Α. Το συνταγματικό πλαίσιο.
Το πρώτο συνταγματικό ζήτημα που έθεσαν οι εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και Ιουνίου 2023, αφορά τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων. Η προβληματική που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, ισχύει και για την απαγόρευση καθόδου πολιτικών κομμάτων στις βουλευτικές εκλογές. Γιατί προφανώς σκοπός ενός πολιτικού κόμματος είναι η συμμετοχή του στις εκλογές και η ανάδειξη βουλευτών. Η απάντηση στο ζήτημα αυτό συνδέεται με το γενικότερο θέμα της στάσης μιας Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της. Πρέπει να τους αντιμετωπίζει με τα μέσα του ποινικού δικαίου ή του εκλογικού νόμου; Επιτρέπεται να αποκλείει υποψηφίους και εκλογικούς σχηματισμούς από την κρίση του εκλογικού σώματος και, εάν ναι, με ποια κριτήρια; Ποιος αποφασίζει για όλα αυτά τα θέματα; Το Σύνταγμα, ο κοινός νομοθέτης (η Βουλή) ή ο δικαστής; Όλα αυτά τα ζητήματα απασχολούν εδώ και δεκαετίες το σύγχρονο συνταγματικό δίκαιο, τέθηκαν όμως εκ νέου μετά την απόφαση του Εφετείου Αθηνών για τη Χρυσή Αυγή.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το ισχύον Σύνταγμα του 1975 δεν προβλέπει τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, π.χ. στη Γερμανία. Η απαγόρευση, με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, των πολιτικών κομμάτων «των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος» προβλεπόταν στο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος[1], αποσύρθηκε όμως ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Άρα, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αγνόησε το θέμα της απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων. Το αντιμετώπισε και συνειδητά απέρριψε τη δυνατότητα αυτή.
Η θεσμοθέτηση της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων ή καθόδου τους στις βουλευτικές εκλογές όταν κάποιο από τα ηγετικά στελέχη τους έχει καταδικασθεί, έστω και πρωτόδικα, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, θα μπορούσε ενδεχομένως να βρει ένα στήριγμα στο άρθρο 29 παρ. 1 Συντ που ορίζει ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο, το Σύνταγμα δεν μπορεί να ερμηνεύεται με εφήμερους όρους και, επίσης, η μέθοδος υπεράσπισης της Δημοκρατίας μας δεν είναι δυνατό να διαφοροποιείται ανάλογα με τα πολιτικά επίδικα κάθε ιστορικής συγκυρίας. Σε αντίθετη περίπτωση, η κανονιστική δύναμη των συνταγματικών διατάξεων θα υποχωρούσε, καθώς θα αναγνωριζόταν de facto η δυνατότητα κάθε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να τροποποιεί με νομοθετική ρύθμιση το περιεχόμενό τους. Κατά συνέπεια, αν συμφωνούμε ότι το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται με μεθοδολογική συνέπεια και με το βλέμμα στραμμένο όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο μέλλον, οφείλουμε να δώσουμε αρνητική απάντηση στο ερώτημα, εάν το ισχύον Σύνταγμα επιτρέπει την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων ή, τουλάχιστον, την κάθοδό τους στις βουλευτικές εκλογές.
