Ι. Εισαγωγή
Στο σημερινό τοπίο της κοινωνικής ασφάλισης, όπου οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί, έχουν ενταχθεί στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), το κύριο θεσμικό κείμενο για τα συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, παραμένει ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ΚΠΣΣ). Το γεγονός ότι ο νομοθέτης υπήγαγε τους δημοσίους υπαλλήλους στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης -μολονότι ήδη κατά το 2010 υφίστατο διακριτό συνταξιοδοτικό σύστημα για εκείνους- έχει κριθεί ως συνταγματική επιλογή. Εντούτοις, οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις που διαφοροποιούν τους δημοσίους υπαλλήλους από τους λοιπούς ασφαλισμένους δεν έχουν διαφοροποιηθεί, συγκριτικά με τα προ του 2010 υπηρεσιακά και υπαλληλικά δεδομένα. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη του Κώδικα στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης, προβάλλει όχι απλώς ως μία «πολυτέλεια», αλλά ως μία αναντίλεκτη ανάγκη.
Η τελευταία έκδοση του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ΚΠΣΣ) χρονολογείται στο 2007, οπότε η χώρα δεν είχε έρθει ακόμη αντιμέτωπη με το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης και τις συνέπειες που αυτή προκάλεσε, ιδίως στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης. Αναμφίβολα, οι αλλαγές στο δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα της περιόδου που ακολούθησε το 2010 είναι ευρείας έκτασης και έχουν μεταβάλει μεταξύ άλλων και το περιεχόμενο του ΚΠΣΣ είτε ρητά είτε σιωπηρά. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να εφαρμόζεται, ελλείψει ενός ενιαίου κανονισμού παροχών του e-ΕΦΚΑ[1], του οποίου το περιεχόμενο είναι άγνωστο αν θα περιλαμβάνει και τους δημοσίους υπαλλήλους, εν ευρεία εννοία[2].
Στη νεότερη ελληνική ιστορία έχουν εκδοθεί τέσσερα νομοθετήματα που περιείχαν το σύνολο των διατάξεων για τις συντάξεις των δημοσίων λειτουργών, των δημοσίων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων. Το πρώτο κείμενο ήταν ο α.ν. 1854/1951, ακολούθησε το π.δ. 1041/1979, το π.δ. 166/2000 και τέλος το π.δ. 169/2007. Αν ανατρέξουμε σε αυτά τα κείμενα, θα διαπιστώσουμε ότι ο νομοθέτης σε κάθε επόμενο Κώδικα, ενσωμάτωνε τις ρυθμίσεις που είχαν μεσολαβήσει από την έκδοση του προηγούμενου, και έπειτα. Το ερώτημα λοιπόν που εύλογα γεννάται, δεδομένης και της χρονικής απόστασης από το 2007, οπότε και εκδόθηκε ο τελευταίος ΚΠΣΣ, είναι η ανάγκη ή μη της εκ νέου έκδοσης.
ΙΙ. Τα δεδομένα από το 2007 έως σήμερα
Αρχικά, το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης και το συνταξιοδοτικό σύστημα, τουλάχιστον έως το 2010, αποτελούσαν δύο διακριτές έννοιες, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε νομικό επίπεδο[3]. Δεν θα ήταν υπερβολή μάλιστα, να υπογραμμίσουμε ότι τα θεσμικά κείμενα για τα ζητήματα συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων, εμφάνιζαν μεγαλύτερη σαφήνεια και μικρότερη πολυπλοκότητα συγκριτικά με των υπολοίπων ασφαλισμένων, ακριβώς διότι όλες οι ρυθμίσεις ήταν κωδικοποιημένες σε ένα βασικό θεσμικό κείμενο. Αυτή η συνθήκη σταδιακά μεταβλήθηκε, και έως το 2020 επιτεύχθηκε μία σύγκλιση των κανόνων απονομής της σύνταξης, του υπολογισμού και της θεμελίωσής της. Έτσι, η αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης επηρέασε αναμφίβολα το σύνολο των ασφαλισμένων.
Ένα πρώτο ζήτημα προς εξέταση είναι ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από την τελευταία έκδοση του ΚΠΣΣ έως σήμερα. Κι αυτό όχι μόνο υπό την αμιγώς ποσοτική του χρόνου έννοια, αλλά και την ποιοτική· το εύρος δηλαδή των μεταβολών που έχουν επέλθει στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Το 2007, ενώ είχαν μεσολαβήσει μόλις επτά έτη από την έκδοση του προγενέστερου ΚΠΣΣ, κρίθηκε απαραίτητο να επανεκδοθεί ο Κώδικας, ώστε να περιλάβει όλες τις τροποποιήσεις -σιωπηρές ή ρητές- των διατάξεων του[4]. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί ότι ο ΚΠΣΣ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο συνταξιοδοτικό σύστημα και ως εκ τούτου είναι θεμιτό να επικαιροποιείται περιοδικά ή εν πάση περιπτώσει όποτε συντελούνται μείζονες αλλαγές. Πράγματι, το συνταξιοδοτικό σύστημα του Δημοσίου έως και το 2010 αποτελούσε ένα aliud στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης[5]. Τα όρια ηλικίας και τα απαιτούμενα έτη υπηρεσίας για τη συνταξιοδότηση των υπαλλήλων, διέφεραν σε σχέση με τους μισθωτούς, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους[6]· υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που οι δημόσιοι υπάλληλοι εξαιρούνταν από τη συμπλήρωση συγκεκριμένου ηλικιακού ορίου για την άσκηση του δικαιώματος συνταξιοδότησης[7]. Χωρίς να εξετάζουμε τους λόγους για τους οποίους συνέβαινε αυτό, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ευρύτερη σημασία του[8].
