- Με την υπ’ αριθμ. 364/2023, από 10 Σεπτεμβρίου 2023, απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανακηρύχθηκαν οι συνδυασμοί που θα συμμετάσχουν στις αυτοδιοικητικές εκλογές της 8ης Οκτωβρίου 2023. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο συνδυασμός «Ελεύθεροι Αθηναίοι», με επικεφαλής, και υποψήφιο Δήμαρχο Αθηναίων, τον Ηλία Κασιδιάρη, πρώην δημοτικό σύμβουλο και πρώην βουλευτή, πρωτοδίκως καταδικασμένο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και εκτίοντα ποινή φυλάκισης στις φυλακές Δομοκού εν αναμονή έκδοσης της εφετειακής απόφασης.
- Η ως άνω ανακήρυξη, συνδυασμού και προσώπου, είναι, υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ορθή. Ως προσόντα εκλογιμότητας δημάρχου, ο νόμος (ν. 3852/2010, γνωστός ως «Καλλικράτης», όπως ισχύει) ορίζει, στο άρθρο 13 παρ. 1, τα εξής τρία: την ιδιότητα του δημότη, τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας και την ικανότητα του εκλέγειν. Η τελευταία προσδιορίζεται από το συνδυασμό των άρθρων 55 παρ. 1 και 51 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιτρέπουν τη στέρηση του ως άνω δικαιώματος μόνο ως συνέπεια «αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα», ενώ και ο ίδιος ο ν. 3852 συνδέει τα κωλύματα εκλογιμότητας στις αυτοδιοικητικές εκλογές μόνο με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση (άρθρο 14 παρ. 3). Ελλείψει, συνεπώς, αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του συγκεκριμένου υποψηφίου δημάρχου, και ελλείψει άλλης «παρακωλυτικής» διάταξης, η υποψηφιότητα του είναι νόμιμη και η απόφαση του πρωτοδικείου «μονόδρομος».
- Η κυβέρνηση απέρριψε ρητά την περίπτωση ψήφισης «παρακωλυτικής διάταξης», όπως αυτή που είχε «περάσει» και ισχύσει για τις βουλευτικές εκλογές: άρθρο 102 ν. 5019/2022, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε να απαγορευτεί, όπως και έγινε, από το αρμόδιο «δικαστήριο των συνδυασμών», η υποψηφιότητα προσώπου που είχε καταδικαστεί, έστω πρωτοδίκως, για ορισμένα σοβαρά και στρεφόμενα κατά της δημοκρατίας εγκλήματα, ανάμεσα στα οποία και η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η συνταγματικότητα του ως άνω «αποκλεισμού για λόγους δημοκρατίας χωρίς αμετάκλητη καταδίκη» δεν έχει κριθεί δικαστικά, αφού παρεμφερές αλλά διακριτό είναι το ζήτημα της διακοπής της χρηματοδότησης κομμάτων που συνδέονται με εγκληματικές πράξεις, με διάταξη νόμου (άρθρο 23 ν. 4203/2013), η οποία κρίθηκε συνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομελ. 518/2015) και εφαρμόστηκε για τη «Χρυσή Αυγή». Θα μπορούσε να θεωρηθεί, πάντως, ότι η συνταγματικότητα τέτοιου είδους «περιορισμών» στηρίζεται στο άρθρο 29 του Συντάγματος (τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να «εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος») και σε σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που επιτρέπει περιορισμούς – σεβόμενους τον πλουραλισμό και την αρχή της αναλογικότητας- στη συμμετοχή κομμάτων και προσώπων για λόγους υπεράσπισης της δημοκρατίας (ιδίως απόφαση Herri Batasuna, 2009 – βλ. αναλυτικά τη διπλωματική εργασία της Μ. Αρετάκη, «Το δίλημμα της Δημοκρατίας: η απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων με οδηγό τη νομολογία του ΕΔΔΑ», 2016). Δυο κοινοβουλευτικά κόμματα της παρούσας Βουλής, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, κατέθεσαν πρόταση νόμου για την εισαγωγή παρόμοιας διάταξης με ισχύ στις αυτοδιοικητικές εκλογές, κάτι που δεν έγινε δεκτό από την κυβέρνηση, με χρήση κυρίως του επιχειρήματος ότι «στις βουλευτικές εκλογές δεν υπήρχε νομοθετικό πλαίσιο που να προστατεύει τη Βουλή από ανθρώπους που έχουν καταδικαστεί για τέτοιες εγκληματικές πράξεις … αντιθέτως στην τοπική αυτοδιοίκηση υπάρχει: εάν εκλεγεί οποιοσδήποτε έχει καταδικαστεί έστω και σε πρώτο βαθμό τίθεται αυτομάτως σε αργία … με δυο λόγια υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο που προστατεύει την τοπική αυτοδιοίκηση και σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό» (κυβερνητικός εκπρόσωπος, στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, 11/9/2023)
- Η ως άνω θέση και στάση είναι, κατά τη γνώμη μου, νομικά και πολιτικά λανθασμένη για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:
α) από τη στιγμή που η Πολιτεία, υπό την ίδια μάλιστα κυβερνητική πλειοψηφία, επέλεξε την οδό της «μαχόμενης δημοκρατίας» και απαγόρευσε σε πρόσωπα καταδικασμένα για σοβαρά και σχετιζόμενα με τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος εγκλήματα τη συμμετοχή στις εκλογές, δεν δικαιολογείται «διακοπή» αυτής της στάσης ειδικά για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, τις οποίες το Σύνταγμά μας, αλλά και η δημοκρατική λογική, δεν διαχωρίζει από τις βουλευτικές εκλογές,
β) με τη διάταξη του άρθρου 236α του ν. 3852/2010, που είναι εκείνη που στηρίζει την αναφορά του κυβερνητικού εκπροσώπου περί ύπαρξης «προστατευτικού πλαισίου», καταδικασμένο πρόσωπο που εξελέγη στις αυτοδιοικητικές εκλογές τίθεται αυτοδικαίως σε αργία. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη, «εάν εκδοθεί τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου … ή καταδικαστική απόφαση σε πρώτο βαθμό για κακουργήματα, ο επόπτης ΟΤΑ οφείλει να θέσει τον καταδικασθέντα σε κατάστασης αργίας». «Αργία», όμως, δεν σημαίνει μη εκλογή, αλλά προσωρινή, εξαρτώμενη από την έκβαση της κύριας δίκης, μη συμμετοχή στα όργανα στα οποία το πρόσωπο εξελέγη. Αυτό είναι ουσιαστικά και ποιοτικά εντελώς διαφορετικό από τη μη εκλογή, που μόνη «προστατεύει» τη δημοκρατία, όταν βέβαια έχουν λάβει χώρα πράξεις μεγάλης δημοκρατικής απαξίας. Με επαπειλούμενη (άρα μελλοντική) ποινή την «αργία», το πρόσωπο που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της δημοκρατικής απαξίας, θεμελιωμένα μέσω δικαστικής απόφασης, έχει δικαίωμα να «μετρηθεί» σε εκλογές, με τους όρους της δημοκρατίας την οποία παραβίασε με τις πράξεις του, ενδεχομένως να εκλεγεί, με όλα τα προνόμια – υλικά και πολιτικά – που αυτό συνεπάγεται, και συγχρόνως να εκλεγούν μαζί του και υπό το όνομά του πρόσωπα που δεν θα τεθούν σε αργία αλλά θα συμμετάσχουν στα όργανα και θα προωθούν τις απόψεις του αρχηγού τους. Τίποτα δεν δικαιολογεί να επιτραπεί να συμβεί κάτι τέτοιο.
- Ο κύβος πάντως ερρίφθη: η Πολιτεία είχε χρόνο να ζυγίσει τα πράγματα και να περάσει νομοθετική ρύθμιση ως τη στιγμή της ανακήρυξης των συνδυασμών. Από τη στιγμή που έλαβε χώρα η ανακήρυξη, ενδεχόμενη «παρεμβολή» στην εκλογική διαδικασία θα την έβλαπτε περισσότερο από ό,τι θα την «προστάτευε». Πλέον η έκβαση είναι αποκλειστικά στα χέρια των εκλογέων – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να κριθεί, και μάλιστα αυστηρά, η συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή.
Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς