Με την πρόσφατη απόφαση «Τραμπ εναντίον Ηνωμένων Πολιτειών» (Νο. 29-939, 1η Ιουλίου 2024), το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με πλειοψηφία έξι εναντίον τριών δικαστών, καταπάτησε πολλαπλά – στην πραγματικότητα, πρόδωσε – και μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας, το Κράτος Δικαίου:
- Ανακήρυξε τον Πρόεδρο μιας δημοκρατικής, στα χαρτιά – και πάντως στο Σύνταγμά της – χώρας, ως υπεράνω του νόμου «Βασιλέα»: ανεύθυνο, μη λογοδοτούντα και νομιμοποιούμενο να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων εγκληματικών πράξεων. Η απόφαση μιλά για «απόλυτη ασυλία» του Προέδρου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που βρίσκονται στον «πυρήνα» των εκ του Συντάγματος καθηκόντων του (core constitutional powers), αδιαφορώντας για τον σκοπό και για το είδος της επιτελούμενης ή σχεδιαζόμενης παραβίασης του νόμου. Η σκέψη αυτή οδηγεί στο αποτέλεσμα – λογικά άτοπο και συνταγματικά διαστρεβλωτικό – να επιτρέπει παραβίαση της αποστολής – του όρκου – του Προέδρου στο όνομα της «ορθής» εκτέλεσης αυτής ακριβώς της αποστολής.
- Προσέδωσε στην έννοια της ασυλίας αποκλειστικά τη μορφή της «προφύλαξης» – από πιέσεις που θα μπορούσαν να ασκηθούν στον Πρόεδρο, αν δεν είχε απόλυτη ασυλία – αγνοώντας συνειδητά τη διάσταση της νομιμότητας, της λογοδοσίας και του ελέγχου κάθε αιρετού αξιώματος. Για την πλειοψηφία, ο «κίνδυνος» – που δικαιολογεί την απόλυτη ασυλία – είναι ένας «ατέλειωτος κύκλος πολιτικού χαρακτήρα (partisan) διώξεων» και βασική μέριμνα του Συντάγματος – με βάση την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών – ο Πρόεδρος να μην «διστάζει», μπροστά στον παραπάνω κίνδυνο, να «εκτελεί τα επίσημα καθήκοντά του άφοβα και δίκαια (fearlessly and fairly)». Κατά τη λογική, όμως, της Δημοκρατίας, ο βασικός κίνδυνος είναι άλλος: η χρήση – και κατάχρηση – των προνομίων και των δυνατοτήτων που προσφέρει ένα αξίωμα σαν αυτό του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών για τη διάπραξη παραβάσεων, παρανομιών ή και εγκλημάτων σαν αυτά που διέπραξε, σε παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση, ο Τραμπ. Πριν από τη διασφάλιση της εξουσίας, το χρέος της Δημοκρατίας είναι να διασφαλίζει τον έλεγχό της: μεταξύ αποφυγής «διαρκών διώξεων» – για τις οποίες το ίδιο το αμερικανικό Σύνταγμα και οι νόμοι παρέχουν προστασία μέσα από πολύ ειδικές και πολύ αυστηρές διαδικασίες και υπεράσπισης του Κράτους Δικαίου, η ζυγαριά δεν μπορεί να κλίνει παρά στη δεύτερη. Το Ανώτατο Δικαστήριο «είπε» το ακριβώς αντίθετο.
- Τράβηξε πέρα από τα ακραία όριά της – στην πραγματικότητα, βίασε – την ερμηνευτική μέθοδο και την ίδια την ερμηνεία βασικών εννοιών. Η τριπλή κατάταξη των «επίσημων καθηκόντων» (official duties) του Προέδρου σε «εξουσίες πυρήνα» (“core powers”), που παρέχουν απόλυτη ασυλία, «εξουσίες εξωτερικής περιμέτρου» (“acts within the outer perimeter”), που παρέχουν τεκμήριο ασυλίας (“presumptive immunity”) και «μη επίσημες πράξεις» (“unofficial acts”), για τις οποίες, θεωρητικά, δεν υφίσταται ασυλία, βρίσκεται εντελώς στον αέρα από τη στιγμή που δεν παρέχεται από το δικαστήριο κανένα ουσιαστικό κριτήριο καθορισμού των διαφόρων επιπέδων και διάκρισης των πράξεων και που δεν συνδέονται οι πράξεις με το επιδιωκόμενο ή πιθανό αποτέλεσμά τους. Με αποτέλεσμα, όπως παρατήρησαν οι τρεις μειοψηφίσασες δικαστές, η ασυλία, παρά τις δήθεν διακρίσεις, να εκτείνεται σε όλες τις πράξεις του Προέδρου, όσο είναι Πρόεδρος. Με τα λόγια της δικαστή Sotomayor: «Διατάζει τους βατραχανθρώπους να δολοφονήσουν έναν πολιτικό αντίπαλο; Έχει ασυλία. Οργανώνει πραξικόπημα για να μείνει στην εξουσία; Ασυλία. Δωροδοκείται για να δώσει χάρη; Ασυλία, ασυλία, ασυλία».
Η χρήση ως βασικής νομολογίας, για τη στήριξη των θέσεων της πλειοψηφίας, της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου “Fitzgerald v. Nixon” (1983), είναι από κακόπιστη έως παραπλανητική: στην εν λόγω υπόθεση το ζήτημα αφορούσε ασυλία του τότε Προέδρου από εναντίον του αστική αγωγή (αντίθετα, στην «υπόθεση Watergate», το Ανώτατο Δικαστήριο κάθε άλλο παρά παρέσχε ασυλία στο Νίξον) και όχι διάπραξη σοβαρότατων εγκλημάτων κατά της δημοκρατίας, όπως στην περίπτωση Τραμπ.
Ακόμα λιγότερο πειστική είναι η απόφανση της πλειοψηφίας (με διαφοροποίηση, ως προς αυτό, της δικαστή Barrett) ότι προεδρικές ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των «επισήμων καθηκόντων» – είτε στον «πυρήνα», είτε στην «εξωτερική περίμετρο» – δεν μπορούν καν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό (evidence) σε δικαστική διαδικασία. Όχι μόνο όλες οι πράξεις καλύπτονται από ασυλία, αλλά η ασυλία εκτείνεται στη δυνατότητα να «κρυφτούν τα ίχνη» οποιασδήποτε παρανομίας διαπράχθηκε υπό το προκάλυμμα των επισήμων καθηκόντων ενός δημοκρατικά εκλεγμένου – αλλά υπεράνω δημοκρατίας – προσώπου: αν ένας εν ενεργεία Πρόεδρος βιντεοσκοπηθεί να διατάζει τη δολοφονία αντιπάλου του, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε όχι μόνο ότι δεν μπορεί να διωχθεί αλλά και ότι το βίντεο δεν υπάρχει.
Κορωνίδα, ωστόσο, του – διόλου τυχαίου – ερμηνευτικού παραλογισμού αποτελεί το επιχείρημα της πλειοψηφίας ότι, επειδή στην περίπτωση Τραμπ έλαβε χώρα για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία ποινική δίωξη Προέδρου για τέτοια αδικήματα, τα αδικήματα αυτά καλύπτονται αναγκαστικά από την προεδρική ασυλία. Αντίθετα, ισχύει αυτό που διατυπώνει στην πύρινη αντίκρουσή της η δικαστής Jackson: «Ποτέ στην Ιστορία της Δημοκρατίας μας (our Republic) ένας Πρόεδρος δεν είχε λόγο να πιστέψει ότι θα μπορούσε να είχε ασυλία από ποινική δίωξη εάν χρησιμοποιούσε τις εκ του αξιώματος του δυνατότητες (the trappings of his office) για να παραβιάσει τον ποινικό νόμο».
- Για δήθεν υποβοήθηση στη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης – την κατηγορία εναντίον του πρώην προέδρου Τραμπ για πρόκληση και συμμετοχή σε εξέγερση, δηλαδή σε πραξικόπημα, στις 6 Ιανουαρίου 2021 – και για δήθεν ξεκαθάρισμα ενός συνταγματικού ζητήματος – τα όρια της προεδρικής ασυλίας, το Ανώτατο Δικαστήριο πήρε θέση, με καθαρά πολιτικά κριτήρια και καθαρά κομματική πλειοψηφία (έξι δικαστές ορισμένοι από Ρεπουμπλικανούς Προέδρους, εκ των οποίων οι τρεις από τον ίδιο τον Τραμπ), υπέρ ενός υποψηφίου, του Τραμπ, σε εν εξελίξει προεκλογική εκστρατεία. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης – την τελευταία μέρα πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές, ενώ η υπόθεση εκκρεμούσε πολλούς μήνες, καθώς και η τυπική «επιστροφή» της ετυμηγορίας στον δικαστή της ουσίας με υποχρέωση εξέτασης υπό το πρίσμα του τριπλού «τεστ καθηκόντων» (πυρήνας, περίμετρος, μη επίσημα), καθιστούν αδύνατη την έκδοση απόφασης για τις κατηγορίες κατά του Τραμπ πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Οι «οδηγίες» που δίνει η γνώμη της πλειοψηφίας, την οποία συνέταξε το ίδιος ο δήθεν «μετριοπαθής» Πρόεδρος του Δικαστηρίου Roberts, ως προς το τι «καλύπτεται» από την ασυλία, αφήνει λίγα περιθώρια σε ένα κατώτερο δικαστήριο: είναι σχεδόν αδύνατο να μην αποφανθεί ότι καλύπτονται τα πάντα – και πάντως οι πράξεις που οδήγησαν στο πραξικόπημα του Ιανουαρίου του 2021. Ακόμα και οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί σε πολλά σημεία η πλειοψηφία – ανάγκη για «δυναμική και ενεργητική (vigorous and energetic) Προεδρία», σε αντιπαραβολή με αυτό που δείχνει τον τελευταίο καιρό ο νυν Πρόεδρος, χαρακτηρισμός του τόνου της μειοψηφίας ως «ανατριχιαστικού τέλους εποχής (chilling doom)», σαν μην υπήρξε το doom της 6ης Ιανουαρίου, καθώς και η κατά λέξη υιοθέτηση των επιχειρημάτων και των εκφράσεων της «πλευράς Τραμπ», ταιριάζουν πιο πολύ σε εκλογικό φυλλάδιο ή τηλεοπτική εκπομπή υπέρ του Τραμπ παρά σε δικαστική απόφαση.
Η ντροπιαστική αυτή για το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και για την αμερικανική δημοκρατία απόφαση δεν συνιστά, όπως από πολλούς, και από τον ίδιο τον Τραμπ, ειπώθηκε, «νίκη» του πρώην Προέδρου και άνοιγμα δρόμου για μια – καλυπτόμενη από πλήρη ασυλία – επανεκλογή του. Υπηρεσία αποτελεί, και μάλιστα διατεταγμένη και με το αζημίωτο.
Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς