Search
Close this search box.

Τα εξαγγελθέντα νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας. Και τα μη εξαγγελθέντα

Ο Παναγιώτης Περάκης εξετάζει την αποτελεσματικότητα των εξαγγελθέντων μέτρων για την αντιμετώπιση της "οπαδικής βίας", προτείνοντας παράλληλα και επιπλέον ρυθμίσεις.

Μετά τα γνωστά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο περιθώριο ενός αγώνα βόλεϋ στου Ρέντη, πιθανώς στο πλαίσιο μιας ιδιόρυθμης βεντέτας μεταξύ οπαδών και Αστυνομίας σε συνέχεια επεισοδίων σ΄ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα λίγες μέρες πριν στον Βόλο, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον πολύ σοβαρό τραυματισμό ενός αστυνομικού, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα (ακριβέστερα και σύμφωνα με την προσέγγιση του νόμου: της βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις). Οι εξαγγελίες αυτές αντιμετωπίσθηκαν με αρκετή επιφυλακτικότητα και δυσπιστία. Η κριτική που διατυπώθηκε είχε ποικίλο περιεχόμενο, ανάλογα με τις διαφορετικές αφετηρίες της, νομικό, πολιτικό, αθλητικό. Εδώ θα επιχειρηθεί μία αξιολόγησή τους σε σχέση με ένα άλλο κριτήριο, το σημαντικότερο ίσως, ως προς το οποίο διαχρονικά έχει αποτύχει κάθε τέτοια προσπάθεια, την αποτελεσματικότητά τους. Και, ακριβώς σε σχέση μ΄ αυτήν, θα επισημανθούν κάποια άλλα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου, δεν περιλαμβάνονται όμως στα εξαγγελθέντα.

1. Τα εξαγγελθέντα μέτρα στηρίζονται στη βασική παραδοχή ότι η βία γύρω από τον αθλητισμό είτε προκαλείται είτε ενθαρρύνεται είτε γίνεται ανεκτή από τις ίδιες τις ομάδες και τις διοικήσεις τους. Και, συνεπώς, τα όποια μέτρα και οι σχετικές κυρώσεις πρέπει κατά πρώτο λόγο να στοχεύουν αυτές, καθιστώντας τις υπεύθυνες. Αυτή είναι η βασική παραδοχή και είναι εν πολλοίς σωστή, παρόλο που έχουν υπάρξει και περιπτώσεις εκδηλώσεων βίας ως αποτέλεσμα εσωτερικών ερίδων (αντιπαραθέσεων μεταξύ οπαδών και διοίκησης), πλην όμως αυτές είναι μεμονωμένες και σίγουρα όχι ικανές για ν΄ ανατρέψουν την παραπάνω βασική παραδοχή. Η οποία άλλωστε ουσιαστικά συνομολογείται πλήρως κι από τις ίδιες τις ομάδες, αφού έχουν θεσπίσει ακριβώς την ίδια προσέγγιση στο πειθαρχικό τους δίκαιο, προβλέποντας την αντικειμενική ευθύνη τους για τα επεισόδια των οπαδών τους. Είναι λοιπόν πράγματι αναμφισβήτητο ότι αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και πέριξ αυτών δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ευθύνη των ίδιων των ομάδων.

2. Πέρα απ’ αυτή την βασική παραδοχή, ως κύρια μέσα αντιμετώπισης της βίας επιλέχθηκαν κυρίως δύο, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν τόσο προληπτικά (κυρίως) όσο και κατασταλτικά, το ονομαστικό ηλεκτρονικό εισιτήριο και η λειτουργία καμερών. Και είναι μεν αλήθεια ότι αυτά τα δύο μέτρα μπορούν να παίξουν κρίσιμο ρόλο στην καταπολέμηση της οπαδικής βίας, πλην όμως, πρόκειται για νομικές προβλέψεις γνωστές, ίσως όχι με τις σύγχρονες τεχνολογικές προδιαγραφές που εξαγγέλθηκαν τώρα, υπάρχουσες όμως εδώ και πολύ καιρό στη νομοθεσία μας, αλλά ουδέποτε ουσιαστικά εφαρμοσθείσες. Τώρα θα εφαρμοσθούν; Αυτό είναι το ερώτημα.

