Για ζητήματα κρίνει αποφασιστικά το ίδιο το κόμμα, μέσω των καταστατικών του οργάνων. Ούτε ο δικαστής ούτε οι συνταγματολόγοι.
Πριν λίγες μέρες η Κεντρική Επιτροπή του Σύριζα προχώρησε σε μια πρωτοφανή, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, κίνηση: με μια πράξη κάθαρσης -νίκη της υγείας απέναντι σε μια ύπουλη αρρώστια- καθαίρεσε τον σχετικά πρόσφατα εκλεγμένο Πρόεδρο του κόμματος. Άνοιξε χώρο για καθαρό αέρα. Κάπως πήρε να ξεκαθαρίζει η μολυσμένη ατμόσφαιρα που το πολιτικό εκτόπλασμα που αναδείχθηκε Πρόεδρος του Σύριζα έφερε πρωτίστως στον Σύριζα, στην Αριστερά γενικότερα, αλλά, έμμεσα, και στο πολιτικό σύστημα συνολικά.
Ναι, και στο πολιτικό σύστημα: αν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να είναι αυτό το πράμα, τότε κάποιο πρόβλημα έχει το όλο πολιτικό σύστημα, παρά το ότι οι άλλες πολιτικές δυνάμεις δεν ευθύνονται για την εκλογή του. Όπως ακριβώς μπορεί να μην ευθύνεσαι που ο γείτονας δεν φρόντισε για την καλή κατασκευή της σηπτικής του δεξαμενής -του βόθρου του δηλαδή-, όμως αν αυτή σκάσει θα υποστείς κι εσύ τις συνέπειες.
Δεν είναι εδώ ο χώρος, ούτε η στιγμή για να ερευνηθούν οι λόγοι που έκαναν εφικτή την εκλογή αυτού του ανθρώπου. Και χωρίς κανείς να ξεχνά τίποτε, κανέναν και καμία (έχουν ονόματα, πρόσωπα, λόγους και σιωπές), δεν είναι τώρα ο χρόνος αναζήτησης ευθυνών. Θα έρθει, πρέπει να έρθει η στιγμή να ρωτηθούν, κοιτάζοντάς τους στα μάτια, κυρίως εκείνοι και εκείνες που τον έφεραν, αλλά και όσοι και όσες τον στήριξαν ή, έστω, τον ανέχθηκαν: γιατί; Η απάντηση σε αυτό το «γιατί» θα δώσει και το μέτρο της πολιτικής τους αξιοπιστίας και του προσωπικού τους αναστήματος. Αλλά θα βοηθήσει να γίνει καταληπτό και το όλο φαινόμενο. Αυτά όμως στην ώρα τους.
Μη αμφισβητώντας την νομιμότητα της εκλογής του -και ο Νέρων και Καλιγούλας νομίμως ανήλθαν στον θρόνο των Καισάρων- σήμερα περιορίζομαι σε τρεις παρατηρήσεις θεσμικού χαρακτήρα. Αυτό όχι επειδή εμπλέκομαι στην ιστορία αυτή -δεν εμπλέκομαι. Το «αέρα, αέρα, να φύγει η χολέρα» συνέβη εντός του Σύριζα και αναμφίβολα η τιμή για την απόφαση της απομάκρυνσής του ανήκει σε εκείνα τα στελέχη του Σύριζα που από καιρό εργάσθηκαν για αυτή την έκβαση.
Κάνω τις παρατηρήσεις που ακολουθούν κυρίως επειδή η πλευρά του τέως επιχειρεί, άγαρμπα και αβάσιμα, να ρίξει λάσπη στην διαδικασία εκλάκτισης του ινδάλματός της, φληναφώντας περί «εκτροπής», «πραξικοπήματος» κλπ. κλπ. κλπ. Αλλά και επειδή ορισμένα σημεία της διαδικασίας καθαίρεσης δημιούργησαν, εύλογα λόγω του πρωτοφανούς του πράγματος, έντονους προβληματισμούς και αμφιβολίες και σε καλούς και ακέραιους νομικούς, όπως ο φίλος Ξενοφών Κοντιάδης, και επειδή ο θεσμός «πολιτικό κόμμα» είναι αντικείμενο και συνταγματικής διάταξης, και νομολογίας, ελληνικής κα ξένης, και θεωρίας, επίσης ελληνικής και ξένης.
Παρατήρηση πρώτη:
Τα καταστατικά των κομμάτων είναι οργανωτικά πολιτικά κείμενα, δεν είναι νομικά κείμενα όπως τα καταστατικά των σωματείων του αστικού κώδικα, των εταιριών ή των συνεταιρισμών κλπ. Τα πολιτικά κόμματα απολαμβάνουν πλήρη αυτοτέλεια σχετικά με την εσωτερική τους οργάνωση, αντικείμενο της οποίας είναι και το πως συγκροτούν, ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το καταστατικό τους.
Για να γίνει πιο κατανοητό: το μέλος ενός σωματείου ή ο μέτοχος μιας εταιρίας, αν θεωρεί ότι παραβιάσθηκε το οικείο καταστατικό προσφεύγει στο αρμόδιο δικαστήριο. Δεν υπάρχει όμως, ούτε μπορεί να υπάρξει, πολιτειακό δικαστήριο που θα κρίνει σε μια αντίστοιχη διαφωνία του μέλους ενός κόμματος. Η αντίθετη άποψη, αν δεν οφείλεται σε δικηγορική freveur επιπέδου δικολάβου επαρχιακού ειρηνοδικείου του μεσοπολέμου, οφείλεται σε παχυλή άγνοια τόσο της νομικής όσο και της πολιτικής διάστασης του θέματος. Το άτοπο, αν όχι η γελοιότητα μιας τέτοιας προσέγγισης μπορεί να φανεί με το εξής παράδειγμα: ο τέως, πριν γίνει τέως, εξέφρασε, μιλώντας ως Πρόεδρος του Σύριζα, την άποψη, ότι «το ΝΑΤΟ είναι μια ιερή αμυντική συμμαχία».
Αυτό είναι ευθέως αντίθετο με τις δεσμευτικές και για τον Πρόεδρο του κόμματος αποφάσεις του Συνεδρίου του κόμματος, αφού σύμφωνα άρθρο 20 παρ. 1 του καταστατικού του Σύριζα «Το τακτικό συνέδριο είναι το ανώτατο όργανο του κόμματος […] Ψηφίζει αποφάσεις που ισχύουν μέχρι το επόμενο συνέδριο.» Οπότε, διατυπώνοντας την άποψη αυτή ο τότε Πρόεδρος παραβίασε το καταστατικό του Σύριζα και συγκεκριμένα το άρθρο 6 εδ. β’ κατά το οποίο κάθε μέλος του κόμματος έχει υποχρέωση να «υποστηρίζει, εφαρμόζει και διαδίδει τις θέσεις του κόμματος σε όλους τους χώρους κοινωνικής παρουσίας και δράσης του, περιλαμβανομένης της ψηφιακής δημόσιας σφαίρας.»
Τώρα, αν ένα μέλος του Σύριζα προσέφευγε σε ένα δικαστήριο για να ζητήσει την άρση της παραβίασης του άρθρου 6 β’ στο παραπάνω παράδειγμα, θα ζητούσε τι; Να ακυρώσει ο δικαστής -αφού, ο δυστυχής, μελετήσει με την αναγκαία για την απόφασή του εμβρίθεια τις αποφάσεις του Συνεδρίου- την επίμαχη δήλωση και να επικυρώσει, με δύναμη δεδικασμένου, την επ΄ αυτού θέση του κόμματος; Να διατάξει, π.χ. με προσωρινή διαταγή, απαγόρευση να αναφέρεται η φράση αυτή του τέως ως θέση του Σύριζα; Να τον διατάξει να επανορθώσει; Το παράδειγμα είναι συνειδητά ακραίο, αλλά χαρακτηριστικό και γίνεται χαρακτηριστικότερο αν φανταστούμε για λίγο τον δικαστή στα εσωτερικά, οργανωτικά και πολιτικά, κάθε ενός από τα κόμματα της ελληνικής βουλής.
Επίσης: η συνταγματική ρήτρα ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, έχει -και έχει κριθεί ότι έχει- το νόημα ότι σκοπός και αντικείμενο της δράσης των κομμάτων είναι να μετέχουν, σύμφωνα με την νομική και πολιτειακή τους φύση, στις συνταγματικά προβλεπόμενες και νομοθετικά και κανονιστικά ρυθμιζόμενες διαδικασίες μέσω των οποίων αποκτά πρακτική, υλική υπόσταση η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τέτοιες είναι οι εκλογές, το κοινοβουλευτικό έργο, οι διάφορες μορφές εξωκοινοβουλευτικής πολιτικής δράσης, η διάδοση των απόψεων του κόμματος κλπ. Δεν έχει το νόημα του ότι υφίσταται αρμοδιότητα δικαστικού ελέγχου της εφαρμογής των διατάξεων του καταστατικού του κόμματος ή των αποφάσεων των οργάνων του. Τα πολιτικά όργανα του κόμματος, αυτά μόνον, κρίνουν για το αν μια καταστατική διάταξη εφαρμόστηκε σωστά ή όχι. Ορθώς λοιπόν το ζήτημα των συνεπειών της υπερψήφισης πρότασης μομφής κατά του τέως αποσαφηνίστηκε «αυθεντικά» – από την Πολιτική Γραμματεία του κόμματος. Αυτή και μόνον αυτή είχε την εξουσία να αποσαφηνίσει ότι η υπερψήφιση της μομφής σημαίνει και την έκπτωση του ανθρώπου αυτού από την θέση που κατείχε.
Ή, με διατύπωση της διδακτικότατης απόφασης 590/2009 του Αρείου Πάγου (Α’ Τμ.), δεδομένου ότι «πρόθεση του Συνταγματικού Νομοθέτη να αποφευχθεί κάθε επέμβαση νομοθετική ή δικαστική στη λειτουργία» των κομμάτων» […] «οι αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων των κομμάτων που έχουν σχέση με την εσωτερική λειτουργία ακόμα δε και με τη διάλυσή τους, δεν προσβάλλονται ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων […], αφού τέτοια παρέμβαση της δικαστικής εξουσίας στον τρόπο εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων θα αποτελούσε συνταγματικά ανεπίτρεπτο φαινόμενο […]».
Στην εξαιρετική περίπτωση αμφισβήτησης που ανάγεται στις σχέσεις του κόμματος με την πολιτεία (πρόκειται κυρίως για την ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών του κόμματος και για την εκπροσώπησή του όσον αφορά στις οικονομικές σχέσεις του, την κρατική χρηματοδότηση ή την διαχείριση των περιουσιακών του στοιχείων, «δεν αποκλείεται η έρευνα του κύρους αποφάσεων καταστατικών οργάνων των κομμάτων […] χωρίς όμως η σχετική παρεμπίπτουσα έρευνα να οδηγεί σε ακύρωση της ελεγχόμενης απόφασης.» Παρεμπιπτόντως δηλαδή ερευνάται, ως πραγματικό περιστατικό και όχι ως αντικείμενο δικαστικής ερμηνείας, αν «νομοτύπως», δηλαδή κατά τα περιγραφόμενα στο καταστατικό, λήφθηκε η κρίσιμη απόφαση. Και το πράγμα σταματά εκεί.
Παρατήρηση δεύτερη:
Μα τελικά καθαιρέθηκε; Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου άρθρο 20 του καταστατικού του Σύριζα, «Σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής από το 50% +1 των μελών της προς τον πρόεδρο συγκαλείται έκτακτο συνέδριο», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 «Η Κεντρική Επιτροπή αποτελεί το ανώτερο πολιτικό όργανο. Είναι αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφάσεων του συνεδρίου. […].»
Η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1, όσο άθλια διατυπωμένη και ελλιπής και να είναι, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας ως προς το περιεχόμενό της: θεσπίζει εξουσία του ανώτατου μεταξύ δύο συνεδρίων οργάνου του κόμματος να αίρει την εμπιστοσύνη του προς τον Πρόεδρο. Δεν θεσπίζει υποχρέωση του Προέδρου να λάβει την εμπιστοσύνη της Κεντρικής Επιτροπής προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του, εγκαθιστά όμως την Κεντρική Επιτροπή σε θέση συλλογικού πολιτικού εγγυητή –«φύλακα»- ότι πράγματι, τα αποφασισμένα από το Συνέδριο θα τηρούνται, ότι κανένας, ούτε ο Πρόεδρος, δεν θα αυτονομείται και δεν θα πολιτεύεται σαν να ήταν απόλυτος και ανεξέλεγκτος άρχων του κόμματος επειδή εκλέχτηκε με καθολική ψηφοφορία των μελών. Ότι αν ένας Πρόεδρος, από τη χαρά του που έγινε Πρόεδρος, εμφανισθεί με στριγκ στην αίθουσα της Γερουσίας θα παυθεί αμέσως. Ότι και Πρόεδρος μπορεί και να διαγραφεί, με προβλεπόμενες καταστατικά διαδικασίες, αν υπέπεσε ή υποπέσει λόγο διαγραφής. Κάποια παράδοση έχει η Αριστερά σ’ αυτό το θέμα.
Πάντως η άρση της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής με την υπερψήφιση πρότασης μομφής είναι πολιτική πράξη, όχι πειθαρχικό μέτρο. Είναι η μέγιστη πολιτική αποδοκιμασία του Προέδρου με πρακτικό αποτέλεσμα την έκπτωσή του από το αξίωμά του, δηλαδή την καθαίρεσή του. Με την υπερψήφιση της πρότασης μομφής, και από τη στιγμή της υπερψήφισής της, ο Πρόεδρος απογυμνώνεται πλήρως από οποιαδήποτε εξουσία, πολιτική ή νομική, είτε εντός του κόμματος είτε ως προς την εκτός του κόμματος εκπροσώπησή του.
Και ακριβώς επειδή η καθαίρεση του Προέδρου είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός για τη ζωή του κόμματος αλλά και για την λειτουργία του κόμματος στο πολίτευμα, η ίδια διάταξη προβλέπει την σύγκληση έκτακτου συνέδριου, δηλαδή την άμεση προσφυγή στα μέλη του κόμματος, τα οποία και θα εκλέξουν συνέδρους που θα αποφασίσουν για τα περαιτέρω. Τέλος, η Πολιτική Γραμματεία του Σύριζα, το μεταξύ των συνεδριάσεων της Κεντρικής Επιτροπής καταστατικά προβλεπόμενο αποφασιστικό όργανο τού κόμματος -εκ του περισσού από νομική άποψη, ορθότατα όμως από πολιτική άποψη- διευκρίνισε με ειδική απόφασή της ότι με την υπερψήφιση της πρότασης μομφής εξέπεσε από το αξίωμα του Προέδρου αυτός που μέχρι τότε το κατείχε.
Το ότι το καταστατικό του Σύριζα είναι παιδαριωδώς ανεπαρκές, ερασιτεχνικό σε πολλά και γεμάτο ιδεολογισμούς σε άλλα, ενώ επί του συγκεκριμένου δεν περιέχει τις αναγκαίες ειδικότερες προβλέψεις (δεν περιέχει καν ειδικό άρθρο για τον Πρόεδρο!) δεν αναιρεί την βασική ισορροπία: ο Πρόεδρος του κόμματος δεν είναι αιρετός δικτάτωρ, οι καταστατικές και πολιτικές υποχρεώσεις που έχει δεν είναι κενά λόγια, έχουν πολύ συγκεκριμένο και απτό, αντίκρισμα. Αυτό ο τέως, πλέοντας ευτυχής μέσα σε ένα αξιοθρήνητο έλος, αφέλειας, έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα, τελικά και έλλειψης ευφυΐας, το διαπίστωσε, με αγνή απορία, the hard way.
Αλλ΄ ας σκεφθούμε προς στιγμή και αντίστροφα -ότι δηλαδή η μομφή δεν είναι καθαίρεση. Τι είναι τότε; Απλώς σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου κατά το άρθρο 21 παρ. 2 του καταστατικού; Ο άνθρωπος που το αποφασιστικό, αιρετό, συλλογικό όργανο του κόμματος έκρινε ακατάλληλο να ασκεί τις πολλές και μεγάλες εξουσίες που έχει ο Πρόεδρος θα διοικεί, θα εκφράζει και θα εκπροσωπεί τι; Το κόμμα που δεν έχει πια εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του; Αν, μέχρι να διεξαχθούν νέες εκλογές για Πρόεδρο, προκηρυχθούν εκλογές, ο τέως θα ορίσει, π.χ., τη σύνθεση του ψηφοδελτίου Επικρατείας; Αυτός, solus αλλά όχι πια primus, θα διαχειρίζεται τα οικονομικά ενός κόμματος απ’ όπου καθαιρέθηκε; Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε απόπειρα «νομικής» τυπολατρείας, η διατήρηση του Προέδρου στη θέση του και μετά από την ψήφιση μομφής εις βάρος του και μέχρι να ξαναγίνει διαδικασία ανάδειξης Προέδρου δεν έχει καμία πολιτική λογική. Νομότυπη λοιπόν, κατά τους όρους του Καταστατικού του Σύριζα είναι η ταυτόσημη με την υπερψήφιση μομφής καθαίρεσή του.
