Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις διατάξεις του ΝΟΚ αποτελεί μια κομβική στιγμή στην ελληνική νομολογία, καθώς επιχειρεί να εξισορροπήσει τις απαιτήσεις της ανάπτυξης με τις συνταγματικές αρχές της βιωσιμότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Το Δικαστήριο, ανατρέποντας πρακτικές του παρελθόντος που επέτρεπαν ασαφείς ή χαλαρές νομοθετικές διατάξεις, διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο που βασίζεται στη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την επιστημονική τεκμηρίωση. Οι νομοθετικές παρεκκλίσεις που δικαιολογούσαν την απομάκρυνση από το πολεοδομικό ισοζύγιο και την περιβαλλοντική προστασία απορρίπτονται υπέρ μιας αυστηρότερης και περισσότερο ενιαίας προσέγγισης.
Η εξέταση του πρώτου άξονα της απόφασης αναδεικνύει την κρίσιμη απόρριψη των κινήτρων προσαύξησης των όρων δόμησης χωρίς την απαιτούμενη επιστημονική τεκμηρίωση και τον ενδελεχή πολεοδομικό σχεδιασμό. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κίνητρα αυτά, τα οποία περιλαμβάνουν αυξήσεις στον συντελεστή δόμησης και το ύψος των κτιρίων, έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 24 του Συντάγματος, εφόσον δεν σταθμίζονται οι επιπτώσεις τους στο οικιστικό περιβάλλον κάθε περιοχής. Αυτή η προσέγγιση θέτει το τέλος μιας εποχής όπου τέτοιου είδους ρυθμίσεις υιοθετούνταν με γνώμονα την επιτάχυνση της ανάπτυξης, αγνοώντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη βιωσιμότητα των πόλεων. Το Δικαστήριο δεν απορρίπτει την έννοια των κινήτρων καθαυτών, αλλά υπογραμμίζει ότι αυτά πρέπει να εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο σχεδιασμού που να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Η απόφαση αυτή αναδεικνύει μια σαφή στροφή προς τη θεσμοθέτηση κανόνων που βασίζονται στη γνώση, την τεκμηρίωση και τη λογική, απορρίπτοντας την προχειρότητα και την έλλειψη σχεδιασμού.
Ο δεύτερος άξονας της απόφασης εστιάζει στις ρυθμίσεις που εξαιρούν συγκεκριμένα κατασκευαστικά στοιχεία, όπως οι εσωτερικοί εξώστες, οι χώροι κύριας χρήσης στο δώμα και οι πισίνες, από τον συντελεστή δόμησης. Το Δικαστήριο καταλήγει ότι αυτές οι εξαιρέσεις αντιβαίνουν στο Σύνταγμα, καθώς οδηγούν σε αύξηση της πραγματικής δομημένης επιφάνειας χωρίς την απαιτούμενη διαφάνεια και τεκμηρίωση. Αυτή η πρακτική, σύμφωνα με το Δικαστήριο, υπονομεύει την ισορροπία του πολεοδομικού σχεδιασμού και δημιουργεί ανισότητες. Η διάκριση που γίνεται για άλλα στοιχεία, όπως τα έρκερ και τα κλιμακοστάσια, τα οποία κρίνονται ως συνταγματικά συμβατά, αποκαλύπτει την προσπάθεια του Δικαστηρίου να διασφαλίσει τη λειτουργικότητα και την αισθητική χωρίς να επιβαρύνει το περιβάλλον. Αυτή η απόφαση αποτυπώνει μια ισχυρή δέσμευση στην αρχή της διαφάνειας και την ανάγκη για συνοχή και σταθερότητα στους κανόνες δόμησης. Επιπλέον, αναδεικνύει τη σημασία της πρόβλεψης και της ενιαίας εφαρμογής των πολεοδομικών ρυθμίσεων ως θεμέλιο για τη δημιουργία βιώσιμων αστικών περιβαλλόντων.
Ο τρίτος άξονας της απόφασης εστιάζει στον περιορισμό των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων, αποφασίζει ότι οι οικοδομικές άδειες για τις οποίες είχαν ήδη ξεκινήσει οικοδομικές εργασίες δεν θα ακυρωθούν. Αυτή η στάση υποδηλώνει μια ισορροπημένη προσέγγιση που αναγνωρίζει την ανάγκη αποκατάστασης της συνταγματικής νομιμότητας χωρίς να διαταράσσει τις ζωές των πολιτών και την οικονομική σταθερότητα. Η απόφαση να μην επεκταθούν τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας σε εκκρεμείς δίκες διασφαλίζει ότι η εφαρμογή της συνταγματικής τάξης παραμένει δυναμική και ευέλικτη, χωρίς να αγνοεί τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Η απόφαση αυτή δημιουργεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που απαιτεί τη διαμόρφωση και εφαρμογή πολιτικών με απόλυτη προσήλωση στη συνταγματική νομιμότητα, διαφάνεια και τεκμηρίωση. Οι πρακτικές του παρελθόντος που επέτρεπαν αποκλίσεις και παραβιάσεις δεν έχουν πλέον θέση, και το βάρος πέφτει τώρα στη διασφάλιση της βιωσιμότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προστασίας του περιβάλλοντος. Το κράτος δικαίου καλείται να ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις με τρόπο που να ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και να προάγει τη μακροπρόθεσμη ευημερία της κοινωνίας και του φυσικού περιβάλλοντος. Η απόφαση αυτή θέτει τις βάσεις για έναν βαθύτερο διάλογο σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη και τον ρόλο της δικαιοσύνης στη διαμόρφωση της σύγχρονης αστικής πραγματικότητας.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί σημείο καμπής για τη σχέση πολεοδομίας και συνταγματικότητας, αναδεικνύοντας τις απαιτήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης ως απαράβατο όρο κάθε νομοθετικής ρύθμισης που επηρεάζει το αστικό περιβάλλον. Η προσέγγιση που ακολουθεί το Δικαστήριο δίνει έμφαση στη διαφάνεια, τη δικαιοσύνη και την επιστημονική τεκμηρίωση, ενσωματώνοντας στις κρίσεις του τα σύγχρονα δεδομένα που απαιτούν συνδυασμό ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας. Η σύνθεση αυτή αποτυπώνει μια δικαστική στάση που δεν περιορίζεται στην τυπική εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά λειτουργεί προοδευτικά για τη διαμόρφωση ενός νέου προτύπου πολεοδομικής νομοθεσίας.