Η θετική απάντηση προϋποθέτει αρχικά την άμεση αντιμετώπιση και επιτυχή επίλυση αρκετών τεχνικών και νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν, όπως είναι βέβαιο ότι θα καταδειχθεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα (το ζήτημα πάντως της συμμόρφωσης της λειτουργίας των καμερών στους αθλητικούς χώρους με το νομικό πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων έχει αντιμετωπισθεί, σε συνεργασία με την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, εδώ και πολλά χρόνια).

Όπως και την αντιμετώπιση οικονομικών ζητημάτων, αφού για τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες, με λίγους φιλάθλους στα περισσότερα παιγνίδια τους, η λειτουργία τέτοιων προηγμένων συστημάτων συνεπάγεται εντελώς δυσανάλογο κόστος, το οποίο ίσως και ν’ αδυνατούν να καλύψουν (γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν θα ήταν καθόλου παράλογο το σχετικό κόστος να καλυφθεί από την Πολιτεία, όπως έχει γίνει δεκτή η άποψη αυτή και στο παρελθόν).

Η σπουδαιότερη όμως προϋπόθεση είναι η ύπαρξη αταλάντευτης πολιτικής βούλησης μέχρι το τέλος. Αυτή είναι που έλειψε και όλα που προβλέπονται ουσιαστικά εδώ και μια εικοσαετία δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, είτε με τη μέθοδο των αλλεπάλληλων παρατάσεων είτε δια της μη έκδοσης εφαρμοστικών αποφάσεων εκεί όπου ήταν απαραίτητες είτε δια της σιωπής και της ανοχής. Θα είναι διαφορετικά τα πράγματα τώρα; Ίδωμεν.

3. Παράλληλα με τα προαναφερόμενα, υπήρξαν δύο ακόμη εξαγγελίες. Η πρώτη αφορά στην λειτουργία ενός μόνο συνδέσμου φιλάθλων («λέσχη φιλάθλων» σύμφωνα με τον νόμο) ανά ομάδα και η άλλη στην αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων.

Ως προς το μέγα θέμα των συνδέσμων φιλάθλων, λεκτέα τα ακόλουθα:

Κράτος δικαίου σημαίνει, πρώτα απ´ όλα, νόμοι που εφαρμόζονται, και μάλιστα αποτελεσματικά και χωρις υπέρμετρη καθυστέρηση. Με μηδαμινές εξαιρέσεις, η λειτουργία των συνδέσμων φιλάθλων στην χώρα μας παραβιάζει προκλητικά αυτόν τον βασικό κανόνα. Προσωπικά, εδώ και πολλά χρόνια υποστηρίζω δημόσια και μοναχικά ότι η πλήρης κατάργηση των συνδέσμων φιλάθλων αποτελεί το πρώτο αναγκαίο βήμα για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας στη χώρα μας, αφού, για οσους γνωρίζουν το θέμα, ο έλεγχός τους είναι αποδεδειγμένα πρακτικά ανέφικτος. Φυσικά, πρόκειται για αντιδημοφιλές μέτρο, αφού θα δυσαρεστήσει τους οργανωμένους «φιλάθλους» όλων των ομάδων (μάλλον αυτός είναι κι ο λογος που καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν το τόλμησε, προτιμώντας ν ανακοινώνει ανεφάρμοστες αυστηροποιήσεις), ακριβως ομως αυτό αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της ορθότητας του. Συνεπώς, η εξαγγελία του πρωθυπουργού για κατάργηση όλων των συνδέσμων (λεσχών, οπως πλέον λέγονται) και λειτουργία μόνο ενός συνδέσμου ανά ομάδα, υπό την πλήρη ευθύνη της, είναι στη σωστή κατεύθυνση, μένει ομως να δούμε την εφαρμογή της, διότι εξαγγέλθηκε ξανά λίγους μήνες πριν, χωρίς τίποτα να έχει γίνει στην πράξη (περισσότερα για το θέμα αυτό και για ειδικότερες πτυχές του που πρέπει να ληφθούν υπόψη βλ. σχετικό άρθρο μου στα ΝΕΑ 7.2.2022, λιγο μετά τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού, με τίτλο «3 προτάσεις για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας»).

