Search
Close this search box.

Ο Κώδικας Δεοντολογίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η ανάδυση σκανδάλων διαφθοράς

Η Γεωργία Βασσάλου γράφει για τα σκάνδαλα οικονομικής διαφθοράς που ταλανίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον Ανεξάρτητο Φορέα Δεοντολογίας και τον αντίστοιχο Κώδικα.

Ι. ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. Τα θεσμικά όργανα του ενωσιακού οικοδομήματος έχουν υιοθετήσει δικούς τους διακριτούς Κώδικες Δεοντολογίας και αυτοτελείς μηχανισμούς εποπτείας και εφαρμογής.[1] Οι Κώδικες Δεοντολογίας συνιστούν έκφανση της αυτονομίας των οργάνων και εναρμονίζονται με τις Συνθήκες, τις κανονιστικές αρχές και καταστατικές αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Συμβάλλουν στην ενίσχυση της διαφάνειας, ακεραιότητας και λογοδοσίας και προωθούν το δημόσιο συμφέρον. Οι Κώδικες είναι προσανατολισμένοι σε ζητήματα: σύγκρουσης συμφερόντων, δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων, ομάδων πίεσης (lobbying) «διαπλοκής» ιδιωτικού και δημοσίου («περιστρεφόμενες θύρες»).

Σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης – λόγω της προηγηθείσας ευρωπαϊκής κρίσης – αλλά και υπό τη συνεχή ανάδυση οικονομικών σκανδάλων με εμπλοκή των μελών του Ευρωκοινοβουλίου, η θωράκισή του κύρους του Κοινοβουλίου και της αξιοπιστίας των μελών του ήταν αναγκαία.

 Η πρώτη μεγάλη αποκάλυψη έγινε τον Μάρτιο του 2011, όταν η βρετανική εφημερίδα “Sunday Times” έφερε στο φως το περίφημο οικονομικό σκάνδαλό “Cash for amendments” (τροπολογίες επί πληρωμή) στο οποίο εμπλέκονταν τέσσερα (4) μέλη του Ευρωκοινοβουλίου, τα οποία είχαν αποδεχθεί να λάβουν οικονομικό αντάλλαγμα (100.000 ευρώ ετησίως) για την προώθηση συγκεκριμένων τροπολογιών από φερόμενους εκπροσώπους λόμπι (επρόκειτο για δημοσιογράφους που μεθόδευσαν την εν λόγω επαφή με 60 τουλάχιστον ευρωβουλευτές – σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τα αντανακλαστικά ηθικής των ευρωβουλευτών). [2]

Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2012 τέθηκε επίσημα σε ισχύ για πρώτη φορά ο «Κώδικας Δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων».[3] Η υποδοχή του νέου Κώδικα ήταν διθυραμβική,[4] ιδίως από τον τότε Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, ο οποίος έκανε λόγο για μια «δεύτερη επέτειο μετά την υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισαβόνας», μια «ασπίδα» ενάντια σε κάθε μορφή ανήθικης συμπεριφοράς.[5]

Σε ενωσιακό επίπεδο υπάρχει ρητή πρόβλεψη υιοθέτησης κανόνων ήπιου δικαίου[6] από τα θεσμικά της όργανα, στο πλαίσιο είτε γενικής, είτε ειδικής εκχωρούμενης αρμοδιότητας.[7] Το ενωσιακό δίκαιο χαρακτηρίζεται ως «υβριδικό, προϊόν ακυρίαρχης διακυβέρνησης, μίξη σκληρού και μαλακού δικαίου», ενώ οι τεχνικές νέας διακυβέρνησης[8] επεξέτειναν τον ρόλο του δικαίου και την αναζήτηση νέων καθοδηγητικών εργαλείων. Υπό το πρίσμα της ενίσχυσης των εξουσιών των εκτελεστικών οργάνων της Ε.Ε. υιοθετήθηκαν συχνά μη νομικά μέσα, όπως το ήπιο δίκαιο με τη μέθοδο του ανοιχτού συντονισμού. [9] Η ένταξη κανόνων ήπιου δικαίου στο «σκληρό» ενωσιακό οικοδόμημα, στις «αυστηρές» πηγές δικαίου και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, άλλοτε θεωρήθηκε ως πτυχή για την ενίσχυση και εμπέδωση του ενωσιακού θεσμικού συστήματος, και άλλοτε πάλι χαρακτηρίστηκε λόγω της «ιδιαιτερότητας» της φύσης του ήπιου δικαίου ως παράγοντας αποσταθεροποίησης και ανασφάλειας δικαίου.[10] Με το Ψήφισμα της 4ης Σεπτεμβρίου 2007 για τις θεσμικές και νομικές επιπτώσεις της χρήσης μη δεσμευτικών νομικών πράξεων (2007/2028(INI)), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παίρνει ξεκάθαρα αρνητική θέση ως προς το ενδεχόμενο υιοθέτησης κανόνων ήπιου δικαίου περιγράφοντάς το ως επιζήμια και ασαφή πρακτική, με μια προφανή διάθεση υποβάθμισης, απαξίωσης του χαρακτήρα του ήπιου δικαίου (χωρίς νομική αξία ή δεσμευτικότητα, αδυναμία εξασφάλισης νομικής προστασίας, η υπερβολική χρήση πράξεων ηπίου δικαίου οδηγεί στην μεταστροφή του ενιαίου ευρωπαϊκού προτύπου σε πρότυπο παραδοσιακού διεθνούς οργανισμού, αδυναμία παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων και εκτελεστότητας, αδιαφάνεια στην διαδικασία παραγωγής, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο ως προπαρασκευαστικά ή ερμηνευτικά εργαλεία για δεσμευτικές νομικές πράξεις, η θέσπιση μη δεσμευτικών κανόνων δικαίου τείνει επίσης να δημιουργήσει στους πολίτες την αντίληψη ότι υπάρχει μια “υπεργραφειοκρατία” χωρίς δημοκρατική νομιμότητα […] εχθρική προς τους πολίτες, η οποία είναι διατεθειμένη να συμβιβάζεται με εκπροσώπους ισχυρών συμφερόντων μέσω διαπραγματεύσεων που δεν είναι ούτε διαφανείς ούτε αντιληπτές από τους πολίτες).

ΙΙ. ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ. Σύντομος και περιεκτικός ο Κώδικας οριοθετεί την δράση των μελών του Ευρωκοινοβουλίου στο πολύπλοκο ρυθμιστικά ευρωπαϊκό οικοδόμημα,[11] το οποίο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών μέσα σε κρισιακές συνθήκες διαρκούς μετασχηματισμού και εγγενούς ελλείματος δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Η ιδιαιτερότητά του, σε σχέση με του Κώδικες Δεοντολογίας των εθνικών κοινοβουλίων, έγκειται στο ότι απευθύνεται σε 705 βουλευτές εκλεγμένους με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία από τα είκοσι οκτώ (28) κράτη μέλη της διευρυμένης πλέον Ε.Ε.  Δημιουργείται, επομένως, μια συνθήκη πλήρους ετερογένειας με εκπροσώπους από διαφορετικά κράτη (εθνικά συμφέροντα) και δικαιικά ή αξιακά συστήματα, πολλαπλές κουλτούρες και πολιτισμούς, η οποία θα προσιδίαζε περισσότερο με την καντιανή οπτική ενός «κοσμοπολίτικου δικαίου». Επομένως, ο Κώδικας καλείται να συγκεράσει τις όποιες «αντιφάσεις» στα ενωσιακά ηθικοπολιτικά προτάγματα.

Το άρθρο 1 θέτει τις «Κατευθυντήριες Αρχές» που οφείλουν να ακολουθούν και να σέβονται οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους[12] (λ.χ. ανιδιοτέλεια, ακεραιότητα, επιμέλεια, τιμιότητα, δημόσιο συμφέρον κά). Στο άρθρο 2 ορίζονται (αρνητικά) ως «κύρια καθήκοντα» η υποχρέωση αποχής από ενέργειες (λ.χ. συμφωνία για ψήφο), οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ελευθερία της ψήφου, ή η λήψη οποιασδήποτε παροχής ή ανταλλάγματος για την άσκηση επιρροής σε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική διαδικασία. Στο άρθρο 3 ορίζονται οι «Συγκρούσεις συμφερόντων»,[13] τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή τους, η εμπιστευτική γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Δεοντολογίας, η υποχρέωση γνωστοποίησης εκ μέρους των ευρωβουλευτών κ.ά. Για λόγους διαφάνειας υποχρεωτική καθίσταται (με ατομική ευθύνη του βουλευτή) η «Δήλωση των βουλευτών» για τα οικονομικά συμφέροντα (απαριθμούνται σειρά από υποχρεωτικές πληροφορίες), ενώ η δήλωση, που γίνεται με ατομική τους ευθύνη, είναι και προϋπόθεση για την ανάληψη αξιώματος στο Κοινοβούλιο ή ακόμη και για τον ορισμό τους ως εισηγητών.[14] Υποχρεωτική είναι και η αποχή των βουλευτών από την αποδοχή «Δώρων ή παρόμοιων παροχών» (άρθρο 5) εκτός εκείνων που δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης και η αξία τους δεν υπερβαίνει τα 150 ευρώ (πρόβλεψη υπάρχει και για την καταγραφή στο μητρώο επίσημων δώρων και για την παράδοσή τους στον Πρόεδρο). Δεν ισχύει, πάντως, η ίδια υποχρέωση για την επιστροφή των εξόδων ταξιδιού και διαμονής, τα οποία ενδέχεται να γίνονται με δαπάνες τρίτων (για προσκλήσεις που γίνονται από τρίτους στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών καθηκόντων).

Το διεθνές ειδησεογραφικό – πολιτικό δίκτυο politico.eu προέβη τον Ιανουάριο 2023 σε μια αποκάλυψη για την Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου και τη μη εμπρόθεσμη εκ μέρους της υποβολή δήλωσης 125 (σε σύνολο 142) δώρων στο αντίστοιχο μητρώο. Σύμφωνα με το δημοσίευμα τα δώρα πρέπει να δηλώνονται μέχρι το τέλος του μήνα εντός του οποίου έχουν ληφθεί (κατά την πρόβλεψη του Κώδικα Δεοντολογίας). Από την πλευρά της Προέδρου δηλώθηκε ότι ο συγκεκριμένος χρόνος δεν ισχύει (κατ’ έθιμο) για τον Πρόεδρο, ο οποίος οφείλει να τα δηλώνει στο τέλος της θητείας του. Εμφατικά επισημάνθηκε από την ίδια ότι τα δώρα δεν δίδονται στον Πρόεδρο με την ιδιότητά του ως βουλευτή, αλλά δωρίζονται προς το Κοινοβούλιο. Σύντομη μνεία έγινε και στις «αδιαφανείς» πρακτικές των προηγούμενων ετών, όπου οι Πρόεδροι δεν δήλωναν τα δώρα που λάμβαναν (χαρακτηριστικά την περίοδο 2017- 2019 δηλώθηκε μόνο ένα δώρο από τον τότε Πρόεδρο στο τέλος της θητείας του). Το άρθρο περιλάμβανε αναλυτικό κατάλογο με τα εκπρόθεσμα δηλωθέντα δώρα καθώς και αιχμές για τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του Κώδικα. [15]

 Επιπρόσθετα, περιορισμός εισάγεται και ως προς τις επαγγελματικές δραστηριότητες των πρώην βουλευτών (άρθρο 6), οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ομάδες συμφερόντων ή διαδικασίες εκπροσώπησης σχετιζόμενες με τη λήψη αποφάσεων στο Ευρωκοινοβουλίου – επωφελούμενοι των τυχόν διευκολύνσεων που αναγνωρίζονται σε πρώην ευρωβουλευτές.  Στο άρθρο 7 προβλέπονται ο τρόπος συγκρότησης (μόνιμα και αναπληρωματικά μέλη προέρχονται από τις πολιτικές ομάδες του Κοινοβουλίου), η λειτουργία και ο ρόλος της «Συμβουλευτικής Επιτροπής Δεοντολογίας των βουλευτών»[16] καθώς και η σύνταξη ετήσιας έκθεσης.

Στο άρθρο 8 προβλέπεται η ακολουθούμενη «Διαδικασία σε περίπτωση ενδεχόμενης παραβίασης του Κώδικα Δεοντολογίας», σύμφωνα με την οποία ο Πρόεδρος με αιτιολογημένη απόφασή του δύναται να επιβάλλει κυρώσεις (με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού), ενώ ο βουλευτής διατηρεί εσωτερικό δικαίωμα προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης. Για λόγους δημοσιότητας η απόφαση ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και αναρτάται στην επίσημη διαδικτυακή σελίδα του Ευρωκοινοβουλίου. Το άρθρο 9 αφορά τα μέτρα για την εφαρμογή του Κώδικα που λαμβάνει το προεδρείο,[17] τη διαδικασία παρακολούθησης και ενημέρωσης που ακολουθεί για την εφαρμογή των άρθρων 4 – 5 (δήλωση οικονομικών συμφερόντων), καθώς και την τυχόν διατύπωση προτάσεων για αναθεώρηση των διατάξεων του Κώδικα.

ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ. Ως προς την εφαρμογή του Κώδικα, δύο χρόνια μετά την υιοθέτησή του (2014), υποστηρίζεται[18] ότι δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα (βέλτιστα) αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, φαίνεται: να μην κινήθηκαν έγκαιρα και αποτελεσματικά οι κατάλληλες διαδικασίες μετά από καταγγελίες (κατά μελών του Ευρωκοινοβουλίου) προερχόμενες από την κοινωνία των πολιτών ή και από τα μέσα ενημέρωσης. Επιπλέον, φαίνεται να μην υπάρχει ένας αξιόπιστος και λειτουργικός μηχανισμός ελέγχου (λ.χ. των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων) και επιβολής κυρώσεων, ενώ εκ των πραγμάτων φαίνεται να διαδραματίζει περιορισμένο ρόλο η υπάρχουσα – συγκροτούμενη από μέλη του Κοινοβουλίου – συμβουλευτική Επιτροπή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εφαρμογή του Κώδικα. Τέλος, εξαιτίας της απουσίας συνεκτικής (πάγιας) νομολογίας ως προς την ερμηνεία των διατάξεών του Κώδικα δυσχεραίνεται σημαντικά και η εφαρμογή του.

Μια πληρέστερη εικόνα για την εφαρμογή του Κώδικα δύναται να προκύψει από τις ετήσιες εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Δεοντολογίας (2012 κε). [19] Οι εκθέσεις εισφέρουν έναν συνεκτικό απολογισμό για τις πραγματοποιηθείσες συνεδριάσεις, για τις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή Δεοντολογίας κλήθηκε να παράσχει συμβουλευτική υποστήριξη, για τις παραπομπές σε περιπτώσεις εικαζόμενης παράβασης του Κώδικα, την παρακολούθηση υποβολής νέων δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων ή ακόμη και για τις δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης.

 Συνοπτικά και με αριθμητικούς όρους: Το 2012 η Επιτροπή συνεδρίασε δέκα φορές, υπέβαλε μια σύσταση στον Πρόεδρο για εικαζόμενη παράβαση (μη συμπερίληψη δικαιώματος προαίρεσης μετοχών στην ετήσια δήλωση οικον. συμφερόντων) του Κώδικα και παρέσχε συμβουλές σε πενήντα συνολικά ερωτήματα. Το 2013 η Επιτροπή συνεδρίασε οκτώ φορές, παραπέμφθηκαν εννέα περιπτώσεις εικαζόμενης παράβασης, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ο γενικός έλεγχος αξιοπιστίας σε 161 δηλώσεις (183 βουλευτές). Το 2014 η Επιτροπή συνεδρίασε οκτώ φορές, έκλεισαν οι εννιά υποθέσεις εικαζόμενης παράβασης του 2013 (ατομικά ταξίδια για παρακολούθηση προεδρικών εκλογών σε τρίτη χώρα και μια περίπτωση υποβολής 229 τροπολογιών από συνεργάτη βουλευτή), παρασχέθηκαν συμβουλές σε ένα βουλευτή, ο γενικός έλεγχος αξιοπιστίας εφαρμόστηκε σε 58 βουλευτές. Το 2015 η Επιτροπή συνεδρίασε έντεκα φορές, παραπέμφθηκαν πέντε υποθέσεις εικαζόμενης παράβασης, παρασχέθηκε καθοδήγηση σε έναν βουλευτή. Το 2016 η Επιτροπή συνεδρίασε οκτώ φορές, παραπέμφθηκαν οκτώ περιπτώσεις εικαζόμενης παράβασης (ενδιαφέρον παρουσιάζει η μια περίπτωση, όπου διαπιστώθηκε από την OLAF η διάπραξη οικονομικών ατασθαλιών σε βάρος του Κοινοβουλίου, καθώς και μια περίπτωση σχετική με τη διαγωγή βουλευτή), δεν υπήρξαν αιτήματα για παροχή συμβουλών. Το 2017 η Επιτροπή συνεδρίασε εννέα φορές, κλήθηκε να εξετάσει τέσσερις περιπτώσεις εικαζόμενης παράβασης του Κώδικα και παρείχε συμβουλευτική συνδρομή σε δύο βουλευτές σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Κώδικα. Το 2018 η Επιτροπή συνεδρίασε πέντε φορές, εξέτασε δύο περιπτώσεις εικαζόμενης παράβασης και παρείχε συμβουλές σε δύο βουλευτές. Το 2019 η Επιτροπή συνεδρίασε δέκα φορές, εξέτασε δύο περιπτώσεις εικαζόμενης παράβασης του Κώδικα και κλήθηκε να παράσχει συμβουλές σε δύο βουλευτές. Το 2020 η Επιτροπή συνεδρίασε τρεις φορές (οι προγραμματισμένες συνεδριάσεις αναβλήθηκαν λόγω της πανδημίας του COVID-19), εξέτασε δύο περιπτώσεις εικαζόμενης παράβασης και παρείχε συμβουλευτική καθοδήγηση σε τρεις βουλευτές. Το 2021 η Επιτροπή συνεδρίασε έξι φορές, εξέτασε δύο περιπτώσεις πιθανών παραβάσεων του Κώδικα καθώς και ένα αίτημα παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης. Το 2022 η Επιτροπή συνεδρίασε οκτώ φορές, εξέτασε μια υπόθεση για τυχόν παράβαση του Κώδικα και έλαβε τρία αιτήματα παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης.

 Την περίοδο της πανδημίας παρατηρείται μείωση του αριθμού των υποθέσεων τις οποίες κλήθηκε να επιληφθεί η Επιτροπή (η φθίνουσα πορεία αποδίδεται εν μέρει και στις συνθήκες της παρατεταμένης υγειονομικής κρίσης. Συγκριτικά πάντως και με τις εκθέσεις των ετών 2018 -2019 οι αριθμητικές αποκλίσεις δεν είναι μεγάλες ως προς τις υποθέσεις που χειρίστηκε το χρονικό αυτό διάστημα η Επιτροπή). Πέραν των τυπικών αριθμητικών δεδομένων σημειώνεται ότι σε ορισμένες ετήσιες εκθέσεις είχαν κατατεθεί και προτάσεις βελτίωσης συγκεκριμένων διατάξεων του Κώδικα (λ.χ. 2012), προτάθηκε η ανάληψη δράσεων ευαισθητοποίησης (λ.χ. 2020) κ.ά. Ακόμη, στην πλειονότητα των εκθέσεων γίνεται αναλυτική καταγραφή με χρήση αριθμητικών στοιχείων (ή και διαγραμματικής απεικόνισης) για τον αριθμό των υποβληθεισών δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων, την εκ νέου υποβολή ενημερωμένων δηλώσεων και τον αριθμό των τροποποιήσεων. Η Επιτροπή φαίνεται να προβαίνει σε λεπτομερή έλεγχο των δηλώσεων κυρίως ως προς την τήρηση των τυπικών – διαδικαστικών όρων έγκυρης και έγκαιρης υποβολής.

Αξιοσημείωτα, η Διεθνής Διαφάνεια (ό.π.) επισημαίνει ότι ενώ είχαν σημειωθεί τουλάχιστον είκοσι τέσσερις παραβάσεις του Κώδικα Δεοντολογίας (τη χρονική περίοδο 2013-2018) δεν οδήγησαν τελικά σε επιβολή κυρώσεων παρά μόνο σε μία περίπτωση, όπου επιβλήθηκε το μέτρο της επίπληξης. Ακόμη, ενώ καταγράφονται επανειλημμένα περιπτώσεις όπου μέλη του Ευρωκοινοβουλίου δεν δηλώνον δώρα ή προσκλήσεις σε ταξίδια κά, εντούτοις οι ευρωβουλευτές σπεύδουν όψιμα να ενημερώσουν (επικαιροποιήσουν) τις δηλώσεις τους, όταν αποκαλύπτονται τα σκάνδαλα. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των υποθέσεων πιθανής παράβασης του Κώδικα που εξετάζει η Επιτροπή, αλλά και ο αριθμός επίσημων αιτημάτων συμβουλευτικής καθοδήγησης (ετήσια ή και συνολικά) φαίνεται να είναι δυσανάλογα περιορισμένοι σε σχέση με τον αριθμό των μελών του Ευρωκοινοβουλίου. Ενώ η διαρκής ανάδυση σκανδάλων οικονομικής διαφθοράς θέτει επιτακτικά το ζήτημα ενίσχυσης μηχανισμών ελέγχου και εποπτείας με όρους διαφάνειας ή και της αναζήτησης νέων προτύπων. Στην προοπτική ενίσχυσης της λογοδοσίας εντάσσεται και η πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός ενιαίου ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας.

ΙV. ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ. Στην Αιτιολογική Έκθεση[20] του Ψηφίσματος του Ευρωκοινοβουλίου για την δημιουργία ενός ενιαίου ανεξάρτητου[21] φορέα δεοντολογίας στην Ε.Ε. υποστηρίζεται ότι το υφιστάμενο σύστημα δεοντολογικής εποπτείας βασίζεται αποκλειστικά σε μια «αυτορρυθμιστική προσέγγιση» (κατακερματισμένη ή πάντως περίπλοκη και σύνθετη ως προς την εφαρμογή της και την κατανοήσή της από τους πολίτες). Κάθε θεσμικό όργανο διαθέτει δικούς τους κανόνες δεοντολογίας και εσωτερικούς μηχανισμούς επιβολής, χωρίς σαφή διαχωρισμό από τις πολιτικές διαδικασίες. Οι διαθέσιμοι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν πάντοτε για την συγκέντρωση πληροφοριών ή την διερεύνηση εικαζόμενων παραβάσεων. Ως εκ τούτου προκρίνεται ένας νέος ενιαίος, ανεξάρτητος και κοινά αποδεκτός φορέας από τα όργανα της Ε.Ε., ο οποίος θα διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή των προτύπων δεοντολογίας σε όλα τα όργανα της Ε.Ε.. Η δημιουργία του θα στηριχθεί σε μια ανοικτή διοργανική συμφωνία (άρθρο 295 ΣΛΕΕ) ανάμεσα στα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα (αρχικά θα συμμετέχουν το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή). Η υιοθετηθείσα τελικώς πρόταση αναθέτει στον υπό σύσταση ανεξάρτητο φορέα (κατά το «δόγμα Meroni», γίνεται ανάθεση περιορισμένων εξουσιών σε εξωτερικά όργανα υπό την εποπτεία των οργάνων εκχώρησης) προληπτικές αρμοδιότητες «παρακολούθησης των προτύπων δεοντολογίας», αλλά και «συμβουλευτικές ή και ερευνητικές εξουσίες», οι οποίες ανήκουν – μέχρι τώρα- στα επιμέρους θεσμικά όργανα.