ΙΙΙ. Περιεχόμενο Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων
Οι δημόσιοι υπάλληλοι από οποιοδήποτε πόστο κι αν προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, υπόκεινται σε πλείστους περιορισμούς, ενώ διέπονται και από τη συνταγματική μονιμότητα[9]. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το πειθαρχικό δίκαιο, τις μεταθέσεις, το σύστημα προαγωγών, την αδυναμία ατομικής διαπραγμάτευσης των όρων «εργασίας» και το βασικότερο, ότι είναι «δημόσιοι υπηρέτες»[10]. Η εξουσιαστική σχέση του Δημοσίου με τα όργανά του, εκτός από τους υπηρεσιακούς περιορισμούς, είχε οδηγήσει5 στη δημιουργία ενός ομολογουμένως ευνοϊκού συνταξιοδοτικού συστήματος, που ανεξάρτητα από το αν έχει συνταγματικά ερείσματα, ίσχυσε καθολικά για τουλάχιστον έξι (6) δεκαετίες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων τελεί σε άμεση σχέση με το υπαλληλικό καθεστώς τους, καθώς υπό ορισμένες προϋποθέσεις επέρχεται απώλεια πραγματικού συντάξιμου χρόνου ή και του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος εν συνόλω[11].
Από την ομογενοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος του Δημοσίου με το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης, έχουν εξαιρεθεί βέβαια ορισμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων για τις οποίες εκτιμούμε ότι η πλήρης εφαρμογή ενιαίων κανόνων δεν θα καταστεί εφικτή για λόγους που ανάγονται στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων τους[12]. Σε κάθε περίπτωση, μετά και την έκδοση του ν. 4670/2020, είναι σαφές ότι ιδίως οι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι εμφανίζουν ελάχιστες διαφορές από τους μισθωτούς σε ό,τι αφορά τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, τον υπολογισμό των συνταξίμων παροχών και την απόδοση των ασφαλιστικών τους εισφορών. Η πλειονότητα των αλλαγών του συνταξιοδοτικού νομικού πλαισίου θεσπίστηκε ως τροποποίηση των διατάξεων του ΚΠΣΣ, υπό τη μορφή αυτοτελών -οριζοντίων- διατάξεων σε διάφορους νόμους. Σε κάποιες περιπτώσεις βέβαια, συναντάται η ενσωμάτωση νέων διατάξεων απευθείας ΚΠΣΣ[13], γεγονός που υποδηλώνει την θέση του νομοθέτη για τον ρόλο του Κώδικα, ως του κυριότερου θεσμικού κειμένου της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου. Η τελευταία παρατήρηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν αναλογιστούμε ότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει έως σήμερα την ύπαρξη ενός διακριτικού συνταξιοδοτικού συστήματος για τους δημοσίους υπαλλήλους[14].
Επιπροσθέτως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αφενός πλέον οι δημόσιοι υπάλληλοι στην συντριπτική πλειονότητά τους, ασφαλίζονται στον e-ΕΦΚΑ[15] και αφετέρου υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις που συνεχίζουν να ασφαλίζονται στο Δημόσιο. Στους τελευταίους συγκαταλέγονται όσοι υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), όσοι δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης Ο.Γ.Α. ή ανασφάλιστου Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, οι λογοτέχνες καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο, όσοι λαμβάνουν προσωπική σύνταξη και όσοι δικαιούνται σύνταξη λόγω ανικανότητας ή λόγω θανάτου που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης[16].
Ταυτόχρονα, ο ΚΠΣΣ εξακολουθεί να αποτελεί το κύριο νομοθέτημα, στο οποίο περιλαμβάνονται ζητήματα αναγνώρισης χρόνου υπηρεσίας, πραγματικού και πλασματικού χρόνου ασφάλισης. Επί παραδείγματι, ρυθμίζει τα ζητήματα υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας ειδικών κατηγοριών υπαλλήλων που έχουν δικαίωμα αναγνώρισης του συντάξιμου χρόνου υπηρεσίας αυξημένου στο διπλάσιο[17]. Παράλληλα, συνιστά το θεσμικό κείμενο που περιέχει τις διατάξεις περί θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος και υπολογισμού των συνταξιοδοτικών παροχών όσων καθίστανται ανάπηροι ως πάσχοντες από τραύμα που επήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης[18] ή αποθνήσκουν από τραύμα που επήλθε υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις[19]. Μολονότι αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούν τον κανόνα στην απονομή σύνταξης, έχει ρητά οριστεί ότι συνεχίζουν να εφαρμόζονται για όσους εμπίπτουν στο πεδίο του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Δεδομένα λοιπόν, όσα προηγήθηκαν, συντείνουν στο ότι ο ΚΠΣΣ εξακολουθεί να έχει μία συγκεκριμένη θέση και στο σημερινό ασφαλιστικό τοπίο.
IV. Η σκοπιμότητα της επανέκδοσης του ΚΠΣΣ
Υπό το πρίσμα της ευρείας εφαρμογής του ΚΠΣΣ, η αναμόρφωσή του συνιστά αναντίρρητη ανάγκη, για μία σειρά από λόγους που θα εκθέσουμε στη συνέχεια. Αρχικά, η συνταξιοδοτική νομοθεσία είναι πλέον διάσπαρτη, καθώς τα ζητήματα των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αναγνώρισης χρόνου υπηρεσίας, τα ποσοστά των εισφορών και οι κανόνες υπολογισμού των παροχών θεσμοθετήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και το σημαντικότερο, σε νομοθετήματα εκτός του ΚΠΣΣ. Ως εκ τούτου, ο ασφαλισμένος είναι υποχρεωμένος να ανατρέξει στην ομολογουμένως πολυδαίδαλη νομοθεσία, ώστε να γνωρίζει τα δικαιώματά του. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας δικαίου, καθότι συχνά οι ασφαλισμένοι δεν δύνανται να σχηματίσουν εικόνα για τα ακριβή συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα[20]. Παράλληλα, στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοίκησης, της προβλεψιμότητας, της διαφάνειας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και προστασίας του διοικουμένου, η επανέκδοση του Κώδικα προβάλει ως μία θεμιτή επιλογή. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε δύο από τα κυριότερα ζητήματα που πρέπει να εξετασθούν κατά την έκδοση του Κώδικα.
1. Οι ανενεργές διατάξεις
Ανεξάρτητα από τον εμπλουτισμό ή την απλοποίηση του ΚΠΣΣ, είναι αναμφίβολο ότι μία πλειάδα διατάξεών του είναι ανενεργές και πεπερασμένες. Αυτό είναι αποτέλεσμα της διαχρονικά αποσπασματικής, ήδη από το 1951, διαμόρφωσης του περιεχομένου του Κώδικα, καθώς ο νομοθέτης περιορίστηκε στην προσθήκη νέων διατάξεων, χωρίς να αξιολογεί το ουσιαστικό περιεχόμενο των παλαιότερων. Όλως ενδεικτικά, αναφέρουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις αναγνώρισης χρόνου ως συντάξιμου: α) ο χρόνος υπηρεσίας στο Σώμα Προσκόπων Μαζαράκη κατά τα έτη 1912-1913, καθώς και ο χρόνος υπηρεσίας ως αρχηγών ένοπλων σωμάτων στην Κρήτη και Σάμο πριν από την προσάρτησή τους ή κατά τον πόλεμο 1912-1913 ή στο συμμαχικό Στρατό κατά τον πόλεμο 1914-1918[21], β) ο χρόνος υπηρεσίας μόνιμων ή ισόβιων ή αυτών που αναφέρονται στην περίπτ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Π.Δ. 169/2007 έκτακτων, αναπληρωτών και δόκιμων πολιτικών υπαλλήλων στην Ήπειρο και τα Νησιά από την 5η Οκτωβρίου 1912 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 1913, στη Δυτική Θράκη από τις 2 Μαϊου 1920 μέχρι το τέλος 1922 και αλλού[22] και γ) ο χρόνος υπηρεσίας των οπλαρχηγών οποιασδήποτε τάξης και των ομαδαρχών του Μακεδονικού αγώνα 1903-1909, του Βαλκανοτουρκικού αγώνα 1912-1913 και του Βορειοηπειρωτικού αγώνα 1912- 1914[23].
Από την παράθεση των ανωτέρω παραδειγμάτων, αναδεικνύεται ότι μεγάλος αριθμός διατάξεων δεν ανταποκρίνεται στα τρέχοντα δεδομένα του συνταξιοδοτικού συστήματος, καθώς δεν υφίστανται ασφαλισμένοι τους οποίους να αφορούν ή αν υπάρχουν σε κάποιες περιπτώσεις, αφορούν ελάχιστους εν ζωή δικαιούχους. Αναντίλεκτα, οι διατάξεις αυτές παρουσιάζουν ένα ιστορικό ενδιαφέρον ως προς την αντίληψη του νομοθέτη για τη διαμόρφωση των συνταξιοδοτικών διατάξεων στις διάφορες ιστορικές περιόδου · πολύ περισσότερο εκφράζουν τη βούληση του νομοθέτη για την αναγνώριση δημόσιας υπηρεσίας, η οποία παρασχέθηκε στην ελληνική επικράτεια υπό δυσμενείς συνθήκες, ως συντάξιμης. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν διατηρήθηκαν έως το 2007 επειδή πράγματι υπήρχαν εν ζωή ασφαλισμένοι που ενέπιπταν στο ρυθμιστικό τους πεδίο, είναι εμφανές ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους, δεν έχουν πλέον λόγο ύπαρξης.
2. Η ανερμάτιστη πολυπλοκότητα των διατάξεων των παθόντων εν ενεργεία υπαλλήλων
Επιπλέον όσων υπογραμμίσαμε ανωτέρω, κρίνεται σκόπιμο να αναδείξουμε το θέμα της απονομής σύνταξης σε παθόντες υπαλλήλους. Οι κανόνες απονομής σύνταξης αναπηρίας και θανόντων, που οφείλονται σε τραύματα, νοσήματα ή απώλεια ζωής που προήλθαν είτε ένεκα της υπηρεσίας είτε όχι, είναι εξαιρετικά περίπλοκοι. Ο υφιστάμενος Κώδικας, διακρίνει σε όσους πεθαίνουν στην υπηρεσία πριν ή μετά τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, σε όσους είναι παθόντες από την υπηρεσία και παθόντες όχι από την υπηρεσία, σε όσους αποκομίζουν τραύμα ή νόσημα που προκλήθηκε πρόδηλα και αναμφισβήτητα ένεκα της υπηρεσίας και όσους δολοφονούνται λόγω της ιδιότητάς τους ή κατά την εκτέλεση υπηρεσίας. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για τους πολιτικούς υπαλλήλους, τους στρατιωτικούς και τους δημόσιους λειτουργούς, έχουν μικροδιαφοροποιήσεις μεταξύ τους και οδηγούν στην απονομή διαφορετικού ύψους σύνταξης για κάθε περίπτωση.
Ωστόσο, εκτιμούμε ότι μπορούν να απλοποιηθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες: τις συντάξεις αναπηρίας ή θανάτου που δεν χαρακτηρίζονται ως «ένεκα της υπηρεσίας», τις ανωτέρω συντάξεις που χαρακτηρίζονται ως «ένεκα της υπηρεσίας» και τις συντάξεις που ως νόμιμη αιτία έχουν τραύμα ή νόσημα που προήλθε κατά την εκτέλεση υπηρεσίας. Η τελευταία θα συμπεριλάβει και όσους αποκομίζουν τραύμα ή αποβιώνουν κατόπιν «δολοφονικής επίθεσης και λόγω της ιδιότητάς τους». Αυτή η τριμερής διάκριση ερείδεται σε επιμέρους ομαδοποιήσεις ομοειδών περιπτώσεων και απλοποιεί τόσο τις προϋποθέσεις απονομής όσο και τους κανόνες υπολογισμού της σύνταξης[24].
Παράλληλα, η μεταρρύθμιση αυτή είναι απαραίτητη, διότι το υφιστάμενο πλαίσιο, παραγνωρίζει ένα πολύ βασικό στοιχείο· οι συντάξεις αναπηρίας και χηρείας δεν έχουν κατ’ αρχήν ανταποδοτικό χαρακτήρα, αλλά προνοιακό[25][26]. Κι όπως είναι αναμενόμενο, οι προϋποθέσεις απονομής τους κλιμακώνονται ανάλογα με το αν το συμβάν που οδηγεί σε αναπηρία ή θάνατο σχετίζεται άμεσα με την υπηρεσία. Η διαδικασία αυτή, θα έχει άμεσο αντίκτυπο στη νομοθεσία που διέπει το τ. ΜΤΠΥ, το ΜΤΣ, το ΜΤΝ και το ΜΤΑ, δηλαδή τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης που απονέμουν επικουρική σύνταξη στους μετόχους-υπαλλήλους και τις οικογένειές τους.
Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΚΠΣΣ ρύθμιζε ζητήματα σύνταξης του έγγαμου υπαλλήλου και της πατρικής οικογένειας άγαμου. Παρόλα αυτά, με δεδομένο ότι ο ν. 4387/2016 και ο ν. 4611/2019 ρυθμίζουν πλέον το ζήτημα, θα ήταν χρήσιμο οι διατάξεις αυτές να αποτυπωθούν στον Κώδικα. Παράλληλα, να υπογραμμίσουμε ότι δεν θα αρκούσε απλώς η ενσωμάτωσή τους, αλλά θα ήταν χρήσιμη και η επανεξέταση των διατάξεων σε επίπεδο περιεχομένου. Πιο αναλυτικά, μπορεί μεν να εξορθολογίστηκε η νομοθεσία περί της σύνταξης των κατιόντων, ωστόσο εκτιμούμε ότι η σύνταξη της πατρικής οικογένειας είναι ένα ζήτημα που χρήζει επανεξέτασης. Η επαναφορά της ή μη, είναι ζήτημα που ανάγεται στον προεχόντως προνοιακό χαρακτήρα των συντάξεων θανόντων (ή χηρείας). Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψιν οι πραγματικές καταστάσεις της πατρικής οικογένειας των θανόντων υπαλλήλων, όπως το ετήσιο εισόδημα των γονέων, η λήψη σύνταξης ή η ανεργία αυτών, η συμβολή του τέκνου στη διαβίωση των γονέων, η ύπαρξη άλλων αδελφών κ.α., αντιλαμβανόμαστε ότι το ζήτημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον[27].
Επίσης, ένα μείζον στοιχείο το οποίο δεν έχει τύχει της προσήκουσας προσοχής, είναι ότι ο ΚΠΣΣ καθορίζει την θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των δημοσίων υπαλλήλων. Τα άρθ. 1 επ. και 25 επ. του π.δ. 169/2007 θέτουν συγκεκριμένα έτη υπηρεσίας, με τη συμπλήρωση των οποίων οι ασφαλισμένοι «διασφαλίζουν» το δικαίωμα λήψης σύνταξης από το Δημόσιο Ταμείο, με τη σωρευτική συμπλήρωση συγκεκριμένου ηλικιακού ορίου[28]. Παρόλο που το όριο αυτό ποικίλλει, δύο χρονικά σημεία αναδεικνύονται ως πόλοι για την κατοχύρωση δικαιώματος: η 25ετία και η 15ετία. Μολονότι πλέον δεν αποτελούν τον κανόνα στη συνταξιοδότηση των υπαλλήλων, συνεχίζουν να εφαρμόζονται στις περιπτώσεις υπαλλήλων με μικρό αριθμό ετών ασφάλισης κατά τη συνταξιοδότησή τους[29]. Επίσης, η 25ετία εξακολουθεί να αποτελεί το σημείο αναφοράς για την κατοχύρωση και άλλων δικαιωμάτων, όπως η αναγνώριση επιπλέον πραγματικού χρόνου ασφάλισης[30].
V. Ολική αναμόρφωση ή λεπτές παρεμβάσεις;
Το επόμενο ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι ποιο θα είναι το περιεχόμενο και η μορφή ενός νέου και επικαιροποιημένου ΚΠΣΣ. Στο ζήτημα αυτό μπορούν να υποστηριχθούν περισσότερες της μίας απόψεις, πάντα με γνώμονα τα ισχύοντα δεδομένα. Κατά τη γνώμη μας, δύο είναι οι επικρατέστερες: να επανεκδοθεί ο Κώδικας με μεταβολή του περιεχομένου του ή να διαχωριστεί σε Κώδικα Πολιτικών και Κώδικα Στρατιωτικών Συντάξεων.
1. Η «απλή» επανέκδοση
Η σύνταξη ενός νέου Κώδικα δεν θα είναι μία απλή διαδικασία, καθώς προϋποθέτει τη συλλογή του συνόλου των διάσπαρτων διατάξεων που θεσμοθετήθηκαν από το 2010 έως σήμερα. Υπό αυτό το πρίσμα, υπάρχει η δυνατότητα να διατηρήσει τη σημερινή του μορφή, διακρινόμενος σε ένα τμήμα που θα περιέχει διακριτά τις ουσιαστικές διατάξεις που αφορούν τους πολιτικούς υπαλλήλους από κοινού με τους δημόσιους λειτουργούς, ένα τμήμα που θα περιλαμβάνει τις ουσιαστικές διατάξεις για τους στρατιωτικούς, ένα τμήμα που θα περιέχει κοινές διατάξεις για όλους τους ασφαλισμένους του Δημοσίου, ένα τμήμα που θα αφορά δικονομικά ζητήματα και ζητήματα προδικαστικών προσφυγών, και ένα τελευταίο τμήμα με εξουσιοδοτικές και μεταβατικές διατάξεις. Είναι αυτονόητο -βάσει και των όσων προηγήθηκαν- ότι θα ενσωματωθούν οι διάσπαρτες διατάξεις, θα απαλειφθούν οι φύσει και θέσει ανενεργές και θα απλοποιηθούν οι κανόνες απονομής σύνταξης των παθόντων εν υπηρεσία υπαλλήλων, εν γένει.
2. Η «διχοτόμηση» του Κώδικα
Ο ΚΠΣΣ περιλαμβάνει στο ρυθμιστικό του πεδίο τους δημόσιους λειτουργούς, τους πολιτικούς υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς. Για την τελευταία κατηγορία, εξακολουθούν να ισχύουν διακριτές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις ως προς τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, πέραν του πραγματικώς διανυθέντος[31]. Υπό αυτό το δεδομένο, δεν θα ήταν ανεδαφική η έκδοση ενός Κώδικα Πολιτικών Συντάξεων και ενός Κώδικα Στρατιωτικών Συντάξεων. Αυτός ο διαχωρισμός εξυπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες κάθε δημόσιας υπηρεσίας και επιτρέπει στον νομοθέτη να προσαρμόζει αμεσότερα τις -τυχόν μελλοντικές- αλλαγές σε έκαστο Κώδικα[32] η ανάγκη αυτή εμφανίστηκε με πρωτόγνωρη ένταση το 2010 και δεν μπορεί να αποκλειστεί ως πιθανότητα και για το μέλλον.
Σε αυτήν τη σκέψη συντείνει ιδίως το ότι για τους υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας και τις Ένοπλες Δυνάμεις -υπό τα σημερινά δεδομένα- η διάρκεια του υπηρεσιακού βίου είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλληλεπιδρώντας άμεσα με αυτό[33]. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η ψήφιση του ν. 3883/2010 που μετέβαλε τη σταδιοδρομία των στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάμεων -ώστε αυτή να προσαρμοστεί στα νέα όρια συνταξιοδότησης που τότε έθεσε ο ν. 3865/2010- και η ψήφιση του άρθ. 23 του ν. 4997/2022, που επεξέτεινε στο σύνολο των στρατιωτικών τη δυνατότητα αναγνώρισης πέντε (5) επιπλέον ετών πραγματικής υπηρεσίας. Συγχρόνως, ένας νέος Κώδικας Στρατιωτικών Συντάξεων, δίνει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης διατάξεων του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, προκειμένου -σε διακριτές φυσικά ενότητες- να κωδικοποιηθούν συναφή ζητήματα.
VI. Αντί επιλόγου
Από όσα προηγήθηκαν, αναδεικνύεται ότι στο ερώτημα που τέθηκε περί της ανάγκης επανέκδοσης του ΚΠΣΣ, προσήκει καταφατική απάντηση. Το ζητούμενο δεν θα μπορούσε να ήταν η κατάργηση του ΚΠΣΣ, καθότι μία τέτοια προσέγγιση θα αντιτίθετο στην πάγια θέση του νομοθέτη και της νομοθεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου· αποτελεί δε ζήτημα ανεξάρτητο από την εισαγωγή ενός ενιαίου κανονισμού παροχών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Σε κάθε περίπτωση είτε ως ενιαίος Συνταξιοδοτικός Κώδικας είτε διαχωρισμένος σε επιμέρους Κώδικες[34], επιβάλλεται η επικαιροποίηση του περιεχομένου του με την ενσωμάτωση όλων των σχετικών διατάξεων και την απαλοιφή όσων στερούνται πεδίου εφαρμογής. Εν τη απουσία ενός ενιαίου κανονισμού παροχών, η ανάγκη επανέκδοσης του ΚΠΣΣ αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, για λόγους που ανάγονται στην ασφάλεια δικαίου των διοικουμένων και την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων από τη Διοίκηση.
Η κοινωνική ασφάλιση, όπως απορρέει από το άρθ. 22 παρ. 5 Σ, κατά μία άποψη αφορά το σύνολο του εργαζόμενου πληθυσμού που εντάσσεται στην κοινωνική ασφάλιση ανεξάρτητα από την ένταξή του στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, ενώ κατά άλλη, αφορά τους εργαζομένους, από τους οποίους σαφώς διακρίνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι[35]. Σε κάθε περίπτωση, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία ευχέρεια αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος, περιοριζόμενος μόνο από το Σύνταγμα και διεθνή κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος[36]. Συνεπώς, η εφαρμογή ενιαίων ή διακριτών κανόνων ανήκει στην ανωτέρω αρμοδιότητα, γεγονός που καταλείπει ευρέα περιθώρια για την διακριτή μεταχείριση ορισμένων ζητημάτων (λχ συνταξίμου χρόνου) μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και λοιπών ασφαλισμένων. Πολύ περισσότερο, επιτρέπεται η ένταξη αυτών των κανόνων -όπως ήδη εξάλλου ισχύει- σε έναν Συνταξιοδοτικό Κώδικα, μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς.
Στην σύγκλιση των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων και την προσπάθεια σύνταξης ενιαίων κανόνων, ο ΚΠΣΣ αναδεικνύεται ως το θεσμικό κείμενο επί του οποίου δύναται, αν όχι επιβάλλεται, να αποτυπώνεται το σύνολο των μεταβολών του συνταξιοδοτικού συστήματος. Παρόλο που ο νομοθέτης έχει επιλέξει μία συγκεκριμένη κατεύθυνση στην κοινωνική ασφάλιση, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα αυτό να μεταβληθεί στο μέλλον· να επιστρέψουμε δηλαδή, σε ένα ουσιαστικά διαφοροποιημένο συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δημοσίους υπαλλήλους ή έστω για ορισμένες κατηγορίες εξ αυτών. Εξάλλου, οι βισμαρκιανές καταβολές της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας[37], απαιτούν συγκεκριμένες διαδικασίες –ήτοι συνταγματική αναθεώρηση- για να εκριζωθούν. Εκτός λοιπόν από τον συμβολικό χαρακτήρα της ύπαρξης του ΚΠΣΣ, αυτή θα διευκολύνει τη θέσπιση αλλαγών για τους συγκεκριμένους ασφαλισμένους, για τους οποίους βάσιμα υποστηρίζεται ότι διαφοροποιούνται στον εργασιακό τους βίο από τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα. Και οι διαφορές αυτές δέον να αποτυπώνονται τόσο στο περιεχόμενο των συνταξιοδοτικών διατάξεων όσο και σε ένα διακριτό νομοθέτημα.
Ηρακλής Πατεράκης
Στρατιωτικός Νομικός Σύμβουλος, ΔΝ Δημοσίου Δικαίου
[1] Για την επιδίωξη της ουσιαστικής και όχι απλώς της διοικητικής ενοποίησης του ασφαλιστικού συστήματος με την ίδρυση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ήδη e-ΕΦΚΑ), βλ. Στεργίου Α., Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, Σάκκουλας, 2022, σελ 82 επ. · Κουμαριανό Β., Ενοποίηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης: ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης ως οργανωτικό όχημα για τη νέα αρχιτεκτονική των συντάξεων, Κοινωνική Πολιτική, τ. 8/2017.