Παρατήρηση τρίτη:
Τελικά ήταν μυστική η ψήφος;
Φανερή είναι η ψήφος όταν γίνεται δημοσίως γνωστό το περιεχόμενο της ψήφου κάθε ψηφοφόρου. Έτσι, π.χ., στις ονομαστικές ψηφοφορίες γνωρίζουν όλοι τι ψήφισε κάθε ψηφοφόρος. Στην επίμαχη ψηφοφορία ένας μεγάλος αριθμός μελών της Κεντρικής Επιτροπής ψήφισε τηλεφωνικά, δηλαδή ανακοινώνοντας σε δύο μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής την επιλογή του. Το περιεχόμενο των ψήφων αυτών δεν ανακοινώθηκε, δεν έγινε γνωστό, απλώς προσμετρήθηκε στο τελικό αποτέλεσμα. Άρα η μυστικότητα της ψήφου δεν εθίγη.
Κατά τον ίδιο τρόπο προσμετρήθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα η δική μου ψήφος στις ευρωεκλογές: συντριπτικό κάταγμα -δηλαδή αντικειμενικός λόγος- δεν μου επέτρεπε να χρησιμοποιήσω το αριστερό μου χέρι. Ζήτησα και έλαβα την βοήθεια της δικαστικής αντιπροσώπου, που ήρθε μαζί μου στο παραβάν, ξεχώρισε το ψηφοδέλτιο που προτίμησα, έβαλε σταυρούς στα ονόματα που υπέδειξα, έκλεισε τον φάκελο και μου τον έδωσε για να τον ρίξω με το λειτουργικό μου χέρι στη κάλπη. Παραβιάστηκε μήπως η μυστικότητα της ψήφου;
Αντιλαμβάνομαι ότι η αναλογία δεν είναι απόλυτη. Όμως ούτε η περίπτωση είναι η ίδια και πάντως δεν είναι η πρώτη φορά που σε μυστική ψηφοφορία κλήθηκαν όσα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Σύριζα δεν ήταν παρόντα ώστε να ψηφίσουν με κάλπη να ψηφίσουν ανακοινώνοντας τηλεφωνικά την επιλογή τους στην Εφορευτική Επιτροπή. Αυτό έγινε αρκετές φορές, και πιο πρόσφατα τον Μάϊο του 2022 με την εκλογή Γραμματέα, Αναπληρωτή Γραμματέα και των μελών της Πολιτικής Γραμματείας. Αυτή τη φορά η Κεντρική Επιτροπή είχε να σταθμίσει θέμα πολύ μεγαλύτερης σημασίας: να κριθεί αν ο Πρόεδρος θα εκπέσει χωρίς την συμμετοχή περίπου του ενός τετάρτου των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, όταν τα απόντα αυτά μέλη (πάντως τα περισσότερα από αυτά) επιθυμούσαν να ψηφίσουν ή να επιτραπεί και αυτή τη φορά ψήφος με τηλεφωνική επικοινωνία με την Εφορευτική Επιτροπή και με εγγύησή της ότι θα τηρηθεί η μυστικότητα της ψήφου, ότι δηλαδή δεν θα κοινοποιηθεί το περιεχόμενό της. Η λύση που δόθηκε όσο παράδοξη και αν είναι, ήταν η μόνη σωστή.
***
Αυτές οι παρατηρήσεις προβάλλονται με την υπενθύμιση ότι για ζητήματα όπως τα παραπάνω κρίνει αποφασιστικά το ίδιο το κόμμα, μέσω των καταστατικών του οργάνων. Ούτε ο δικαστής ούτε οι συνταγματολόγοι. Πολιτικά ανήλθε στον θρόνο o άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς (The man who would be King, για όσους αγαπούν τον Κίπλιγκ, τον Σον Κόνερι, τον Μάικλ Κέιν, τον Κρίστοφερ Πλάμερ και, βεβαίως, τον Τζον Χιούστον), πολιτικά κατρακυλάει τα σκαλιά του υπερφίαλου ανάκτορου του το κάποτε εστεμμένο κεφάλι του.
Γιάννης Δρόσος
Ομότιμος καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών
Πηγή: Αναδημοσίευση κειμένου από Dnews (ανάρτηση 16/09/2024).