Η ομόθυμη θετική στάση εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. για την συγκρότηση του ως άνω ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας (είτε με συμβουλευτικό ρόλο, είτε με αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων) καταδεικνύει αφενός την ύπαρξη σοβαρών αδυναμιών και δυσλειτουργιών στο υπάρχον σύστημα και στους μηχανισμούς εποπτείας (λ.χ. στις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, ιδίως της συστημικής μεταπήδησης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα).

Η ενοποιητική προοπτική της συστηματοποίησης (ή συγκερασμού) όλων των δεοντολογικών προτύπων (Κωδίκων) και μηχανισμών που έχουν υιοθετήσει τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. σ’ έναν ανεξάρτητο και ενιαίο φορέα ερείδεται σε μια εν πολλοίς απλουστευμένη βασική παραδοχή για την ανάγκη διασφάλισης διαφάνειας και ακεραιότητας στο ενωσιακό οικοδόμημα για την αποτελεσματική καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς και απάτης (ιδίως σε ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων), για την διαφύλαξη των κοινών δημοκρατικών αξιών της Ένωσης και για την επιδιωκόμενη ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ευρωπαϊκή πολιτική. Ωστόσο, δείχνει να παρακάμπτει ορισμένες θεμελιακές και εγγενείς αντιφάσεις που αναπτύσσονται σ’ ένα πολυκεντρικό πεδίο πολιτικής ισχύος,[22] όπως η Ε.Ε. Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. ως χωριστές αυτόνομες ολότητες συνιστούν «ατελείς πυραμίδες και ιεραρχίες ασυνεχείς και περιπλεγμένες», οι οποίες συνδιαμορφώνουν το πολύπλοκο και δικτυακό καθεστώς διακυβέρνησης της Ε.Ε.[23] Η προοπτική σύγκλισης της αυτορρυθμιστικής δυναμικής φορέων με διακριτούς και ανεξάρτητους ρόλους ή ανταγωνιστική ισχύ δεν στηρίζεται μόνο σε αμοιβαίους συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και εύκολες διασταυρώσεις. Η οριζόντια-κάθετη διάχυση και ανάθεση ενός συστήματος ελέγχου σ’ έναν «πανοπτικό» μηχανισμό δεοντολογίας ανεξάρτητων ειδικών εμπειρογνωμόνων ενισχύει τον τεχνοκρατικό μετασχηματισμό (συγκεντρωτισμό) ή και τον γραφειοκρατικό «ελιτισμό» της Ε.Ε., οξύνει το έλλειμμα πολιτικής αντιπροσώπευσης και δημοκρατικής νομιμοποίησης, συρρικνώνει την πολιτική παρέμβαση και συμμετοχή ενώ υποκαθιστά την πολιτική ευθύνη και κοινωνική λογοδοσία. Επιτείνει τη μετα-γραφειοκρατική συνθήκη με όρους πολύπλοκης διαχειριστικής παρέμβασης (κατά Χάμπερμας εκτελεστικός φεντεραλισμός) και όχι διαλογικής δημοκρατίας.[24] Ενώ η αυτονομία και οι «υπερεξουσίες» του φορέα δεν δύνανται ν’ αποτελέσουν από μόνες τους εγγυητικές δικλείδες μιας ουδέτερης διαμεσολάβησης. Επομένως, ένα τέτοιο εγχείρημα μοιάζει να μην συνάδει με τη – διαρκώς επιζητούμενη – ανάγκη περιορισμού της γραφειοκρατίας, ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας και ευελιξίας των ενωσιακών μηχανισμών και ιδίως με την ενίσχυση της δημοκρατικής και δικαιοκρατικής δομής της Ένωσης.

V. ΣΚΑΝΔΑΛΑ. Η ανάδυση οικονομικών σκανδάλων διαφθοράς που έπληξαν το κύρος του Ευρωκοινοβουλίου, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το περίφημο «Qatar Gate» με εμπλοκή και Ελληνίδας ευρωβουλευτή,[25] κατέδειξαν αφενός την ύπαρξη ενός διάτρητου θεσμικού συστήματος με αναποτελεσματικούς μηχανισμούς εποπτείας και ελέγχου. Αφετέρου, επέτειναν την ανάγκη ενίσχυσης του υπάρχοντος «οπλοστασίου», αλλά κυρίως την ανάγκη σεβασμού, τήρησής και εφαρμογής του νομικού πλαισίου, από τους ίδιους τους ευρωβουλευτές χωρίς παρεκκλίσεις ή συγκαλύψεις υπό την διαφαινόμενη προοπτική της ατιμωρησίας.[26]

Αξιοσημείωτα, μάλιστα, μετά την ανάδυση των σκανδάλων διαφθοράς ανακοινώθηκαν από την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιο σειρά μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών σε πρότυπα δεοντολογίας, όπως: lobbying, αποκατάσταση εμπιστοσύνης των πολιτών προς την Ε.Ε., ενίσχυση διαφάνειας-ακεραιότητας-ανεξαρτησίας-λογοδοσίας [ενδεικτικά μέτρα: αυστηροποίηση όρων πρόσβασης-εισόδου στο Ευρωκοινοβούλιο για τους πρώην ευρωβουλευτές (μόνιμες άδειες), με την προοπτική περιορισμού της ασκούμενης επιρροής, απαγόρευση δράσης άτυπων ομάδων προώθησης συμφερόντων και άσκησης πίεσης, περίοδος αναμονής έξι μηνών ως προς τη δυνατότητα άσκησης επιρροής μέσω «ομάδων συμφερόντων», υποβολή λεπτομερέστερων δηλώσεων συμφερόντων]. Μεταξύ των προταθέντων δεκατεσσάρων σημείων του σχεδίου κατά της διαφθοράς είναι και η δημιουργία ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας σε ενωσιακό επίπεδο (ενιαίου για όλα τα όργανα της Ε.Ε., κάτι το οποίο προϋποθέτει προηγούμενη πρόταση της Ευρ. Επιτροπής) καθώς και η σε βάθος έρευνα για τη διαφθορά στο Ευρωκοινοβούλιο. Η εμφάνιση σκανδάλων στο Ευρωκοινοβούλιο τείνει πλέον να προσλάβει ενδημικές διαστάσεις, πλήττοντας το κύρος του θεσμού, την υπόσταση των μελών του και κυρίως τη δημοκρατική κοινοβουλευτική λειτουργία και ενωσιακή προοπτική. Τα αίτια είναι βαθιά και πολυπαραγοντικά και δεν μπορούν να αποδοθούν μονοσήμαντα λ.χ. στην «ήπια» φυσιογνωμία του Κώδικα, στους χαλαρούς μηχανισμούς εποπτείας και ελέγχου ή στη συνολική απουσία κουλτούρας ηθικής. Σ’ ένα ραγδαία μετασχηματιζόμενο περιβάλλον με πολύπλοκες σχέσεις δικαίου-πολιτικής -οικονομίας και αβέβαιες ισορροπίες, οι «όροι του παιχνιδιού» χρειάζονται διαρκή επαναδιαπραγμάτευση, ανανοηματοδότηση και κυρίως επαγρύπνηση για την υπέρβαση των κρίσεων και τη σταδιακή ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του.

Γεωργία Βασσάλου
Δικηγόρος, υπ. διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ


Υποσημειώσεις:

[1] Ενδεικτικά: Προβλέπεται Κώδικας Δεοντολογίας για τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, https://www.consilium.europa.eu/media/45515/code_of_conduct_pec_en.pdf

Το 1999 τέθηκε σε ισχύ (με πιο πρόσφατη αναθεώρηση το 2018) στο πλαίσιο που ορίζουν η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 17) και η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ε.Ε. (άρθρο 245), ο «Κώδικας Δεοντολογίας των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής»,  ώστε οι Επίτροποι να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις και τον πολιτικό τους ρόλο με διαφάνεια, ανεξαρτησία και εντιμότητα

https://eur-lex.europa.eu/legalcontent/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32018D0221(02)&from=EN

Συναφώς, το 2021 τέθηκε σε ισχύ από το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο ο «Κώδικας Δεοντολογίας των μελών και πρώην μελών του ΔΕΕ» ως εξειδίκευση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες, τον Οργανισμό του ΔΕΕ και τον Κανονισμό Διαδικασίας του ΔΕΕ, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=OJ:C:2021:397:FULL&from=EL . Αντίστοιχα, βρίσκεται σε ισχύ και ο «Κώδικας Δεοντολογίας των μελών και πρ. μελών του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου»,

https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32022Q0502(01)&from=el, ο οποίος εναρμονίζεται και αναγνωρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κώδικα Δεοντολογίας του INTOSAI, και ενσωματώνει τις Κατευθυντήριες Αρχές Δεοντολογίας, οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο των μελών του,

https://www.eca.europa.eu/Lists/ECADocuments/ETHICALGUIDE/ETHICALGUIDE_EL.PDF .

Ο «Κώδικας Συμπεριφοράς των ανώτατων λειτουργών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας», https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52019XB0308(01)&from=EN, θεσπίστηκε τον Οκτώβριο του 2000 από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, ενώ το 2002 θεσπίστηκε ο «Κώδικας Συμπεριφοράς των μελών του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ.»,

https://www.ecb.europa.eu/ecb/pdf/orga/c_12320020524el00090010.pdf

[2] Αναλυτικότερα σε: Cash for amendments scandal tip iceberg, 31.3.2011, https://corporateeurope.org/en/2011/03/cash-amendments-scandal-tip-iceberg

[3] Ο Κώδικας Δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποτελεί το Παράρτημα Ι του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Παράρτημα ΙΙ ενσωματώνει τον Κώδικα αρμόζουσας συμπεριφοράς για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

[4] Αναλυτικά, σε : https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-6-2007-0366_EL.html

[5] MEPs approve new code of conduct, https://www.euractiv.com/section/future-eu/news/meps-approve-new-code-of-conduct/

[6] Ενδεικτικά μορφές ήπιου δικαίου που συναντώνται στην Ε.Ε. είναι οι: συστάσεις, ανακοινώσεις, κατευθυντήριες γραμμές, προγράμματα δράσης, λευκές και πράσινες βίβλοι, κώδικες συμπεριφοράς κά. Ιστορικά η εμφάνισή τους στην Ε.Ε. τοποθετείται το 1962 με τις περίφημες «Χριστουγεννιάτικες ανακοινώσεις» (συμβάσεις αποκλειστικής αντιπροσώπευσης και συμφωνίες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), αναλυτικά σε Β. Χριστιανό, Το ήπιο δίκαιο “soft law” στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕΕυρΔ 1/2014, σ. 123-124.

[7] Τα άρθρα 288 και 292 ΣΛΕΕ νομιμοποιούν ρητά την ευρεία έκδοση πράξεων ήπιου δικαίου από τα όργανα της ΕΕ, ενώ διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου δύνανται να προβλέπουν την έκδοση πράξεων ήπιου δικαίου (συγκεκριμένης μορφής: λ.χ. συστάσεις, γνώμες, κατευθυντήριες γραμμές, δείκτες, πρόγραμμα – πλαίσιο κά) οριοθετημένη σε συγκεκριμένους τομείς δράσης. Σε περιπτώσεις μη ρητής πρόβλεψης συντρέχει το τεκμήριο της συναγόμενης αρμοδιότητας με βάση το αντικείμενο ή την αποστολή και σε συνάρτηση και με τον θεσμικό ρόλο των οργάνων της Ε.Ε.. Το άρθρο 263 εξαιρεί τις συστάσεις και τις γνώμες (πράξεις ήπιου δικαίου) από τον έλεγχο νομιμότητας του ΔΕΚ. Ρεβ – Εμ. Παπαδοπούλου, Το ήπιο δίκαιο στην έννομη τάξη της ευρωπαϊκής ένωσης, Μελέτες Ευρωπαϊκού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 38-42, Σε εθνικό επίπεδο το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής δεν παρέχουν ανάλογη ρητή εξουσιοδοτική διάταξη για την προσφυγή σε κανόνες ήπιου δικαίου.