Σε σχέση με την αυστηροποίηση των κυρώσεων, πράγματι, όπως ήδη προειπώθηκε, για τις πράξεις βίας που τελούνται στο πλαίσιο αθλητικών εκδηλώσεων ή επ΄ αφορμή αυτών, στο επίπεδο των αθλητικών κυρώσεων ισχύει – ορθώς – σήμερα σε γενικές γραμμές η αρχή της αντικειμενικής ευθύνης των ομάδων (επιβολή προστίμων, τιμωρία γηπέδων, αφαίρεση βαθμών κλπ). Πλην όμως, οι κυρώσεις εις βάρος των ομάδων στο πλαίσιο της προαναφερόμενης αντικειμενικής ευθύνης τους αποδεικνύεται συνεχώς ότι δεν είναι όσο αποτρεπτικές θα έπρεπε ώστε να τις υποχρεώνουν να ελέγξουν με διαρκή και αποτελεσματικό τρόπο τις τάξεις των οπαδών τους. Απαιτείται συνεπώς μια περαιτέρω αυστηροποίηση του αθλητικού πειθαρχικού δικαίου για την ευθύνη των ομάδων από πράξεις των οπαδών τους. Στο ίδιο πλαίσιο συμπεριλαμβάνεται κατά τη γνώμη μου και η ανάγκη θέσπισης κανόνων που θα επιβάλλουν στους διαιτητές να επιδεικνύουν μηδενική ανοχή στη βία. Κάτι βεβαίως που δεν είναι ευθύνη της Πολιτείας, αλλά των οικείων αθλητικών Ομοσπονδιών και των αντίστοιχων διοργανώτριων αρχών των διάφορων αθλητικών διοργανώσεων.

Όσον αφορά στους ίδιους τους υπαίτιους (φυσικούς αυτουργούς), είναι αλήθεια ότι ενώ το πλαίσιο των σχετικών (ποινικών) κυρώσεων που προβλέπονται σήμερα είναι αρκετά αυστηρό, η έξαρση της οπαδικής βίας επιβάλλει την αντιμετώπιση του φαινομένου με έκτακτο τρόπο, ήτοι με ακόμη μεγαλύτερη αυστηροποίηση. Πέρα όμως από το πλαίσιο του νόμου για τις ποινές, η εμπειρία έχει αποδείξει ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι υπαίτιοι αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιείκεια από την Δικαιοσύνη. Κατηγορούμενοι για βαρύτατες πράξεις βίας, όταν συλλαμβάνονται (ακόμη και επ’ αυτοφώρω) αφήνονται σχεδόν πάντοτε αμέσως ελεύθεροι και όταν κάποτε φτάνει η ώρα να δικαστούν, είτε τιμωρούνται με πολύ ελαφρές ποινές, κι αυτές με αναστολή, είτε, συνηθέστερα, αθωώνονται λόγω αμφιβολιών. Το αποτέλεσμα είναι να αποθρασύνονται και να επιστρέφουν με δόξα και τιμή στις τάξεις των συντρόφων τους, ανεβαίνοντας μάλιστα κλίμακα στην ιδιότυπη ιεραρχία των εν λόγω εγκληματικών ομάδων (τραγικό παράδειγμα, ο δολοφόνος του 19χρονου Άλκη, είχε προηγουμένως μαχαιρώσει άλλους, αλλά δεν προφυλακίσθηκε και κυκλοφορούσε ελεύθερος, με τα γνωστά αποτελέσματα). Συνεπώς, η όποια αυστηροποίηση πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε τα περιθώρια επιεικούς μεταχείρισης που θ’ αφήνει ο νόμος στους δικαστές να είναι τα απολύτως δικαιολογημένα στις παρούσες συνθήκες.

