Σημαντικές εξελίξεις στην νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνθέτουν ένα πλέγμα ερμηνείας που έχει καταστήσει πλέον την πίεση για την αναγνώριση γάμων ομοφύλων που συνάπτονται στο εξωτερικό αναπόφευκτη και για τις χώρες που δεν έχουν προβλέψει τη συγκεκριμένη δυνατότητα στο θετό τους δίκαιο, όπως η Ελλάδα.
Στην Taddeucci και McCall κατά Ιταλίας, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ιταλία που δεν χορηγούσε άδεια διαμονής στον νεοζηλανδό σύζυγο ιταλού πολίτη, με γάμο που είχε συναφθεί στην Ολλανδία. [ΕΔΔΑ, 4ο Τμήμα, υπόθεση Taddeucci και McCall κατά Ιταλίας (προσφυγή αρ. 51362/09), απόφαση της 30.6.2016 (τελική: 30.9.2016), προσβάσιμη στην ιστοθέση: https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-164201] Το κράτος είχε παραβιάσει την απαγόρευση διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού (14 ΕΣΔΑ) σε συνδυασμό με το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, αρνούμενο την άδεια διαμονής και διατηρώντας τελικά την καταναγκαστική υπερσυνοριακή απομάκρυνση έγγαμου ζευγαριού. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ενώ φαινομενικά η ιταλική απαγόρευση για όλα τα άγαμα ζευγάρια, ομόφυλα ή ετερόφυλα (σε αντίθεση με τα έγγαμα που είναι βέβαια μόνο ετερόφυλα στην Ιταλία), δεν εμφανίζει κάποια διαφοροποίηση που να εισάγει διάκριση, τελικά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι τα άγαμα ετερόφυλα ζευγάρια έχουν επιλέξει να παραμείνουν άγαμα, ενώ έχουν δικαίωμα του γάμου που θα τους οδηγήσει αυτομάτως στην κατηγορία εκείνη που δικαιούται άδεια διαμονής ο σύζυγος που δεν είναι πολίτης Ε.Ε. Αντίθετα, τα άγαμα ομόφυλα ζευγάρια δεν έχουν επιλέξει να παραμείνουν άγαμα, αλλά έχουν εξαναγκαστεί από το γεγονός ότι στην Ιταλία δεν προβλέπεται γάμος. Επομένως, ενώ τα ετερόφυλα ζευγάρια ήταν άγαμα από επιλογή, τα ομόφυλα ζευγάρια ήταν υποχρεωμένα από τον νόμο να παραμείνουν άγαμα και επομένως να αποστερηθούν του δικαιώματος άδειας διαμονής για τον ομόφυλο σύντροφο που ήταν πολίτης τρίτης χώρας. Πρόκειται για μια συνθήκη που καταγράφει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την έννοια της έμμεσης διάκρισης λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Το 2016 πάλι, στην Pajić κατά Κροατίας το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ομόφωνα έκρινε ότι η Κροατία σε αυτή την υπόθεση παραβίασε το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (σεβασμός ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), καθώς ενώ προέβλεπε το δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης για ετερόφυλα άγαμα ζευγάρια, δεν προέβλεπε το ίδιο δικαίωμα για ομόφυλα ζευγάρια που εκ των πραγμάτων μόνο άγαμα μπορούσαν να είναι. [ΕΔΔΑ, 2ο Τμήμα, υπόθεση της Pajić κατά Κροατίας (προσφυγή αρ. 68453/13), απόφαση της 23.2.2016 (τελική: 23.5.2016), προσβάσιμη στην ιστοθέση: https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-161061]. Σχηματίζεται έτσι ένα πάγιο σώμα νομολογίας που διαπερνά τα στενά όρια του ενωσιακού δικαίου ως προς τα δικαιώματα διαμονής των συζύγων και έχει εντοπίσει ένα θεμελιώδες δικαίωμα την διαμονή για λόγους οικογενειακής επανένωσης ερειδόμενο στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ, καθώς από το 2010 έχει κριθεί ότι οι σχέσεις των ομόφυλων ζευγαριών εντάσσονται στην έννοια της οικογενειακής ζωής (Schalk & Kopf κατά Αυστρίας) κι όχι απλώς της “ιδιωτικής ζωής”.
