Το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 07.02.2024 για την κατάσταση του κράτους δικαίου και της ελευθερίας της ενημέρωσης στην Ελλάδα εκθέτει σκληρές αλήθειες, τις οποίες το εγχώριο σύστημα εξουσίας συστηματικά αποκρύπτει από την κοινή γνώμη στη χώρα μας. Το Ψήφισμα ξεκινάει μάλιστα με την εξαιρετικά δυσοίωνη υπόμνηση ότι η συμμόρφωση κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης (άρθρο 2 της ιδρυτικής Συνθήκης), δηλαδή κυρίως ο σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές του κράτους δικαίου, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την εκ μέρους του απόλαυση των δικαιωμάτων που συνεπάγεται η ιδιότητα του μέλους, περιλαμβανομένης της χρηματοδότησής του από την Ένωση. Συνεπώς δεν πρόκειται απλά για ένα θέμα εικόνας της χώρας μας στο εξωτερικό, αλλά για την προοπτική επιβολής οδυνηρών κυρώσεων, αν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των θεσμών μας και του πολιτικού μας συστήματος.
Επί της ουσίας το Ψήφισμα διαπιστώνει ότι τα τελευταία χρόνια η κατάσταση του κράτους δικαίου και της ελευθερίας της ενημέρωσης επιδεινώνεται στην Ελλάδα. Δίνει μάλιστα έμφαση στο γεγονός ότι η χώρα μας κατέχει την χειρότερη θέση μεταξύ όλων των κρατών-μελών της Ένωσης (και 107η παγκοσμίως) στην ετήσια κατάταξη για την ελευθερία του τύπου της διεθνούς οργάνωσης «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» το έτος 2023, όπως και ότι οι δύο δολοφονίες δημοσιογράφων και εννέα περιπτώσεις απειλών παραμένουν ανεξιχνίαστες. Ακόμη σημειώνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής κατά της διαφθοράς από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας και ότι η θέση της χώρας μας στον ετήσιο Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς της οργάνωσης «Διεθνής Διαφάνεια» χειροτέρευσε ανησυχητικά το 2023. Αδιαφάνεια επισημαίνεται εξάλλου και ως προς την κατανομή της δημόσιας διαφημιστικής δαπάνης (η περιβόητη «Λίστα Πέτσα») σε ΜΜΕ και social media, ενώ αρνητικά αξιολογείται η άσκηση εκφοβιστικών αγωγών αποζημίωσης κατά δημοσιογράφων και εφημερίδων από πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του πρωθυπουργού για άρθρα γνώμης που δημοσίευσαν σε βάρος τους.
Παραπέρα επιβαρυντικά στοιχεία συνιστούν, σύμφωνα με το Ψήφισμα, η χωρίς προηγούμενο στα χρονικά άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης για συνάντηση με ερευνητική αντιπροσωπεία του Ευρωκοινοβουλίου τον Απρίλιο του 2022, η παροχή ασυλίας από τη Βουλή σε δύο πρώην υπουργούς για την κακοδιαχείριση 700 εκατομμυρίων ευρώ ενωσιακών χρηματοδοτήσεων σχετικών με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, η οποία ερευνάται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, οι καθυστερήσεις στην ενημέρωση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για χιλιάδες περιπτώσεις τηλεφωνικών παρακολουθήσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας το 2002 κ.ά. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις το Ευρωκοινοβούλιο συμπεραίνει ότι υπάρχουν σοβαρές απειλές για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα, εκφράζοντας ιδιαίτερη ανησυχία για το γεγονός ότι παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστη η δολοφονία του δημοσιογράφου Καραϊβάζ το 2021, για την υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία σε διάφορα περιστατικά, καθώς και για το γεγονός ότι τα συστηματικά ΜΜΕ ελέγχονται από την οικονομική ολιγαρχία, με αποτέλεσμα την αποσιώπηση συγκεκριμένων θεμάτων, όπως π.χ. οι αμφιβολίες για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων πριν από το δυστύχημα των Τεμπών. Εξάλλου καταδικάζει απερίφραστα την απαράδεκτη εργαλειοποίηση του όρου «απειλή της εθνικής ασφάλειας» για τη συγκάλυψη της απαράδεκτης παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των ευρωβουλευτών Ανδρουλάκη και Κύρτσου.
Το Ψήφισμα καλεί τη Βουλή και την κυβέρνηση να διασφαλίσουν την πλήρη ανεξαρτησία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, να θεσπίσουν ρυθμίσεις για την αποτελεσματική καταπολέμηση των υποκλοπών και ιδίως του κακόβουλου λογισμικού Predator και να ακυρώσουν την υπαγωγή των κρατικών μυστικών υπηρεσιών απευθείας στον πρωθυπουργό (που χρονολογείται από το 2019). Ακόμη ζητά την άμεση υιοθέτηση μέτρων για να βελτιωθεί η ικανότητα της αστυνομίας να ερευνά υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας επί των ισχυρών ενδείξεων διαπλοκής μεταξύ αστυνομίας και οργανωμένου εγκλήματος, την πλήρη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τη συμμετοχή του ίδιου του δικαστικού σώματος στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και τη βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας με εισαγωγή εντατικότερης διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και την εγκατάλειψη της πρακτικής των άσχετων τροπολογιών της τελευταίας στιγμής στα συζητούμενα νομοσχέδια. Η κατάληξη του Ψηφίσματος είναι η διατύπωση πρόσκλησης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κάνει πλήρη χρήση των εργαλείων που διαθέτει, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις παραβιάσεις των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης οι οποίες λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, ουσιαστικά δηλαδή να περιορίσει τη ροή των ενωσιακών χρηματοδοτήσεων προς τη χώρα μας.
Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα πραγματικά συγκλονιστικό κείμενο, το οποίο αποκαλύπτει και καυτηριάζει σε όλη τους την έκταση τις καθεστωτικές πρακτικές της σημερινής κυβέρνησης, καθώς και τις γενικότερες παθογένειες του ελληνικού δημόσιου βίου, που αναπαράγονται επί σειρά δεκαετιών και υπονομεύουν τις θεμελιώδεις αρχές όχι μόνο του δικαίου της Ένωσης, αλλά και του ελληνικού Συντάγματος. Κάθε δημοκρατικός άνθρωπος πρέπει να μελετήσει με προσοχή το Ψήφισμα για να αντιληφθεί ποια είναι τα διακυβεύματα για τη χώρα και την κοινωνία μας τα επόμενα χρόνια. Η υλοποίηση των συστάσεων του Ψηφίσματος είναι απολύτως αναγκαία, αν θέλουμε να συμμετέχουμε στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και να διορθώσουμε τα θεσμικά και δημοκρατικά μας ελλείμματα, ώστε να μπορέσει ο Ελληνισμός να προοδεύσει μέσα στον 21ο αιώνα.
Κώστας Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