Το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου 2024, ο Γερμανός Ομοσπονδιακός Καγκελάριος Olaf Scholz (SPD) ανακοίνωσε την απομάκρυνση του μέχρι τότε ομοσπονδιακού υπουργού Οικονομικών και επικεφαλής του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) Christian Linder από τον τρικομματικό κυβερνητικό συνασπισμό, ύστερα από τις επίμονες πιέσεις του τελευταίου για αλλαγή πλεύσης της Κυβέρνησης στη διαχείριση της οικονομίας. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση Scholz σχηματίστηκε μετά τις εκλογές για την ανάδειξη της Ομοσπονδιακής Βουλής (Bundestag) της 26ης Σεπτεμβρίου 2021[1], με τη συμμετοχή τριών κομμάτων, ήτοι του Σοσιαλδημοκρατικού (SPD), του Κόμματος των Πρασίνων (Bündnis 90/Die Grünen) και του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP), που συγκρότησαν τον συνασπισμό του λεγόμενου «φωτεινού σηματοδότη»[2]. Η συνεργασία μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων επικυρώθηκε με την υπογραφή προγραμματικής συμφωνίας (Koalitionsvertrag), το κείμενο της οποίας δημοσιεύθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2021, με τίτλο «Τόλμη για περισσότερη πρόοδο»[3]. Οι προτάσεις του Christian Linder έρχονταν σε αντίθεση με το περιεχόμενο της προγραμματικής συμφωνίας που είχαν υπογράψει και επικυρώσει οι κυβερνητικοί εταίροι και η επιμονή του για την ανάγκη τροποποίησης των όρων της συμφωνίας οδήγησε στην αποπομπή του από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, γεγονός που συμπαρέσυρε και το κόμμα του[4].
Το σκηνικό αυτό θυμίζει την πτώση της κυβέρνησης του επίσης Σοσιαλδημοκράτη (SPD) Helmut Schmidt το 1982, με πρωταγωνιστές -όπως και σήμερα- τους κυβερνητικούς εταίρους του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP). Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, οι εκπρόσωποι του FDP ζήτησαν την αλλαγή της έως τότε ακολουθούμενης κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, απαιτώντας την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών, εμπνευσμένων από το μοντέλο της Thatcher και του Reagan, που είχαν εκλεγεί λίγο νωρίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο (1979) και στις ΗΠΑ (1980) αντίστοιχα. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1982, ο υπουργός Οικονομικών Otto Graf Lambsdorff (FDP) είχε ανακοινώσει την «ιδέα του για μια πολιτική που θα ξεπερνούσε την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη και θα καταπολεμούσε την ανεργία». Η ιδέα, η οποία απαιτούσε περικοπές στην κοινωνική πρόνοια και φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις, επιτάχυνε περαιτέρω την αυξανόμενη αποξένωση μεταξύ του SPD και του FDP και, για τον λόγο αυτόν, ονομάστηκε «έγγραφο διαζυγίου» του συνασπισμού. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1982, όλοι οι υπουργοί του FDP υπέβαλαν την παραίτησή τους, προλαμβάνοντας έτσι την απομάκρυνσή τους από τον Καγκελάριο Schmidt, ο οποίος ηγήθηκε κυβέρνησης μειοψηφίας. Ωστόσο, το FDP δεν περιορίστηκε σε μια απλή αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά σχημάτισε μία νέα κυβερνητική συμμαχία με τους -μέχρι τότε αντιπολιτευόμενους- Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU), διασφαλίζοντας συγχρόνως την αντικατάσταση του Helmut Schmidt στην καγκελαρία από τον αρχηγό των Χριστιανοδημοκρατών Helmut Kohl, μετά από σχετική ψηφοφορία στην Ομοσπονδιακή Βουλή που έλαβε χώρα σε έντονα φορτισμένο κλίμα την 1η Οκτωβρίου 1982[5]. Μια ιδιαιτερότητα του γερμανικού Συντάγματος, του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, είναι ότι δεν επιτρέπει την ανατροπή μιας Κυβέρνησης χωρίς την ταυτόχρονη αντικατάστασή της από μία άλλη (άρθρο 67). Ειδικότερα, τα μέλη της Ομοσπονδιακής Βουλής (Bundestag) μπορούν να εκφράσουν τη δυσπιστία τους προς το πρόσωπο του Ομοσπονδιακού Καγκελαρίου και να τον παύσουν, εφόσον δεν απολαμβάνει πλέον την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. Αυτό το μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου αποκαλείται «εποικοδομητικό»[6], διότι δεν αρκεί μόνο η καταψήφιση του Καγκελάριου, αλλά οι βουλευτές πρέπει επίσης να εκφράσουν την εμπιστοσύνη τους προς έναν νέο επικεφαλής της Κυβέρνησης. Εφόσον η πλειοψηφία των βουλευτών έχει εκφράσει ψήφο δυσπιστίας προς τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο, η Ομοσπονδιακή Βουλή ζητά από τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο να αποπέμψει τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο και να διορίσει τον εκλεγμένο διάδοχό του. Ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος οφείλει να συμμορφωθεί με το αίτημα αυτό, ενώ μεταξύ του αιτήματος και της εκλογής πρέπει να μεσολαβούν 48 ώρες[7].