Από την άλλη πλευρά, το ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, στην υπόθεση C-673/16 Coman και Hamilton κατά Inspectoratul General pentru Imigrări, απόφαση της 5.6.2018, [προσβάσιμη στην ιστοθέση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62016CJ0673] έκρινε ότι ο “σύζυγος” κατά την έννοια της Οδηγίας 2004/38 είναι και ομόφυλος σύζυγος που είναι πολίτης χώρας εκτός Ε.Ε., αλλά έχει συνάψει γάμο με πολίτη της Ε.Ε. και θέλουν να μετακινηθούν από τη χώρα υποδοχής της Ε.Ε. στη χώρα προέλευσης του πολίτη της Ε.Ε. Σε αυτή την περίπτωση, το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει στο κράτος προέλευσης να αναγνωρίσει τη συζυγική σχέση, είτε το ίδιο έχει θεσπίσει νομοθεσία για γάμους ομοφύλων είτε όχι. Αντίστοιχα προς αυτή την κρίση του ΔΕΕ, το έτος 2020 ο Συνήγορος του Πολίτη έλαβε αναφορά από ομόφυλο ζευγάρι, παντρεμένο σε χώρα της ΕΕ, επειδή η αρμόδια υπηρεσία της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αρνήθηκε να παραλάβει αίτημα του ενός συζύγου, ο οποίος ήταν υπήκοος τρίτης χώρας, για χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη ΕΕ (Συνήγορος του Πολίτη, Ειδική έκθεση για την ίση μεταχείριση, Έτος 2020, σελ. 80-81.) Σύμφωνα με την καταγραφή της υπόθεσης στην Ειδική Έκθεση για την Ίση Μεταχείριση του Συνηγόρου του Πολίτη, κατά την προηγούμενη επικοινωνία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, το ζευγάρι είχε ενημερωθεί ότι ο σύζυγος, που ήταν πολίτης τρίτης χώρας, είχε το δικαίωμα να υποβάλει αίτημα ως μέλος οικογένειας πολίτη της ΕΕ. Όταν, όμως, εκείνος προσήλθε στην αρμόδια Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης για να καταθέσει αίτηση για τη χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής μέλους οικογένειας πολίτη της ΕΕ, η υπηρεσία τον ενημέρωσε ότι δεν είναι δυνατόν να του χορηγηθεί η άδεια διαμονής, αν δεν συνάψει με τον ήδη σύζυγό του, πολίτη κράτους μέλους της ΕΕ, σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι στην Ελλάδα δεν ισχύει ο γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. Επομένως, η όποια αμφιβολία σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης Coman & Hamilton του ΔΕΕ από την Ελλάδα επιβεβαιώνεται: η Ελλάδα υποχρεώνει έγγαμα ζευγάρια να συνάψουν ελληνικό σύμφωνο συμβίωσης προκειμένου να ασκήσουν θεμελιώδη δικαιώματα που διαθέτουν ούτως ή άλλως ως σύζυγοι από το ενωσιακό δίκαιο. Στην υπόθεση αυτή, ο Συνήγορος του Πολίτη απευθύνθηκε εγγράφως στην υπηρεσία και στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, επικαλούμενος τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ και του ΠΔ 106/2007, από τις οποίες προκύπτει ότι δικαίωμα εισόδου και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ αναγνωρίζεται καταρχήν τόσο στους συζύγους όσο και στους συντρόφους πολιτών της ΕΕ. Επισήμανε, μάλιστα, ότι ως μέλος οικογένειας νοείται και ο σύντροφος, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, με τον οποίον ο πολίτης της ΕΕ έχει σταθερή σχέση, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί η σχέση συμβίωσης με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο. Η Αρχή υπογράμμισε ότι οι ανωτέρω διατάξεις είχαν εφαρμογή και πριν την αναγνώριση του συμφώνου συμβίωσης στην Ελλάδα για τους ομόφυλους συζύγους ή συντρόφους πολιτών ΕΕ. Εφόσον έχει επέλθει εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου με την αναγνώριση του συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων συντρόφων, ο Συνήγορος εξέφρασε την απορία του για το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα στον ομόφυλο σύζυγο πολίτη ΕΕ να αποκτήσει τίτλο διαμονής στην Ελλάδα, αλλά αντιθέτως για να του αναγνωρισθεί δικαίωμα διαμονής του προτείνεται από την αρμόδια υπηρεσία να συνάψει με τον σύζυγό του – με τον οποίο έχει ήδη τελέσει γάμο σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ – σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα. Ο Συνήγορος ενημερώθηκε ότι χορηγήθηκε τελικά στον σύζυγο η άδεια διαμονής (υπόθεση 285894).
Από τα παραπάνω διαπιστώνεται η ανάπτυξη ενός πλέγματος διατάξεων και νομολογιακών κρίσεων που δεν επιτρέπει άνισες μεταχειρίσεις ανάλογα με το εάν το “πραγματικό” μιας υπόθεσης δεν αφορά αυστηρά τρεις διαδοχικές χώρες: τη χώρα προέλευσης του πολίτη ΕΕ, τη χώρα προέλευσης του πολίτη εκτός ΕΕ και τη χώρα υποδοχής τους. Η διάκριση ανάμεσα αφενός στην ανάγκη αναγνώρισης της συγκεκριμένης έγγαμης σχέσης (των τριών χωρών) για τη χορήγηση άδειας διαμονής και αφετέρου με την ανάγκη της αναγνώρισης συζυγικής σχέσης ενός ομόφυλου ζευγαριού που αποτελείται από έναν πολίτη τρίτης χώρας και έναν πολίτη της ΕΕ που έχουν συνάψει γάμο σε χώρα εκτός ΕΕ (δύο χώρες) είναι τελείως τεχνητή. Οι ίδιες ανάγκες οικογενειακής επανένωσης υπάρχουν και στη δεύτερη περίπτωση που βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 2004/38 μεν, αλλά για κανέναν ιδιαίτερα βαρύνοντα λόγο δεν επιτρέπεται η διαφορετική μεταχείριση των δύο περιπτώσεων, χωρίς να παραβιαστεί το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, δηλαδή το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής χωρίς διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.
Βασίλης Σωτηρόπουλος
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω