Πιθανόν οι νεότεροι δεν γνωρίζουν και οι παλαιότεροι έχουν λησμονήσει ότι το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε μόνον από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε αντιδρώντας στις προεδρικές «υπερεξουσίες». Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν η διάλυση της Βουλής λόγω προφανούς δυσαρμονίας με το λαϊκό αίσθημα, η προκήρυξη δημοψηφίσματος σε χρόνο, για θέμα και με ερώτημα που επέλεγε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) και η παύση της κυβέρνησης.
Οι προεδρικές εξουσίες καταργήθηκαν με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 σε συνθήκες εξαιρετικής πολιτικής έντασης, λόγω της αιφνιδιαστικής απόφασης του Ανδρέα Παπανδρέου να προτείνει την αναθεώρηση του Συντάγματος και να μην υποστηρίξει την επανεκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προεδρία. Εντούτοις υπό την αμιγώς κοινοβουλευτική του εκδοχή το Σύνταγμα του 1975 όπως αναθεωρήθηκε το 1986 γνώρισε ευρεία συναίνεση, εξασφάλισε την ομαλή λειτουργία των θεσμών, ακόμη και κατά την εποχή των Μνημονίων, και επέτρεψε την εναλλαγή της εξουσίας (1981, ΠΑΣΟΚ και 2015, ΣυΡιζΑ). Η αναθεώρηση του 2019 κατάργησε και την τελευταία έξ αντανακλάσεως προεδρική επιρροή, τη διάλυση της Βουλής σε περίπτωση μη εκλογής ΠτΔ από τα 3/5 της Βουλής.
Σήμερα οι αρμοδιότητες του ΠτΔ είναι καθαρά τυπικές-τελετουργικές ώστε ο χαρακτηρισμός του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος (άρθρο 30 παρ. 1 Σ.) να μην έχει ουσιαστικό αντίκρισμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι κατ’ αρχήν πρωθυπουργοκεντρικό. Επαναφορά των προεδρικών υπερεξουσιών του 1975 δεν συζητείται. Αλλά η παντοδυναμία του πρωθυπουργού στην Ελλάδα είναι ακραία και ασυνήθιστη. Ένας πρωθυπουργός με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία μένει ακλόνητος για όλη την τετραετή βουλευτική περίοδο, χωρίς κανένα θεσμικό αντίβαρο της εξουσίας του, εκτός από τη δικαστική εξουσία σε οριακές περιπτώσεις. Αυτό είναι επικίνδυνο. Ο ηγεμονικός πρωθυπουργισμός πρέπει να μετριαστεί με ασφαλιστικές δικλείδες του πολιτεύματος.
Τα προεδρικά αντίβαρα μπορεί να είναι ήπια ή μέτριας δραστικότητας, χωρίς να θέτουν σε αμφισβήτηση τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Στη λογική αυτή:
1) Ο ΠτΔ θα ήταν θετικό να εγγυάται τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την έκφραση του εκλογικού σώματος (άρθρο 42 παρ. 2 Σ.) (ενόψει της πικρής εμπειρίας του δημοψηφίσματος του 2015).
2) Σε περίπτωση παραίτησης του ΠτΔ, προτείνεται ο νέος Πρόεδρος να εκλέγεται με πλειοψηφία 3/5 της Βουλής, αλλιώς να διαλύεται η Βουλή, χωρίς δικαίωμα επανεκλογής του παραιτηθέντος (ώστε να καταστεί η παραίτηση ήπια ασφαλιστική δικλείδα).
3) Η τρίτη διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα μπορούσε να δίνεται σε πρόσωπο της επιλογής του ΠτΔ, μετά από συνεννόηση με τους αρχηγούς των κομμάτων (ενόψει της ενίσχυσης της άκρας δεξιάς).
4) Σκόπιμο είναι να προβλεφθεί ρητά η αναπομπή νόμου από τον ΠτΔ σε περίπτωση αντισυνταγματικότητας του νόμου (λόγω της αχρησίας του θεσμού).
5) Σε σχέση με την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (άρθρο 44 παρ. 1 Σ.), ο ΠτΔ καλό είναι να έχει ρητά τη δυνατότητα να αρνηθεί την έκδοσή τους σε περίπτωση που αυτές είναι άσχετες με έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης.
Οι ανωτέρω προτάσεις δεν επηρεάζουν δραστικά τον ηγεμονικό πρωθυπουργισμό. Μπορεί όμως να προσφέρουν προστασία απέναντι σε ορισμένες ακρότητές του. Η χειρότερη επιλογή είναι να αφήσουμε άθικτη την απεριόριστη θεσμική παντοδυναμία του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος
Πηγή: Αναδημοσίευση από το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20.10.2024