[2] Σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 4387/2016, επρόκειτο να εκδοθεί στο τέλος του 2016.
[3] Για λεπτομερέστερη ανάλυση του ζητήματος, βλ. Λιγωμένου Α., Η νομική φύση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των δημοσίων υπαλλήλων, ΕΔΚΑ, 1999, σελ. 913 επ. · Πετροπουλάκο Στ., Η συμβατότητα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του ν. 4387/2016 με το Σύνταγμα, ΕΔΚΑ, 2016, σελ 199 επ.
[4] Αλογοσκούφης Γ. «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, Πρόλογος», 2007, σελ 1.
[5] Παπαρρηγοπούλου Πεχλιβανίδη Πατ., Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σελ 38. Για την αντίθετη άποψη, Κατρούγκαλος Γ., Η (πολιτική) σύνταξη ως κοινωνικό δικαίωμα, ΕΔΚΑ 2007, σελ 419 επ. Παρόλη βέβαια την παραδοχή περί της διαφοροποίησης του συνταξιοδοτικού συστήματος από την κοινωνική ασφάλιση, οι μισθωτοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί διέπονται πλέον από κοινούς συνταξιοδοτικούς κανόνες, με ορισμένες -λίγες- διαφοροποιήσεις. Βλ. ενδεικτικά, ΕλΣυν (Ολ.) 504/2021 · ΕλΣυν (Ολ.) 2020/2020 · Πρακτικά 1ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 12ης Φεβ 2020 · ΕλΣυν (Ολ.) 137/2019 · ΕλΣυν (Ολ.) 244/2017.
[6] Για το ζήτημα της ασφάλισης των αυτοαπασχολούμενων/ελευθέρων επαγγελματιών, την πολυδιάσπαση του πλαισίου ασφάλισής τους, την μεταξύ τους ανομοιογένεια και τους συναφείς προβληματισμούς, βλ. Στεργίου Α., Αυτοαπασχολούμενος και Μισθωτός στην Κοινωνική Ασφάλιση, Σάκκουλας, 2005, σελ 32 επ.
[7] Βλ. άρθ. 56 παρ. 3 του π.δ. 169/2007. Αυτό βέβαια εξακολουθεί να ισχύει για τους στρατιωτικούς υπαλλήλους, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθ. 25 του π.δ. 169/2007. Μία μόνο φορά επιχειρήθηκε να θεσπιστούν ηλικιακά όρια για τη συγκεκριμένη ομάδα ασφαλισμένων -υπό τον ν. 4336/2015- στο 58ο έτος της ηλικίας τους, ωστόσο ο αμέσως επόμενος ν. 4337/2015, κατήργησε την εν λόγω διάταξη.
[8] Για το ζήτημα των συνταγματικών και νομικών ερεισμάτων του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος του Δημοσίου υποστηρίζονται διάφορες απόψεις. Βλ. ενδεικτικά, ΣτΕ (Ολ.)1880/2019, όπου διατυπώνεται η άποψη ότι δεν επιβάλλεται, με αποκλειστικό γνώμονα την ιδιότητά τους, οι δημόσιοι υπάλληλοι να έχουν ειδικό καθεστώς σύνταξης, αλλά ότι το ειδικό καθεστώς σύνταξης στηρίχθηκε στην ιδιαίτερη σύνδεσή τους με το κράτος. Η άποψη αυτή παραβλέπει, ωστόσο, τις πραγματικές έννομες καταστάσεις που υπαγορεύουν την ανάγκη του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Βλ. σχετικά Σπηλιωτόπουλο Επ./Χρυσανθάκη Χ., Βασικοί θεσμοί δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, ΝοΒ, 9η εκδ, ο.π., σελ 61 · Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση και Ψηφιακός Μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)», 2020, σελ 1· 1038/2023 ΕλΣυν.
[9] Τάχος Ι.Α. – Συμεωνίδης Ι., ΕΡΜΥΚ, Σάκκουλας σελ 738 · Διοικ.Εφ.Αθ 320/1980, ΤοΣ, 1980, σελ 236. Από το καθεστώς μονιμότητας εξαιρούνται οι στρατιωτικοί υπάλληλοι. Για εκτενέστερη ανάλυση του ζητήματος, βλ. Αλιβιζάτο Ν., Η συνταγματική θέση των Ενόπλων Δυνάμεων, δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, ο.π., σελ 13επ. · Σπηλιωτόπουλο Επ./Χρυσανθάκη Χ., Βασικοί Θεσμοί…, ο.π., σελ 9 επ.
[10] Τάχος Α.Ι.- Συμεωνίδης Ι.Λ., ο.π., Σάκκουλας, 2007, σελ 575 · Βλ. Σχέσεις Δημοσίων Υπαλλήλων και Πολιτών: Οδηγός Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς, Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, 2012.