4. Εφόσον το ζητούμενο είναι πράγματι η αποτελεσματικότητα, προς την κατεύθυνση να υποχρεωθούν οι ομάδες να αναλάβουν αποτρεπτική δράση για τη συμπεριφορά των οπαδών τους, δύο ακόμη σημεία νομίζω ότι είναι σκόπιμο να εξετασθούν: Πρώτον, η θέσπιση αστικής ευθύνης των ομάδων για τις εγκληματικές ενέργειες των οπαδών τους, κάτι απολύτως συμβατό μάλιστα με την εξαγγελία λειτουργίας μιας μόνο λέσχης φιλάθλων υπό την ευθύνη της ομάδας. Και, δεύτερον, η θέσπιση αντίστοιχης ευθύνης προσωπικά για τους διοικούντες (είτε φέρουν τυπική ιδιότητα είτε όχι, όντας εν τοις πράγμασι οι αληθινοί διοικητές, όπως έχει ήδη αναγνωρισθεί σε ορισμένες περιπτώσεις από την ΕΕΑ και τα δικαστήρια), οι οποίοι, ενώ στην πράξη έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, νομικά σε προσωπικό επίπεδο για όλα αυτά απολαμβάνουν ένα καθεστώς απόλυτου σχεδόν ανεύθυνου.

5. Στην κατεύθυνση αναζήτησης της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της οπαδικής βίας κρίσιμη παράμετρος είναι και η αντίστοιχη αναγκαία οργάνωση και ευαισθητοποίηση της Δικαιοσύνης. Όπως προαναφέρθηκε, σήμερα η Δικαιοσύνη, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, αντιμετωπίζει το φαινόμενο της οπαδικής βίας με εξαιρετικά επιεική τρόπο. Κι ενώ η κατά κανόνα επιείκεια του Έλληνα δικαστή στην καθημερινή απονομή της Δικαιοσύνης είναι κατανοητή και καλοδεχούμενη, η ίδια επιείκεια όταν αφορά σε κατηγορούμενους για αδικήματα οπαδικής βίας (οι οποίοι συνήθως επικουρούνται από ιδιαίτερα έμπειρους και ικανούς συνηγόρους που τους διασφαλίζουν οι ομάδες) καταλήγει, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ν’ αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που συμβάλλει στη διαιώνιση του προβλήματος. Επειδή όμως το πρόβλημα έχει λάβει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με την ελληνική κοινωνία να θρηνεί ζωές αθώων νέων ανθρώπων, δεν μπορεί πλέον να γίνεται ανεκτό και χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Και από τη Δικαιοσύνη. Με οργανωτικά μέτρα και, σε κάθε περίπτωση, με την ευαισθητοποίησή της.

Στο παρελθόν έχει αρκετές φορές διατυπωθεί η ιδέα για τη δημιουργία ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια («Τμήματα Αθλητικής Βίας»), τουλάχιστον στα Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης, με δικαστές που θ΄ ασχολούνται, αν όχι αποκλειστικά, πάντως συστηματικά με τα θέματα αυτά, αποκτώντας πολύτιμη εμπειρία και ικανότητα στην αρμόζουσα, δίκαιη πάντα φυσικά, δικαστική αντιμετώπιση των σχετικών περιστατικών. Στην περίπτωση δε που η ίδρυση τέτοιων ειδικών Τμημάτων προσκρούει σε πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με την οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και την κατανομή των υπηρεσιών των δικαστικών λειτουργών, κι έτσι είναι ανέφικτη η υλοποίηση της συγκεκριμένης ιδέας, τότε ας γίνει αυτό τουλάχιστον σε επίπεδο Εισαγγελίας. Ο θεσμός του αθλητικού Εισαγγελέα έχει αποδειχθεί στην πράξη πολύ χρήσιμος, γι αυτό και πρέπει να ενδυναμωθεί, ενδεχομένως με δύο αθλητικούς Εισαγγελείς (Νότιας με Βόρειας Ελλάδας), αποκλειστικής ίσως μάλιστα απασχόλησης. Αλλά και, επιπροσθέτως, η θέσπιση ενός εποπτεύοντος αυτούς Αθλητικού Εισαγγελέα Εφετών, πανελλαδικής αρμοδιότητας, είναι κάτι επίσης που θα μπορούσε να συνδράμει δραστικά στην αντιμετώπιση της οπαδικής βίας και εν γένει εγκληματικότητας.