[8] A. Peters – I. Pagoto, Soft law as a new mode of governance: A legal perspective, Basel 2006

[9] Η Ανοιχτή Μέθοδος Συντονισμού ως διαδικασία πολιτικού σχεδιασμού δεν οδηγεί σε δεσμευτικές νομοθετικές ρυθμίσεις, επιδιώκει συγκλίσεις και διάχυση βέλτιστων πρακτικών. Αναλυτικά σε Ελ. Ρεθυμιωτάκη, Πηγές του δικαίου και νομικός πλουραλισμός στην ευρωπαϊκή ένωση, Σειρά: Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2012, σ. 212-213, 218-221.

[10] Πρόκειται για τη συνθήκη του «τακτικού πλουραλισμού», η οποία διαφοροποιεί ποιοτικά την ευρωπαϊκή «μεταμοντέρνα πολυκεντρική» έννομη τάξη από το παραδοσιακό εθνικό μοντέλο παραγωγής δικαίου, Ελ. Ρεθυμιωτάκη (2012), ό.π., σ.218-219. Για τις θεσμικές και νομικές συνέπειες της χρήσης μέσων «ήπιου δικαίου» σχετικό έγγραφο εργασία της Επιτροπής Νομικών Υποθέσεων, 12.2.2007, PE 384.581v02-00, https://www.europarl.europa.eu/meetdocs/2004_2009/documents/dt/653/653346/653346el.pdf

[11] Οι διατάξεις του συνυφαίνονται με τυπικό δίκαιο της Ε.Ε. διαμορφώνοντας ένα «ρυθμιστικό σύστημα με εσωτερική συνοχή», Ρεβ. – Εμμ. Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 207-208.

[12] Η συμπεριφορά των βουλευτών διέπεται από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τις Συνθήκες, τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (άρθρο 10), το Καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2005/684/ΕΚ, Ευρατόμ) και τον σχετικό Κώδικα αρμόζουσας συμπεριφοράς (κατευθυντήριες αρχές με δεσμευτικό χαρακτήρα για τους ευρωβουλευτές, με την υποχρέωση έγγραφης δήλωσης συμμόρφωσης με τον συγκεκριμένο Κώδικα). Πρόκειται για επτά διατάξεις ενσωματωμένες σε Παράρτημα (ΙΙ) στον Κανονισμό του Κοινοβουλίου. Θέτουν μια σειρά υποχρεώσεων – βάσει αξιακών προτύπων συμπεριφοράς: αξιοπρέπεια, ευγένεια, απουσία προκαταλήψεων, επαγγελματισμός, αμεροληψία, μη υποκίνηση και μη ανοχή σε πρακτικές παραβίασης της ισχύουσας νομοθεσίας, άμεση και αποτελεσματική επίλυση τυχόν αναφυόμενων συγκρούσεων ή παρενοχλήσεων στον χώρο εργασίας κά. Αναλυτικά, σε: Code of appropriate behaviour for members of the European Parliament in exercising their duties, https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/RULES-9-2019-07-02-ANN-02_EN.html

[13] Στην απόφαση (EU:T:2015:497) του Γενικού Δικαστηρίου (15ης Ιουλίου 2015), Gert Jan Dennekamp v European Parliament (υπόθεση Τ -115/13), μεταξύ άλλων ορίζεται για τη σύγκρουση συμφερόντων ότι πρόκειται για: «κατάσταση κατά την οποία συγκεκριμένο συμφέρον, μπορεί κατά την κοινή αντίληψη, να φαίνεται ότι επηρεάζει την αντικειμενική και αμερόληπτη εκτέλεση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων».

[14] Το φαινόμενο της παράλληλης απασχόλησης («μαύρης εργασίας», “moonlighting”) των ευρωβουλευτών καταγράφεται αναλυτικά από τη Διεθνή Διαφάνεια με αριθμητικά στοιχεία (ενδεικτικά: έως τον Ιούλιο του 2014 το συνολικό εισόδημα ευρωβουλευτών από παράλληλη απασχόληση υπολογίζεται στα 18-41 εκατομμύρια ευρώ (δύο ευρωβουλευτές φέρονται να έχουν ο καθένας εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ), υπολογίζεται ότι το 31% ευρωβουλευτών έχουν παράλληλη απασχόληση) με την κριτική να επικεντρώνεται στο «αδύναμο» (συγκριτικά και με τα δεοντολογικά πρότυπα των ΗΠΑ, Καναδά, Γαλλίας) σύστημα δεοντολογικής εποπτείας και στην απουσία ανεξαρτησίας, καθώς η επιβολή του Κώδικα εξαρτάται αποκλειστικά από τον Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, αναλυτικά σε Transparency International EU, Moonlighting in Brussels, Side jobs and Ethics concerns at the European Parliament, https://transparency.eu/wp-content/uploads/2018/07/TIEU-Moonlighting-in-Brussels-MEP-incomes.pdf

[15] Αναλυτικά σε: Champagnes, chocolate and gold: Eu parliament chief reveals massive gif haul, 19.1.2023, https://www.politico.eu/article/eropean-union-parliament-president-roberta-metsola-champagne-earphones-gold-gift-declare-qatargate-corruption-lobbying-antonio-panzeri-eva-kaili/

[16] Ο Κανονισμός της Συμβουλευτικής Επιτροπής Δεοντολογίας (2012) ορίζει τα σχετικά με τις συνεδριάσεις, τη θητεία των μελών και το Προεδρείο, την καθοδήγηση των βουλευτών σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Κώδικα, τις αποφάσεις σε περιπτώσεις εικαζόμενης παραβίασής του, παροχή συμβουλών προς τον Πρόεδρο για την λήψη μέτρων, τις εμπιστευτικές συμβουλές κατόπιν αιτήματος των ευρωβουλευτών, την (περιορισμένη) συνδρομή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και την σύνταξη ετήσιας έκθεσης. Η Επιτροπή απαρτίζεται από πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται από τον Πρόεδρο, με βάση την πείρα τους και την αναλογική – ισότιμη εκπροσώπηση μεταξύ των πολιτικών ομάδων του Κοινοβουλίου (η προεδρία ασκείται εκ περιτροπής ανά εξάμηνο),   https://www.europarl.europa.eu/pdf/meps/Rules_of_Procedure_EL.pdf

[17] Ενδεικτικά το 2013 προβλέφθηκαν μέτρα για την εξειδίκευση – συστηματοποίηση της διαδικασίας αποδοχής και παράδοσης δώρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο της επίσημης ιδιότητας των βουλευτών και προσκλήσεων σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από τρίτους. Αναλυτικά σε: https://www.europarl.europa.eu/pdf/meps/926701_1_EL_IM_DEF.pdf

[18] Natacha Cingotti (with contributions: Friends of the Earth Europe, Lobby Control and Corporate Europe Observatory), Mind the gap MEP code of conduct is not effectively enforced Briefing, May 2014,https://corporateeurope.org/sites/default/files/briefing_mind_the_gap_foee_ceo_lobbycontrol_130514-1.pdf

[19] Αναλυτικά, οι ετήσιες εκθέσεις (2012 -2022) της Συμβουλευτικής Επιτροπής Κώδικα Δεοντολογίας σε: https://www.europarl.europa.eu/meps/el/about/meps#firstanchor

[20] Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο με ειδική Έκθεση (13/2019) αναφέρθηκε στην ανάγκη εναρμονισμένων προσεγγίσεων στον χειρισμό δεοντολογικών ζητημάτων. Κατέγραψε σοβαρές ελλείψεις στις πολιτικές πρόληψης για την σύγκρουση συμφερόντων και την απουσία σοβαρών διαύλων καταγγελιών και περιορισμένο ή μη αξιόπιστο έλεγχο των δηλώσεων συμφερόντων. Αντίστοιχα, σε Πρόταση Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2020/2133) συμπεραίνεται καταληκτικά ότι η ανάγκη δημιουργίας ενός ενιαίου φορέα μπορεί να στηριχθεί στην καλή θέληση των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε., ώστε να αποκτήσει έναν ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό μηχανισμό τήρησης των δεοντολογικών προτύπων και διασφάλισης των αρχών και αξιών της Ένωσης. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι η ενισχυμένη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον εν λόγω φορέα θα συμβάλλει σημαντικά και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τις ενωσιακές διαδικασίες. Θετικές γνωμοδοτήσεις είχαν κατατεθεί και από τις Επιτροπές: Νομικών Θεμάτων, Ελέγχου του Προϋπολογισμού, Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής. Αναλυτικά σε: Έκθεση σχετικά με την ενίσχυση της διαφάνειας και της ακεραιότητας στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. με την σύσταση ανεξάρτητου φορέα δεοντολογίας της Ε.Ε. https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/A-9-2021-0260_EL.html#_section2 .

[21] Προτείνεται – υπό όρους διατήρησης ισορροπίας των συμμετεχόντων οργάνων – να αποτελείται από εννέα ανεξάρτητα μέλη (τρία μέλη θα επιλέγονται από την Επιτροπή, τρία μέλη από το Κοινοβούλιο και τρία μέλη θα είναι πρ. Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων).

[22] Ελ. Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ 164-168

[23] Ελ. Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ.138, 173-178

[24] Ελ. Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ 199-202

[25] European Parliament’s school of scandals, politico.eu, 8.7.2019 https://www.politico.eu/article/mep-guide-2019-school-of-scandals-european-parliament/ και σε Εστία σκανδάλων το Ευρωκοινοβούλιο – Μαύρο χρήμα μέχρι και κατασκοπεία, Τα Νέα, 10.12.2022, https://www.tanea.gr/2022/12/10/world/estia-skandalon-to-eyrokoinovoulio-mayro-xrima-kai-kataskopeia/

[26] Για την κριτική που ασκείται κατά των εξαγγελλόμενων μέτρων σε EU parliament vows more ethics reforms after ‘historic corruption’, 15.1.2023, https://www.ft.com/content/41243f82-093d-44f3-b201-a5655e4aa4ca και https://www.ft.com/content/5ba1c9b8-617c-4288-ad9a-74f67810f9f0

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Το Νομικό Πλαίσιο και οι Προκλήσεις του Υδρογόνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ο Παναγιώτης Γαλάνης επεξηγεί τις τεχνικές, νομικές και οικονομικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, ώστε να μπορέσει το υδρογόνο να διαδραματίσει καίριο ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ.

Περισσότερα

Βιβλιοπαρουσίαση: Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (BREXIT) υπό το πρίσμα του Ενωσιακού και του Βρετανικού Συνταγματικού Δικαίου, Χαράλαμπου Μ. Τσιλιώτη (2020)

Το βιβλίο παρουσιάζει τις ιστορικές αιτίες και τη διαδρομή του Brexit κυρίως από το ιστορικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 μέχρι και την 1 Φεβρουαρίου 2020, ημερομηνία της επίσημης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέσα από την παρουσίαση των δραματικών γεγονότων της διαδικασίας αποχώρησης που πολλές φορές προσέλαβαν τη μορφή πολιτικού και ιστορικού θρίλερ, επικεντρώνεται και αναλύει τα συνταγματικά ζητήματα που ανέκυψαν τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο Ηνωμένου Βασιλείου.

Περισσότερα

Η έννοια της κυριαρχίας / Δεκάλεπτα Μαθήματα για το Σύνταγμα (28ο video-podcast)

Στο 28ο Βίντεο-Μάθημα της ειδικής εκπαιδευτικής ενότητας Δεκάλεπτα Μαθήματα για το Σύνταγμα, ο Χρήστος Παπαστυλιανός αναλύει την έννοια της κυριαρχίας, περιγράφοντας την ιστορική της εξέλιξη, αλλά και τις σύγχρονες προκλήσεις.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.