Η ανωτέρω επιλογή του γερμανού συντακτικού νομοθέτη του 1949 οφείλεται στην τραυματική εμπειρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, κύριο γνώρισμα της οποίας ήταν η κυβερνητική αστάθεια[8], με τη γνωστή τραγική κατάληξη. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 67 του Θεμελιώδους Νόμου αποσκοπεί στην εξασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας[9]. Από την άλλη πλευρά, μια Κυβέρνηση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας -σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας- δεν επιτρέπεται να προτείνει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών με την πρωτοβουλία διάλυσης της Ομοσπονδιακής Βουλής, κάτι που ισχύει και για τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο[10]. Ο κανόνας, λοιπόν, της αποφυγής των πρόωρων εκλογών μπορεί να καμφθεί μόνο στην περίπτωση αδυναμίας ανάδειξης Καγκελαρίου. Μέχρι σήμερα (2024), στην Ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τρεις φορές διαλύθηκε η Ομοσπονδιακή Βουλή πριν από τη λήξη της θητείας της και διεξήχθησαν πρόωρες εκλογές: το 1972, το 1983 και το 2005. Κοινό γνώρισμα και για τις τρεις περιπτώσεις ήταν το γεγονός ότι η διάλυση της Βουλής προκλήθηκε λόγω αδυναμίας παροχής ψήφου εμπιστοσύνης και αντίστοιχης αδυναμίας εκλογής νέου Ομοσπονδιακού Καγκελαρίου.
Το 1972, ο τότε Ομοσπονδιακός Καγκελάριος Willy Brandt (SPD) δεν ήταν βέβαιος αν διέθετε ακόμα την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Μετά την αποτυχία της «εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας» και την καταψήφιση του προϋπολογισμού, ο Brandt επέλεξε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης με πρόθεση να διαλύσει την Ομοσπονδιακή Βουλή και να ζητήσει τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Μετά την καταψήφιση της Κυβέρνησης και την αδυναμία του αρχηγού της τότε αντιπολίτευσης Rainer Barzel (CDU) να εκλεγεί Καγκελάριος, ο τότε Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Gustav Heinemann διέλυσε τη Βουλή και στις ομοσπονδιακές εκλογές της 19ης Νοεμβρίου 1972 ο κυβερνητικός συνασπισμός SPD-FDP εξασφάλισε σαφή πλειοψηφία.
Μια δεκαετία αργότερα, το 1982, όπως προαναφέρθηκε, ο επικεφαλής της τότε αντιπολίτευσης (CDU) Helmut Kohl, εξελέγη Ομοσπονδιακός Καγκελάριος μετά την αποχώρηση του FDP από την Κυβέρνηση Schmidt και την επιτυχημένη «εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας». Λίγο μετά την ανάδειξή του ως Καγκελαρίου από την Ομοσπονδιακή Βουλή, ο Kohl ανακοίνωσε ότι θα επεδίωκε τη διεξαγωγή νέων εκλογών επειδή ο εταίρος της CDU, το FDP, είχε αποχωρήσει από έναν συνασπισμό με το SPD προκειμένου να συμμετάσχει σε μια νέα Κυβέρνηση συνασπισμού με την CDU/CSU, προκαλώντας έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Έτσι, στις 17 Δεκεμβρίου 1982, ο Kohl προκάλεσε την πτώση της Κυβέρνησής του, μολονότι ο προϋπολογισμός είχε υπερψηφιστεί την προηγούμενη ημέρα και στις 7 Ιανουαρίου 1983, ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Karl Carstens ζήτησε τη διάλυση της Ομοσπονδιακής Βουλής και προκήρυξε νέες εκλογές για τις 6 Μαρτίου 1983. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την αντίδραση 4 βουλευτών που προσέφυγαν ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου εναντίον του Διατάγματος για τη διάλυση της Βουλής. Με μια πολύ αμφιλεγόμενη απόφασή του[11], το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ζήτησε τη συνδρομή ουσιαστικών λόγων για τη διάλυση του Κοινοβουλίου[12] και έκρινε κατά πλειοψηφία ότι ο Ομοσπονδιακός Καγκελάριος είχε βάσιμους λόγους να φοβάται ότι δεν διέθετε βέβαιη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και, συνεπώς, η απόφαση του Ομοσπονδιακού Προέδρου δεν υπήρξε αποτέλεσμα κατάχρησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Δύο δεκαετίες αργότερα, το 2005, ο τότε Ομοσπονδιακός Καγκελάριος Gerhard Schröder (SPD), μετά την ήττα του κόμματός του στις τοπικές εκλογές της Βόρειας Ρηνανίας-Βεσταφαλίας και έχοντας απωλέσει την πλειοψηφία στην Άνω Βουλή, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat), δήλωσε ότι είχε σοβαρές αμφιβολίες για την ικανότητα του κυβερνητικού συνασπισμού (SPD- Bündnis 90/Die Grünen) να ασκήσει αποτελεσματικά την εξουσία και έτσι ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης, την οποία αρνήθηκε να χορηγήσει η Ομοσπονδιακή Βουλή (1η Ιουλίου 2005). Έτσι, μετά από 3 εβδομάδες, ο τότε Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Horst Köhler προχώρησε σε διάλυση της Ομοσπονδιακής Βουλής και προκήρυξε εκλογές για τις 18 Σεπτεμβρίου 2005, δηλαδή έναν χρόνο πριν από την κανονική λήξη της θητείας της. Εναντίον της απόφασης αυτής του Ομοσπονδιακού Προέδρου προσέφυγαν δύο βουλευτές ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο, ωστόσο, έκρινε[13] ότι η διάλυση της Ομοσπονδιακής Βουλής εκ μέρους του ανωτάτου άρχοντα ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα και όχι αποτέλεσμα κατάχρησης της διακριτικής του ευχέρειας[14].
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το υφιστάμενο γερμανικό συνταγματικό πλαίσιο δεν ευνοεί την προκήρυξη και διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμάται και ο εκάστοτε συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων εντός της Ομοσπονδιακής Βουλής, καθώς αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ομαλή διαδοχή μιας Κυβέρνησης χωρίς να προηγηθεί η διάλυση του αντιπροσωπευτικού σώματος. Λαμβάνοντας υπόψη τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων στην Ομοσπονδιακή Βουλή, η αξιωματική αντιπολίτευση (CDU/CSU) δύσκολα θα μπορούσε να σχηματίσει Κυβέρνηση· μια πιθανή συνεργασία με το FDP δεν θα αρκούσε, καθώς θα χρειαζόταν η συνδρομή ενός ακόμη κόμματος. Όμως μια πιθανή συνεργασία των Χριστιανοδημοκρατών με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) οπωσδήποτε θα πυροδοτούσε -και όχι αδικαιολόγητα, αν αναλογιστεί κανείς τις θέσεις αυτού του κόμματος και την αυτοπροβολή των Χριστιανοδημοκρατών ως πυλώνων της Δημοκρατίας- εύλογες αντιδράσεις.
Πάντως, οι πιθανότητες που ανοίγονται μετά την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού, σε σχέση πάντοτε και με τις υφιστάμενες κοινοβουλευτικές ισορροπίες, είναι οι εξής: α) Κυβέρνηση μειοψηφίας και κανονική λήξη της θητείας της Ομοσπονδιακής Βουλής. Στην περίπτωση αυτή, ο Καγκελάριος Scholz θα μπορούσε να συνεχίσει με μια Κυβέρνηση μειοψηφίας Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων μετά την αποχώρηση του FDP. Στην περίπτωση αυτή, όμως, θα έπρεπε να αναζητά ευκαιριακές πλειοψηφίες στην Ομοσπονδιακή Βουλή πριν από την ψήφιση κάθε νομοσχεδίου. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να εξαρτάται από τις προθέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης (CDU/CSU). Ελλείψει πλειοψηφίας, δεν θα υπήρχε ομοσπονδιακός προϋπολογισμός για το 2025, γεγονός που θα οδηγούσε σε προσωρινή διαχείριση του προϋπολογισμού και θα εγκρίνονταν μόνο οι πιο αναγκαίες δαπάνες, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί δύσκολα η επιθυμητή τόνωση της οικονομίας. Είναι επίσης πιθανό, το FDP να συναινέσει στην ψήφιση του προϋπολογισμού, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποια σχετική σταθερότητα και στη συνέχεια να περιμένει τη διεξαγωγή των τακτικών ομοσπονδιακών εκλογών στις 28 Σεπτεμβρίου 2025. β) Ψήφος εμπιστοσύνης και νέες εκλογές. Πρόκειται για το πιθανότερο σενάριο. Στην περίπτωση αυτή ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Frank-Walter Steinmeier μπορεί να διαλύσει την Ομοσπονδιακή Βουλή εντός 21 ημερών κατόπιν πρότασης του Καγκελάριου, εφόσον ο τελευταίος απωλέσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Η Ομοσπονδιακή Βουλή θα επιβεβαιώσει έτσι ότι ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων μειώνει ή παραλύει την ικανότητα του Καγκελάριου να ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε «να μην είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστικά μια πολιτική που υποστηρίζεται από τη σταθερή εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας», όπως έκρινε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ως προϋπόθεση για τη διάλυση του Κοινοβουλίου μετά από αποτυχημένη ψήφο εμπιστοσύνης[15]. Εφόσον ο Καγκελάριος Scholz χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης -την οποία επιθυμεί να ζητήσει από την Ομοσπονδιακή Βουλή τον Δεκέμβριο- και ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος αποφασίσει να διαλύσει το αντιπροσωπευτικό σώμα, τότε θα πρέπει να διεξαχθούν νέες ομοσπονδιακές εκλογές εντός εξήντα ημερών από εκείνη την ημέρα, με πιθανότερη ημερομηνία την 9η Μαρτίου. γ) Παρέμβαση του Ομοσπονδιακού Προέδρου. Με βάση την πιθανότητα αυτή, ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος θα μπορούσε να ζητήσει από την CDU/CSU να σχηματίσει προσωρινό συνασπισμό με το SPD, ώστε να διασφαλιστεί η κυβερνητική σταθερότητα. Με βάση το αποτέλεσμα των τελευταίων ομοσπονδιακών εκλογών του 2021, ο Olaf Scholz θα παρέμενε καγκελάριος. Όμως ο ηγέτης της CDU Friedrich Merz έχει αποκλείσει κατηγορηματικά κάτι τέτοιο και η CDU/CSU ζητά επίμονα τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Το γεγονός ότι οι Πράσινοι αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από τον κυβερνητικό συνασπισμό, ακολουθώντας το FDP, ώστε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την CDU/CSU, συμφωνώντας σε έναν μεταβατικό συνασπισμό «Τζαμάικα»[16] μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, απομακρύνει την πιθανότητα ανατροπής του Scholz μέσω εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας και εκλογής του Merz ως Ομοσπονδιακού Καγκελαρίου.
Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν, το βέβαιο είναι ότι η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία έρχεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο[17], αν λάβει κανείς υπόψη την επανεκλογή του απρόβλεπτου Trump στις ΗΠΑ, τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και την πιθανότητα μιας διευρυμένης σύρραξης στη Μέση Ανατολή.
Γεώργιος Θ. Ζώης
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ
[1] Το αποτέλεσμα των εκλογών της 26.9.2021 διαμορφώθηκε ως εξής: Σοσιαλδημοκράτες (SPD): 25,7% και 206 έδρες σε σύνολο 736, Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU): 24,1% και 197 έδρες, Πράσινοι (Bündnis 90/Die Grünen): 14,8% και 118 έδρες, Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP): 11,5% και 92 έδρες, Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD): 10,3% και 83 έδρες, Αριστερά (Die Linke): 4,9% και 39 έδρες, Ένωση ψηφοφόρων του Νότιου Σλέσβιχ (SSW): 0,1% και 1 έδρα, Λοιποί: 8,6% και 0 έδρες. Βλ. Ζώη, Γεωργίου, Εκλογές, Κυβερνήσεις συνασπισμού και προγραμματικές συμφωνίες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου (ΕφημΔΔ), 5/2021, σ. 703 [677-704].
[2] Η ονομασία «Συνασπισμός του φωτεινού σηματοδότη» οφείλεται στα χρώματα των κομμάτων: Κόκκινο για τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), Πράσινο για τους Πρασίνους (Bündnis 90/Die Grünen) και Κίτρινο για τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP).
[3] «Mehr Fortschritt wagen». Ο τίτλος παραπέμπει στη φράση του πρώτου μεταπολεμικού Σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Willy Brandt «Θέλουμε να τολμήσουμε περισσότερη δημοκρατία» («Wir wollen mehr Demokratie wagen») κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της Κυβέρνησής του (συνασπισμός SPD – FDP) στις 28 Οκτωβρίου 1969. Για τις διαπραγματεύσεις, την υπογραφή, το περιεχόμενο και τη διαδικασία επικύρωσης της προγραμματικής συμφωνίας βλ. ενδεικτικά: Ζώη, Γεωργίου, Εκλογές, Κυβερνήσεις συνασπισμού και προγραμματικές συμφωνίες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ό.π., σ. 697 επ..
[4] Η έγκυρη εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, αναφερόμενη στους χειρισμούς του Linder, επισήμανε τα εξής: «Ο πρόεδρος του FDP προκάλεσε το τέλος μίας συγκυβέρνησης, που είχε ξεκινήσει με τόσες ελπίδες. Στο τελεσιγραφικό του αίτημα για ‘στροφή στην οικονομία’ δεν θα μπορούσαν να συναινέσουν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και οι Πράσινοι. Το ήξερε αυτό ο Linder. Ο εκβιασμός του θα οδηγούσε σε διάλυση της Κυβέρνησης, εκτός αν υποχωρούσε. Μπορεί βέβαια να έχει δίκιο σε πολλά σημεία της ανάλυσής του. Αλλά όταν ένας υπουργός Οικονομικών συνδιαμορφώνει την οικονομική πολιτική μίας κυβέρνησης επί τρία χρόνια και ξαφνικά απαιτεί στροφή 180 μοιρών, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι έχει και άλλα κίνητρα. Φυσικά δεν είναι ο μόνος υπαίτιος για το τέλος του κυβερνητικού συνασπισμού. Όλοι έχουν κάνει λάθη». < https://www.sueddeutsche.de/meinung/scholz-merz-ampel-trump-kommentar-lux.AyGP5MijkuWgkFj7nzm6jg?reduced=true >.
[5] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η σχετική συζήτηση στην Ομοσπονδιακή Βουλή διήρκησε περίπου πέντε ώρες. Στην τοποθέτησή του ο απερχόμενος Καγκελάριος Helmut Schmidt υπενθύμισε ότι δύο χρόνια νωρίτερα, στις εθνικές εκλογές του 1980, Σοσιαλδημοκράτες και Ελεύθεροι Δημοκράτες είχαν λάβει από κοινού λαϊκή εντολή για συνέχιση της από το 1969 κυβερνητικής συνεργασίας, ενώ δεν παρέλειψε να κατηγορήσει την ηγεσία του FDP, που αποφάσισε να γίνει πλέον κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών, για ανήθικη συμπεριφορά με σκοπό να διατηρηθεί το FDP στην εξουσία. Μάλιστα, ο Schmidt δεν παρέλειψε να στραφεί εναντίον του αρχηγού του FDP και αντικαγκελαρίου Hans-Dietrich Genscher, ο οποίος είχε δηλώσει στις παραμονές των εκλογών του 1980 ότι «όσοι ψηφίζουν τους Φιλελεύθερους αποτελούν την εγγύηση για να παραμείνει ο κ. Schmidt Καγκελάριος της χώρας».
[6] Konstruktives Misstrauensvotum.
[7] Η διαδικασία αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 67 του Θεμελιώδους Νόμου, σύμφωνα με το οποίο: «(1) Η Ομοσπονδιακή Βουλή μπορεί να εκφράσει τη μομφή της προς τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο μόνο με την εκλογή διαδόχου με την πλειοψηφία των μελών της και να ζητήσει από τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο να παύσει τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο. Ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος οφείλει να ικανοποιήσει το αίτημα και να διορίσει το πρόσωπο που εκλέγεται. (2) Μεταξύ του αιτήματος και της εκλογής πρέπει να μεσολαβήσουν σαράντα οκτώ ώρες». Βλ. περισσότερα ενδεικτικά Herzog, Roman, Άρθρο 67, σε: Maunz, Theodor – Dürig, Günter (Επιμέλεια), Grundgesetz-Kommentar, C. H. Beck, 2016.
