Την 28 Νοεμβρίου 2024 συμπληρώνονται 5 χρόνια από την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση που πραγματοποίησε η Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 6 Συν, από την επομένη μπορεί θεωρητικά να εκκινήσει νέα διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Ήδη ο Πρωθυπουργός έχει υπονοήσει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί τουλάχιστον κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, ίσως και αρχές του 2025, με αιχμή του δόρατος την αναθεώρηση του άρθρου 16 Σ για το νομικό καθεστώς των Πανεπιστημίων.
Όπως σε κάθε αναθεωρητική διαδικασία ή συζήτηση τίθεται και πάλι, αν και όχι με την ίδια ένταση όπως στο παρελθόν, το ζήτημα του συνταγματοπολιτικού ρόλου του Πρόεδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) και των ειδικότερων αρμοδιοτήτων του. Μετά την αναθεώρηση του 1986 μειώθηκαν αισθητά οι αρμοδιότητες του ΠτΔ, ούτως ώστε το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας μας να μετατραπεί από μη γνήσια κοινοβουλευτικό, όπως ήταν μέχρι τότε έχοντας υιοθετήσει το λεγόμενο ορλεανικό μοντέλο διακυβέρνησης, σε γνήσια κοινοβουλευτικό. Με τον τρόπο αυτόν και με πρόσχημα την ενίσχυση του κοινοβουλευτικού συστήματος και της υπεύθυνης έναντι του Κοινοβουλίου Κυβέρνησης, επήλθε η μονομερής μετατόπιση του συνόλου σχεδόν των αρμοδιοτήτων που καθορίζουν το σύστημα διακυβέρνησης, στην Κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δηλ. στον Πρωθυπουργό, αμφότερων των οποίων ηγείται, εφόσον κατά κανόνα είναι και Αρχηγός του κυβερνώντος ή του μεγαλύτερου σε περίπτωση Κυβέρνησης συνασπισμού κόμματος και της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κάποιο αντίβαρο σε αυτήν την μονομερή και μονοδιάστατη άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Το σύστημα αυτό διακυβέρνησης ονομάστηκε στην χώρα μας «πρωθυπουργοκεντρικό» και πέραν των ανωτέρω χαρακτηριστικών, αυτά ενισχύονται από τον αρχηγικό χαρακτήρα των κομμάτων στην χώρα μας, ιδιαίτερα των κομμάτων εξουσίας, την απουσία θεσμών πραγματικής και όχι φαινομενικής εσωκομματικής δημοκρατίας, την έλλειψη συγκεντρωτικού συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων αλλά και των άλλων πράξεων των οργάνων του κράτους, σε συνδυασμό με το σύστημα επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την Κυβέρνηση κ.α.
Αν και στο παρελθόν έχω υποστηρίξει την ενίσχυση του νομικοπολιτικού ρόλου του ΠτΔ και μάλιστα συνδυαζοντάς το με την άμεση εκλογή του Αρχηγού του Κράτους, είτε με την απόδοση σε αυτόν μέρους των αρμοδιοτήτων που απώλεσε με την συνταγματική αναθεώρηση του 1986 (αποφασιστικότερος ρόλος στην διάλυση της Βουλής και του σχηματισμού Κυβέρνησης, απεύθυνση διαγγέλματος χωρίς την προσυπογραφή του Πρωθυπουργού) είτε και με την απονομή νέων (συνταγματοποίηση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό την προεδρία του και με την δική του αποφασιστική αρμοδιότητα, διαιτητικός ρόλος για τον ορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και των μελών των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών, όταν η Βουλή που καταρχήν πρέπει να έχει την αρμοδιότητα δεν μπορεί να αποφασίσει με αυξημένη πλειοψηφία) και θα έπρεπε η μελλοντική διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης να ασχοληθεί με τα παραπάνω ζητήματα, θεωρώ ότι κάτι τέτοιο πολιτικά είναι ελάχιστα ρεαλιστικό. Κι αυτό όχι γιατί νοθεύεται δήθεν ο κοινοβουλευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος, όπως υποστηρίζεται, αλλά γιατί το σύστημα αυτό εξυπηρετεί τα κόμματα εξουσίας και τον εκάστοτε αρχηγό τους και Πρωθυπουργό. Πολύ δύσκολα έως αδύνατον Πρωθυπουργός ή εν δυνάμει μελλοντικός Πρωθυπουργός να απεμπολήσει το σημερινό σύστημα διακυβέρνησης, δηλ. να λαμβάνει τις σημαντικότερες αποφάσεις μόνος του και με μία ομάδα στενών συνεργατών του στο Μαξίμου και να τις μεταφέρει στο παρακείμενο Προεδρικό Μέγαρο. Κατά συνέπεια, όσοι πιστεύουν ότι θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του ΠτΔ με την μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση, καλύτερα να κρατούν μικρό καλάθι.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Πηγή: Αναδημοσίευση από το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20.10.2024