Μα, θα μπορούσε να αντιλέξει κανείς, οι εποχές έχουν αλλάξει. Όπως δέχθηκε και ο Άρειος Πάγος στις υπ’ αρ. 8/2023 και 95/2023 αποφάσεις του για τις οποίες θα γίνει λόγος και αργότερα, η «εκφρασθείσα στο παρελθόν πρόθεση του Έλληνα συντακτικού νομοθέτη να απαγορεύσει το μείζον, δηλαδή τη λειτουργία ενός κόμματος … που η δράση του τείνει στην ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος είχε εκδηλωθεί με ρητό τρόπο κατά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975. Το γεγονός ότι τότε αποσύρθηκε ύστερα από τις αντιδράσεις των τότε κομμάτων της αντιπολίτευσης εναρμονιζόταν με τις τότε επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, κατά τις οποίες η Ελλάδα εξερχόταν από την επτάχρονη δικτατορία και υπήρχε δικαιολογημένη δυσπιστία προς τον πραγματικό σκοπό του συντακτικού νομοθέτη για την για πρώτη φορά μεταδικτατορική λειτουργία της ελληνικής δημοκρατίας. Οι συνθήκες εκείνες επέβαλλαν τότε την άρνηση της απαγόρευσης των κομμάτων … Υπό τις παρούσες όμως κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, μετά από πεντηκονταετή περίπου ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτικού δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα, και εν όψει του ότι έχει ήδη εκδηλωθεί δράση αντίθετη σε αυτό μπορούν να θεσπιστούν από το νομοθέτη τα απολύτως αντικειμενικά κριτήρια, βάσει των οποίων είναι δυνατός ο περιορισμός ή ο αποκλεισμός από την εκλογική διαδικασία ενός πολιτικού κόμματος, που παραβιάζει τον συνταγματικό κανόνα ότι το πολιτικά κόμματα οφείλουν να υπηρετούν το δημοκρατικό πολίτευμα». Όπως όμως έχει τονισθεί σε ανύποπτο χρόνο, η δυνατότητα, άμεσης ή έμμεσης, απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων δεν μπορεί να εισαχθεί ούτε μέσω μιας «δυναμικής ερμηνείας» του Συντάγματος. «Ένα πρόσθετο όριο μπορεί να προκύψει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης ή αναθεώρησης του Συντάγματος, όταν από αυτές συνάγεται η αναμφισβήτητη βούληση του συντακτικού ή αναθεωρητικού νομοθέτη να μην ισχύσει μια συγκεκριμένη ρύθμιση Όταν, λ.χ., στις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος του 1975 απορρίφθηκε η κυβερνητική πρόταση για τη δυνατότητα απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων, δεν επιτρέπεται η δυνατότητα αυτή να θεσπισθεί μέσω της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος»[2].
Συμπερασματικά: Αν δεν μας αρέσει το μοντέλο της ανεκτικής δημοκρατίας, ας το πούμε ευθαρσώς και ας συζητήσουμε για την τροποποίηση της συνταγματικής διάταξης. Μέχρι τότε όμως, δεν μπορούμε με διατάξεις του κοινού νόμου να οδηγούμαστε κατ’ ουσίαν στο ίδιο αποτέλεσμα που απέρριψε ο συντακτικός νομοθέτης το 1975, δηλαδή στην απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων. Ας αναρωτηθούμε επίσης: Μέχρι ποιο σημείο μπορεί μια δημοκρατία να διευρύνει τις απαγορεύσεις των πολιτικών δικαιωμάτων, ώστε να προλάβει ενδεχόμενες απόπειρες καταστρατήγησης του νόμου από τους εχθρούς της; Μήπως έτσι κινδυνεύει όχι μόνο να θέσει υπό αμφισβήτηση τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της, αλλά και να διαμορφώσει μια πρακτική που μπορεί να εφαρμοσθεί εις βάρος άλλων πολιτικών φορέων και σε άλλες συγκυρίες;[3]
Ενισχυτικά προς όλα τα ανωτέρω, θα πρέπει να τονισθεί ότι και εκεί όπου υιοθετήθηκε η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, το μοντέλο αυτό αποδείχθηκε ανεπιτυχές. Εκτός βέβαια από την Τουρκία, το παράδειγμα της Γερμανίας είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Εκεί, στη μακρινή δεκαετία του 1950 απαγορεύτηκαν το κομμουνιστικό και ένα εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα με απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, για να επανιδρυθούν με παραπλήσια ονομασία λίγο καιρό αργότερα. Μάλιστα, μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, του έτους 2017, διαπίστωσε μεν ότι ένα ακροδεξιό κόμμα έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, πλην όμως δεν το απαγόρευσε, επειδή τη στιγμή εκείνη δεν αποτελούσε πραγματική απειλή για τη Δημοκρατία. Η βαθύτερη, αν και ανομολόγητη, σκέψη του Δικαστηρίου είναι ότι τους εχθρούς της Δημοκρατίας τους μάχεσαι, αλλά δεν τους αντιμετωπίζεις με αναποτελεσματικές απαγορεύσεις που λειτουργούν περισσότερο ως διαφήμιση.
Β. Και η πικρή απάντηση της πραγματικότητας.
Ο νομοθέτης αγνόησε τις προειδοποιήσεις μεγάλου μέρους της θεωρίας και κατέληξε στην ακόλουθη ρύθμιση του άρθρου 32 παρ. 1 του π.δ. 26/2012 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 102 του ν. 5019/2023 τον Φεβρουάριο του 2023 και τροποποιήθηκε, δύο μήνες μετά και λίγο πριν από τις εκλογές του Μαΐου 2023, με το άρθρο 35 του ν. 5043/2023: «1. … Για την κατάρτιση συνδυασμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) … β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και η πραγματική ηγεσία του κόμματος να μην έχουν καταδικασθεί σε οποιονδήποτε βαθμό σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1 – 6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, ή σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισύρουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών, σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής και υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, η πραγματική ηγεσία έχει την έννοια ότι πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους της διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα. γ) Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. H κρίση περί του ότι η δράση του πολιτικού κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δύναται να λάβει χώρα μόνο όταν υφίσταται καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα των άρθρων 134, 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα. Στην περίπτωση συνασπισμού κομμάτων οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για καθένα από τα κόμματα που απαρτίζουν τον συνασπισμό. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, στη σύνθεση του οποίου συμμετέχουν ο Πρόεδρος αυτού και όλα τα μέλη του, το οποίο λαμβάνει ή δύναται να ζητεί σχετική τεκμηρίωση από τις κατά περίπτωση αρμόδιες δικαστικές ή άλλες αρχές»[4].
Η διάταξη αυτή κρίθηκε συνταγματική, με κύρια βάση το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ και με την προπαρατεθείσα αιτιολογία, με την υπ’ αρ. 8/2023 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (για τις εκλογές του Μαΐου 2023) που απέκλεισε τη συμμετοχή του κόμματος «Έλληνες», η ίδια δε θέση επαναλήφθηκε με την υπ’ αρ. 95/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (για τις εκλογές του Ιουνίου 2023, χωρίς τη συμμετοχή αυτή τη φορά των «Ελλήνων»). Αξίζει πάντως να σημειωθεί η μειοψηφία ενός μέλους του Δικαστηρίου, το οποίο, μεταξύ άλλων, δέχθηκε ότι «κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη [ΑΠ (Α΄ τμήμα) 590/2009 και – με παρεμπίπτουσα αναφορά – ΑΠ (Β΄τμήμα) 993/2017], από την προαναφερόμενη διάταξη διαφαίνεται η πρόθεση του συνταγματικού (συντακτικού/αναθεωρητικού) νομοθέτη να αποφευχθεί κάθε επέμβαση νομοθετική ή δικαστική στη λειτουργία των κομμάτων και δεν είναι επιτρεπτή η (αναγκαστική) διάλυση πολιτικού κόµµατος που έχει νοµίµως ιδρυθεί». Η ίδια, εξάλλου, μειοψηφία τόνισε ότι «σχετική πρόταση στο Κυβερνητικό Σχέδιο Αναθεώρησης του Συντάγματος στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή το 1975, που θα προέβλεπε την απαγόρευση κόμματος με δικαστική απόφαση και λειτουργία των κομμάτων υπό την επιφύλαξη του νόμου, κατά τα πρότυπα του άρθρου 21 παρ. 2 … του Θεμελιώδους Νόμου (GG) της Βόννης του 1949, αποσύρθηκε, κατόπιν των έντονων αντιδράσεων όλων των λοιπών κομμάτων [Πρακτικά της Β΄ υποεπιτροπής του Συντάγματος (1975), σελ. 506], ως