[8] Από τον Ιανουάριο του 1919 έως τις αρχές του 1933 (οπότε και διορίστηκε Καγκελάριος ο Hitler) συνολικά είκοσι (20) κυβερνήσεις διαδέχτηκαν η μια την άλλη.
[9] Βλ. Κοντιάδη, Ξενοφώντα, Άρθρο 84, σε: Βλαχόπουλου, Σπύρου, Κοντιάδη, Ξενοφώντα, Τασόπουλου, Γιάννη, Σύνταγμα- Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Ιανουάριος 2023, σ. 5. Βλ. επίσης τις σχετικές επιφυλάξεις ως προς την πρόταση υιοθέτησης αντίστοιχης διάταξης στο ελληνικό Σύνταγμα κατά τη διαδικασία αναθεώρησής του το 2019, ό.π., σ. 16-17. Βλ. επίσης, Hesse, Konrad, Grundzüge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutschland, C.F. Müller, 1999, σ. 267 επ..
[10] Ο Θεμελιώδης Νόμος δείχνει μια δυσπιστία απέναντι στον Ανώτατο Άρχοντα, η οποία οφείλεται επίσης στην προηγούμενη εμπειρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το Σύνταγμα της οποίας αναγνώριζε διευρυμένες εξουσίες στον Πρόεδρο του Γερμανικού Ράιχ (Reichspräsident), μια εκ των οποίων ήταν και η ευχέρεια που διέθετε ο τελευταίος να διαλύει την Βουλή (Reichstag). Και μολονότι το άρθρο 25 του Συντάγματος της Βαϊμάρης όριζε ότι ο Πρόεδρος του Ράιχ είχε τη δυνατότητα να διαλύσει την Βουλή προκηρύσσοντας εκλογές εντός 60 ημερών από τη διάλυση, αλλά μόνο μια φορά για τον ίδιο λόγο, ο εν λόγω περιορισμός δεν τηρήθηκε ποτέ, καθώς η Βουλή διαλύθηκε με π.δ. στις 13 Μαρτίου 1924, στις 20 Οκτωβρίου 1924, στις 31 Μαρτίου 1928, στις 18 Ιουλίου 1930, στις 4 Ιουνίου 1932, στις 12 Σεπτεμβρίου 1932 και την 1η Φεβρουαρίου 1933. Βλ. Ζώη, Γεωργίου, Εκλογές, Κυβερνήσεις συνασπισμού και προγραμματικές συμφωνίες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ό.π., σ. 679 και ιδίως υποσημείωση υπ’ αριθμ. 32.
[11] BVerfGE 62, 1.
[12] Materielle Auflösungslage.
[13] BVerfGE 114, 121.
[14] Ενδεικτικά, σε μία από τις σκέψεις της απόφασης αναφέρονται τα εξής: «Τηρήθηκαν τα διαδικαστικά βήματα που απαιτούνται από το άρθρο 68 του Θεμελιώδους Νόμου. Δεν μπορεί να διαπιστωθεί καταχρηστική χρήση της ψήφου εμπιστοσύνης για τη διάλυση της γερμανικής Βουλής και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Η εκτίμηση του Ομοσπονδιακού Καγκελάριου ότι, με δεδομένο τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων στη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή, δεν θα είναι πλέον σε θέση να ακολουθήσει στο μέλλον πολιτικές που στηρίζονται στην εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν είναι σαφώς προτιμότερη από οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση (1.). Οι εντολές του Ομοσπονδιακού Προέδρου δεν αποκαλύπτουν σφάλματα κρίσης (2.)».
[15] BVerfGE 114, 121, ό.π..
[16] Ο όρος «Συνασπισμός Τζαμάικα» οφείλεται στα χρώματα των κομμάτων που παραπέμπουν στη σημαία της Τζαμάικα: Μαύρο για τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU), Πράσινο για τους Πρασίνους (Bündnis 90/Die Grünen) και Κίτρινο για τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP).
[17] Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο της εφημερίδας Süddeutsche Zeitung, ότι στην πιο δύσκολη και τεταμένη κατάσταση μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας, η Γερμανία μένει χωρίς σταθερή Κυβέρνηση.