Και, μαζί μ΄ αυτά, απαραίτητη είναι -έχει άλλωστε ήδη επίσημα διαπιστωθεί- η εκπαίδευση των δικαστών στο αντικείμενο, προφανώς κατά τη φοίτησή τους στη Σχολή Δικαστών. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο θα διαθέτουν τις βασικές γνώσεις για να χειριστούν τις αντίστοιχες υποθέσεις που κάποια στιγμή θα κληθούν να δικάσουν, αλλά και θα έχουν εγκαίρως ευαισθητοποιηθεί για τις διαστάσεις και τις πτυχές του φαινομένου και όσων κρύβονται από πίσω του.

6. Τέλος, επιστρέφοντας στα αίτια που παράγουν την οπαδική βία, παρόλο που στην πραγματικότητα από εντελώς αλλού εκκινεί, έχει πάντως μεγάλη σημασία να μην βρίσκει αφορμές και προσχήματα στις εκδηλώσεις της. Γι’ αυτό η αίσθηση της ισονομίας και η απόδοση δικαιοσύνης προς όλες τις κατευθύνσεις, το ίδιο απέναντι σε όλους, είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι υπάρχουσες καταγγελίες για στημένα παιγνίδια στο ποδόσφαιρο, η διερεύνηση των οποίων δείχνει αδικαιολόγητα να καθυστερεί, ενώ υπάρχουν τόσοι σοβαροί λόγοι που συνηγορούν για το αντίθετο. Συνεπώς, υπάρχουν πολλά ακόμη εν προκειμένω που πρέπει να γίνουν, είτε σε επίπεδο Ομοσπονδιών είτε σε επίπεδο Δικαιοσύνης και Πολιτείας γενικότερα.

Παναγιώτης Περάκης

Ο Π. Περάκης είναι δικηγόρος. Ως μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του ν. 3057/2002 ήταν ο εισηγητής των αλλαγών για τον επαγγελματικό αθλητισμό. Ήταν Πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του 2015 με αντικείμενο την συνολική αναμόρφωση της αθλητικής νομοθεσίας, το σχέδιο νόμου όμως που καταρτίσθηκε, παρότι είχε κατατεθεί στην Βουλή, λόγω αλλαγής του προσώπου του Υπουργού δεν συζητήθηκε τελικά αλλά αποσύρθηκε. Ήταν μέλος της Ομάδας Εργασίας για την λειτουργία καμερών στα γήπεδα σύμφωνα με τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Έχει υπάρξει τρεις φορές μέλος της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, από την οποία παραιτήθηκε και τις τρεις.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Νέα κυκλοφορία: Η καλωδιακή τηλεόραση. Νομική οριοθέτηση και συνταγματική προσέγγιση, Γιάννα Π. Κική

Το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου και το e-ΠΟΛΙΤΕΙΑ επανεκδίδουν σε ηλεκτρονική μορφή το βιβλίο της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, Γιάννας Π. Κική, “Η καλωδιακή τηλεόραση. Νομική οριοθέτηση και συνταγματική προσέγγιση”.

Περισσότερα

Νέα κυκλοφορία: Δώδεκα Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Τα “Δώδεκα Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου” απευθύνονται σε φοιτητές, ερευνητές, αλλά και σε κάθε ενδιαφερόμενο που έχει ήδη μελετήσει τις βασικές έννοιες και τους θεσμούς του Συντάγματος των εξουσιών, αποτελώντας εναύσματα για περαιτέρω εμβάθυνση.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.