δυσχερέστατα εφαρμόσιμη και επικίνδυνη για την ίδια την υπόσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, επιπλέον δε, στις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις του Συντάγματος (1986/2001/2008/2019) – εκ των οποίων, μάλιστα, η τελευταία πρόσφατη χρονικά – ο συντακτικός/αναθεωρητικός νομοθέτης δεν θέλησε να αναθεωρήσει τη διάταξη αυτή (29 παρ. 1) του Συντάγματος [ως προς το να παύσει να είναι lex imperfecta και να προβλέψει περιορισμούς στην οργάνωση και δράση των κομμάτων, έστω με τη μορφή της επιφύλαξης νόμου, δηλαδή με το να μετατρέψει τον προγραμματικό της χαρακτήρα σε κανονιστικό], το οποίο είχε τη δυνατότητα να πράξει (αφού η εν λόγω διάταξη του Συντάγματος δεν εμπίπτει στις μη αναθεωρητέες διατάξεις του άρθρου 110 παρ.1 Σ) εφόσον έκρινε ότι είχε, εν τω μεταξύ, προκύψει τέτοια επιτακτική ανάγκη».
Η συνέχεια είναι γνωστή και πολύ πικρή. Ο αρχηγός των αποκλεισθέντων «Ελλήνων», μετά την ανακήρυξη των υποψηφίων συνδυασμών στις εκλογές του Ιουνίου 2023, δήλωσε την υποστήριξή του στο κόμμα «Σπαρτιάτες», το οποίο έλαβε το 4,63% των ψήφων πανελλαδικά.
Γ. Το ένα λάθος δεν διορθώνεται με μεγαλύτερο λάθος. «Σπαρτιάτες» και «Αθηναίοι».
Η εκλογική επιτυχία των Σπαρτιατών στις εκλογές του Ιουνίου 2023 έθεσε το περαιτέρω ζήτημα, εάν μπορεί εκ των υστέρων να κριθεί παράνομη συμμετοχή τους στις εκλογές με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Το Σύνταγμα στο άρθρο 100 προβλέπει ότι «Συνιστάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται: α) H εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58». Στο δε άρθρο 58 του Συντάγματος ορίζεται ότι ο «έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων, ανατίθεται στο Aνώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100». Με βάση τη γραμματική διατύπωση του Συντάγματος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει εκ των υστέρων, κατόπιν υποβολής ένστασης, την παραβίαση του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012 περί συμμετοχής συνδυασμού με πραγματική ηγεσία πρόσωπο που έχει καταδικασθεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Πάντως, και η δυνατότητα αυτή εύλογα αμφισβητείται, δεδομένου μάλιστα ότι ο κοινός νομοθέτης δεν φαίνεται να θέλησε τον διαρκή έλεγχο της εν λόγω απαγόρευσης και μετά τη διεξαγωγή των εκλογών.
Κυρίως όμως ανακύπτει η ακόλουθη προβληματική: Όσοι υπαινίσσονται μια εκ των υστέρων απόφαση του ΑΕΔ για παράνομη συμμετοχή των Σπαρτιατών στις εκλογές του Ιουνίου 2023, έχουν σκεφτεί ποιες θα είναι οι έννομες συνέπειες μιας τέτοιας δικαστικής κρίσης; Οι συνέπειες αυτές δεν μπορεί βέβαια να είναι, η έκπτωση των βουλευτών των «Σπαρτιατών» και η κατανομή των εδρών τους αναλογικά στα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Όχι μόνο γιατί δεν υφίσταται νομοθετική βάση για κάτι τέτοιο (πως θα γίνει η κατανομή; τι θα γίνει με τα δεκαδικά και τις στρογγυλοποιήσεις των διαιρέσεων;), αλλά και γιατί συνιστά προφανή παραβίαση της δημοκρατικής αρχής και αλλοίωση της λαϊκής βούλησης, να ψηφίζει ένας πολίτης το κόμμα Α και η ψήφος του να πηγαίνει υπέρ του κόμματος Β. Ας θυμηθούμε επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υποθέσεις Λυκουρέζος και Πασχαλίδης κατά Ελλάδος) είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο σε εκ των υστέρων επέμβαση της δικαστικής ή νομοθετικής, ακόμα και της αναθεωρητικής, εξουσίας στη σύνθεση της Βουλής που έχει ήδη εκλεγεί.
Εάν λοιπόν το ΑΕΔ αποφασίσει ότι παρανόμως συμμετείχε ένα κόμμα στις εκλογές, τότε κανονικά θα πρέπει να επαναληφθούν οι εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του κόμματος αυτού. Γιατί βεβαίως δεν γνωρίζουμε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών εάν δεν συμμετείχε το κόμμα αυτό[5]. Θέλουμε πραγματικά κάτι τέτοιο; Και πως θα διασφαλιστεί ότι στις επόμενες εκλογές δεν θα επαναληφθεί το ίδιο με κάποιους «Αθηναίους» αντί για «Σπαρτιάτες»;
Δ. Αντί επιλόγου.
Και μια καταληκτική παρατήρηση: Το συνταγματικό κείμενο θα πρέπει να ερμηνεύεται με σεβασμό, ιδίως από την κοινότητα των συνταγματολόγων. Το κάθε Σύνταγμα αποτελεί την κατάληξη της άσκησης της κορυφαίας πολιτειακής λειτουργίας, της συντακτικής εξουσίας του λαού. Η κάθε λέξη στο συνταγματικό κείμενο έχει την ιστορία της, τη βαρύτητα και τη σημασία της. Τα επιχειρήματα του τύπου «δεν πειράζει, ας λέει το Σύνταγμα το αντίθετο, έχουν αλλάξει πλέον οι εποχές» ή του τύπου «αυτά δεν έχουν σημασία, κρίθηκαν με τις εκλογές», είναι εξαιρετικά επικίνδυνα. Όχι μόνο επειδή δημιουργούν πλήρη ανασφάλεια δικαίου και αφαιρούν κάθε κανονιστικότητα από το συνταγματικό κείμενο. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνα επειδή ανοίγουν τον δρόμο σε συνταγματικές παραβιάσεις και εμπεδώνουν έναν «συνταγματικό μιθριδατισμό».
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
* Προδημοσίευση από το περιοδικό “Δικαιώματα του Ανθρώπου”
Υποσημειώσεις:
[1] Η αρχική διατύπωση του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος (τότε άρθρου 12 και πλέον άρθρου 29 στο ισχύον Σύνταγμα) είχε ως ακολούθως:: «1. Οι Έλληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να ιδρύουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος. 2. Νόμος ορίζει τα της οργανώσεως και λειτουργίας των κομμάτων εντός δημοκρατικών πλαισίων. 3. Κόμματα, των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της Χώρας, τίθεται εκτός νόμου δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρον 100 του παρόντος Συντάγματος Δικαστηρίου». Είχε προηγηθεί (Φεβρουάριος 1963) η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης υπουργών-βουλευτών της τότε κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία έχει μείνει στη συνταγματική μας ιστορία ως «Βαθεία Τομή» και η οποία, μεταξύ άλλων, πρότεινε την αναθεώρηση των «εις το κεφάλαιον ‘περί της συντάξεως της Πολιτείας’ διατάξεων, προς κατοχύρωσιν της ουσιαστικής προστασίας της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος, δια της προβλέψεως της εκτός νόμου θέσεως, κατόπιν αποφάσεως του ούτινος προτείνεται η σύστασις Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, πολιτικών κομμάτων, η οργάνωσις των οποίων, οι σκοποί των ή τα υπ’ αυτών χρησιμοποιούμενα μέσα κατατείνουν εις την ανατροπήν των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος».
[2] Σπύρος Βλαχόπουλος, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος. Η προσαρμογή του συνταγματικού κειμένου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, εκδόσεις Ευρασία, 2014, σελ. 81.
[3] Χαρακτηριστικές, στο σημείο αυτό, είναι οι ακόλουθες αναπτύξεις του Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη συζήτηση του Συντάγματος του 1975: «Θα επαναλάβω τούτο. Αρκεί ο Ποινικός Κώδιξ. Λέγομεν ότι το φρόνημα είναι ελεύθερον. Λέγομεν ότι διώκεται η ποινική πράξη. Δεν αρκεί αυτό; Μα θα μου είπητε, θα αφήσωμεν ακόμα και γνωστής προελεύσεως ανθρώπους, οι οποίοι παρεβίασαν το Δημοκρατικό Πολίτευμα; Θα το δεχθήτε αυτό. Είμαι ο τελευταίος των ανθρώπων, ο οποίος επιθυμώ να το δεχθώ αυτό. Αλλά εάν πρόκειται να θεμελιώσωμε Δημοκρατικό Σύνταγμα, δεν θα πρέπη να αξιοποιούμε τις άμεσες και πικρές εμπειρίες δια να διαστρεβλώνωμε διατάξεις που πρόκειται να εγγυηθούν την ελευθερίαν της πολιτικής ζωής. Προτιμώ τη δυνατότητα να μπουν εις την πολιτική ζωή άνθρωποι οι οποίοι υπονομεύουν τον ελεύθερο βίο [παρά] να δώσω δύναμη εις την Πολιτεία να καταργή Κόμματα, τα οποία υπηρετούν την ελευθερία και τη Δημοκρατία, διότι εκεί καταλήγει το πράγμα και όπου επιχειρήθη αυτή η προσπάθεια, δεν επέτυχε » (Συνεδρίαση ΟΕ’ της 22-4-1975, σελ. 364).
[4] Η παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012 συνεχίζει ως ακολούθως: «Προς υποβοήθηση της κρίσης του, δικαίωμα να υποβάλουν υπόμνημα με στοιχεία τεκμηρίωσης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 34, έχουν: i) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων που έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στη Βουλή των Ελλήνων στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς του ίδιου κόμματος ή συνασπισμού, ii) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί, που έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου σε περίπτωση αυτεπάγγελτου ελέγχου ή υποβολής υπομνημάτων με στοιχεία τεκμηρίωσης για τα οριζόμενα, καλεί με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο το ελεγχόμενο κόμμα, να λάβει γνώση και να υποβάλει υπόμνημα με τις απόψεις του».
[5] Υπέρ αυτού συνηγορεί και το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 345/1976: «Το Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον παράβασιν νόμου περί την ενέργειαν της εκλογής, συνεπεία της οποίας γεννάται αμφιβολία περί του εάν το τελικόν αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήθελεν είναι το αυτό άνευ του διαπιστωθέντος ελαττώματος, αποφαίνεται άκυρον την ανακήρυξιν των καθ` ων η αίτησις βουλευτών ή αναπληρωματικών, η οποία καθίσταται αμφίβολος συνεπεία της εκλογικής παραβάσεως, και διατάσσει την επανάληψιν της ψηφοφορίας μεταξύ αυτών και των λοιπών υποψηφίων, η θέσις των οποίων δύναται να μεταβληθή εκ του αποτελέσματος αυτής και καθορίζει τούτους. Εις την περίπτωσιν ταύτην η επανάληψις της ψηφοφορίας διατάσσεται δια της ιδίας αποφάσεως είτε εις ολόκληρον την εκλογικήν περιφέρειαν είτε εις ωρισμένα τμήματα αυτής, αναλόγως της εκτάσεως της διαπιστωθείσης παραβάσεως».