Η απόφαση φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη αποσαφήνισης και ενοποίησης των πολεοδομικών κανόνων, ώστε να εξασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή τους. Οι παρεκκλίσεις και οι εξαιρέσεις που μέχρι τώρα προσφέρονταν μέσα από αμφιλεγόμενες διατάξεις καταδεικνύουν τις αδυναμίες του συστήματος που επέτρεπε την καταστρατήγηση της πολεοδομικής ισορροπίας. Το Δικαστήριο, απορρίπτοντας τέτοιες ρυθμίσεις, διατυπώνει μια ισχυρή υπενθύμιση προς τη νομοθετική εξουσία ότι η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί σαφή και ορθολογικά σχεδιασμένα νομοθετικά εργαλεία που να στηρίζονται στη γνώση και την επιστημονική μελέτη.
Επιπλέον, η απόφαση λειτουργεί ως μήνυμα προς τη διοικητική εξουσία για την ανάγκη υπευθυνότητας και λογοδοσίας στις αποφάσεις της. Η δυνατότητα που παρείχετο στις υπηρεσίες δόμησης να εκδίδουν άδειες με ουσιώδεις αποκλίσεις από το πολεοδομικό καθεστώς κρίνεται ασύμβατη με το Σύνταγμα. Αυτό αναδεικνύει τη σημασία ενός κεντρικού, ολοκληρωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού που να προλαμβάνει τις αυθαιρεσίες και να εγγυάται την ορθή διαχείριση του οικιστικού χώρου.
Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, όπως εφαρμόζεται στον περιορισμό των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, επιβεβαιώνει την προσήλωση του Δικαστηρίου στη δικαιοκρατία. Η αναγνώριση ότι οι διοικούμενοι πρέπει να μπορούν να εμπιστεύονται τις διοικητικές πράξεις και να μην πλήττονται από αιφνίδιες ανατροπές λειτουργεί ως θεμέλιο για τη διαμόρφωση ενός σταθερού νομικού πλαισίου. Παράλληλα, η διαφοροποίηση που γίνεται για εκκρεμείς δίκες αποδεικνύει την ευελιξία του Δικαστηρίου στη διαχείριση πολυδιάστατων υποθέσεων, διασφαλίζοντας την ισορροπία μεταξύ συνταγματικής νομιμότητας και κοινωνικής σταθερότητας.
Η απόφαση, τέλος, ανοίγει έναν νέο δρόμο για τη νομοθέτηση στον τομέα της πολεοδομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Καλεί τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία να κινηθούν με σύνεση και υπευθυνότητα, διαμορφώνοντας πολιτικές που δεν θα αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και θα υπηρετούν την κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο της Επικρατείας όχι μόνο θέτει σαφή όρια για τις υπάρχουσες διατάξεις, αλλά και διαμορφώνει ένα πλαίσιο αρχών που θα κατευθύνουν τις μελλοντικές νομοθετικές και διοικητικές πρωτοβουλίες.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η πολεοδομία δεν μπορεί να περιορίζεται σε αποσπασματικές ρυθμίσεις που εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, αλλά απαιτεί μια στρατηγική προσέγγιση που να εξασφαλίζει την ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη, την περιβαλλοντική προστασία και την κοινωνική συνοχή. Η απόφαση αποδεικνύει την ικανότητα του Δικαστηρίου να λειτουργεί ως ρυθμιστικός μηχανισμός που διασφαλίζει τη συμμόρφωση της διοίκησης και της νομοθεσίας με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος. Παράλληλα, λειτουργεί ως εργαλείο διαμόρφωσης πολιτικής, δημιουργώντας προηγούμενα που μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο θα σχεδιαστούν οι μελλοντικές παρεμβάσεις στον τομέα της δόμησης. Αυτή η διττή λειτουργία της απόφασης ενισχύει τον ρόλο της δικαιοσύνης ως θεσμικού εγγυητή της βιώσιμης ανάπτυξης.
Τέλος, η απόφαση αναδεικνύει την ανάγκη για μια νέα θεσμική κουλτούρα στον τομέα της πολεοδομίας, όπου η γνώση, η επιστημονική ανάλυση και η διαφάνεια θα αποτελούν θεμέλια για κάθε νομοθετική και διοικητική πράξη. Η εστίαση στη βιωσιμότητα, τη λογοδοσία και τη δικαιοκρατία δεν αποτελεί απλώς μια αναγκαία συμμόρφωση με το Σύνταγμα, αλλά έναν οδηγό για τη διαμόρφωση ενός πιο δίκαιου και ισορροπημένου πλαισίου που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών και του περιβάλλοντος. Η απόφαση, επομένως, λειτουργεί ως πρόκληση και ευκαιρία για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και εφαρμόζουμε την πολεοδομική νομοθεσία.
Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος, ΔΝ, Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