό χώρο στη μάχη των ιδεών αλλά παραχωρεί αντίστοιχο χώρο σε δύο κρίσιμους τομείς: Την οικονομική-νομισματική πολιτική και την εξωτερική πολιτική. Πλέον το ευρώ δεν κινδυνεύει από την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά. Ούτε θεμελιώδεις γεωπολιτικές επιλογές της Ευρώπης τίθενται σε διαβούλευση όπως κάποτε: Οι σημερινοί ευρωπαίοι μεταφασίστες και με τη νομισματική ένωση τα έχουν βρει και τις θεμελιακές επιλογές εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας δεν θέτουν σε κρίση, είτε αυτό αφορά τη Ρωσία, είτε τη Μέση Ανατολή. Οι ευρωπαίοι μεταφασίστες έχουν καταφέρει να συνυπάρχει στην ψυχή τους ο αντισημιτισμός και η λατρεία στο κράτος του Ισραήλ. Οι συμβιβασμοί αυτοί όμως δεν είναι ανώδυνοι. Διεκδικούν και κερδίζουν τη μάχη των «ταυτοτήτων», τις πολιτικές της μνήμης και φυσικά έχουν ολοκληρωτικά θέσει την ατζέντα στο μεταναστευτικό-προσφυγικό.
Ενώπιον αυτής της νέας συγκυρίας, χρειάζεται μια ολοκληρωμένη πολιτική, τόσο στο κοινωνικό, όσο και στο θεσμικό και το ιδεολογικό πεδίο.