[11] Βλ. άρθ. 62 περιπτ. α του π.δ. 169/2007, όπου ορίζεται ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα χάνεται «αν ο υπάλληλος απολυθεί γιατί απέσχε από την εκπλήρωση των καθηκόντων του αδικαιολόγητα ή ο στρατιωτικός τέθηκε σε απόταξη για λιποταξία». Για την αξιολόγηση της ρύθμισης, βλ. ΔΕφΑθ. 57/2011 · ΕλΣυν (Τμ. ΙΙ) 1461/2020 · ΕλΣυν (Τμ. ΙΙ) 1017/2020 · ΕλΣυν (Τμ. ΙΙ) 52/2020. Αξίζει βέβαια να σημειώσουμε ότι η επιβολή πειθαρχικής ποινής, ανάλογα και με τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια συντάξιμου πραγματικού χρόνου υπηρεσίας. Βλ. σχετικά Ομάδες Εργασίας Κέντρου Έρευνας και Μελέτης Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Το Συνταξιοδοτικό Καθεστώς ΕΦΚΑ, 2018, σελ 415 επ.
[12] Αυτές οι κατηγορίες είναι οι στρατιωτικοί υπάλληλοι, δηλαδή οι υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθ. 25 παρ. 2 του π.δ. 169/2007. Για εκτενέστερη ανάλυση των λόγων που επιβάλλουν την διαφοροποίηση των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων των στρατιωτικών υπαλλήλων από τους κανόνες που ισχύουν για τους υπόλοιπους ασφαλισμένους, βλ. Πατεράκη Η., Στρατιωτικές Συντάξεις: Νομικό πλαίσιο και προοπτική μίας νέας αρχιτεκτονικής, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 127 επ. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι για αυτούς δεν ισχύει η σωρευτική συμπλήρωση συγκεκριμένων ετών υπηρεσίας και συγκεκριμένου ορίου ηλικίας για την συνταξιοδότηση, αλλά οι προϋποθέσεις αυτές, τίθενται διαζευκτικά.
[13] Βλ. ενδεικτικά άρθ. 43Α του π.δ. 169/2007, όπως θεσπίσθηκε με το άρθ. 6 του ν. 5045/2023.
[14] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση και Ψηφιακός Μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)», ο.π., όπου διατυπώνεται ότι για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος εφαρμόζονται οι κοινοί κανόνες υπολογισμού της σύνταξης και των ασφαλιστικών εισφορών και για τους δημοσίους υπαλλήλους.
[15] Βλ. Ομάδα Εργασίας – Κέντρο Έρευνας και Μελέτης Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Το συνταξιοδοτικό καθεστώς ΕΦΚΑ», ο.π., σελ 374 επ..
[16] Βλ. άρθ. 4 παρ. 3 του ν. 4387/2016, Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ενιαίο Σύστηµα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος- Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων», 2016, σελ 5· Ειδική Συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 20ης Απρ 2016, όπου επί των παρατηρήσεών για τις εξαιρέσεις που εισάγει ο ν. 4387/2016, διαπιστώνεται ότι είναι αντίθετες στην προσπάθεια του ΕΣΥΚΑ για ενοποίηση των ασφαλιστικών συστημάτων.
[17] Βλ. άρθ. 15 · άρθ. 40 · άρθ. 41 και άρθ. 59 του π.δ. 169/2007 · Εγκ. e-ΕΦΚΑ 10/2020 · Εγκ. e-ΕΦΚΑ 43/2023 · Γενικό Έγγραφο e-ΕΦΚΑ 434120/22-03-2024.
[18] Βλ. ΕλΣυν (Τμ. VΙ) 216/2024 · ΕλΣυν (Τμ. IΙ) 1568/2020 · ΕλΣυν (Τμ. IΙ) 142/2018 · ΕλΣυν (Τμ. IΙ) 349/2018 · ΕλΣυν (Τμ. IΙ) 374-375/2018 · ΕλΣυν (Τμ. IΙ) 1725/2018.
[19] Βλ. άρθ. 11 του ν. 4387/2016 συνδυαστικά με τις διατάξεις των άρθ. 1 παρ 1 περ. στ), άρθ. 4 παρ. 1 · άρθ. 15 παρ 9 · άρθ. 17 παρ. 1 · άρθ. 23 παρ. 4 του π.δ. 169/2007. Οι προπαρατεθείσες διατάξεις του π.δ. 169/2007, αφορούν μεν τους πολιτικούς δημοσίους υπάλληλους, αλλά στα άρθ. 25 επ. του ίδιου νομοθετήματος, υπάρχουν αντίστοιχες διατάξεις για τους στρατιωτικούς υπαλλήλους.
[20] Για τον ρόλο της αρχής της ασφάλειας δικαίου στην κοινωνική ασφάλιση, βλ. ενδεικτικά Γνωμ. ΝΣΚ 99/2020.
[21] Βλ. άρθ. 37 παρ. 1 περ. ια) του π.δ. 169/2007.
[22] Βλ. άρθ. 40 παρ. 6 π.δ. 169/2007.
[23] Βλ. άρθ. 70 παρ. 11 του π.δ. 169/2007.
[24] Βλ. ενδεικτικά άρθ. 44, 45 και 48 του π.δ. 169/2007. Τα κάτωθι παραδείγματα θα καταστήσουν πιο κατανοητό τον προβληματισμό: έστω ότι ένας πυροσβέστης στη διάρκεια κατάσβεσης μίας πυρκαγιάς αποκομίζει εγκαύματα και αποβιώνει εντός εβδομάδας όντας σε νοσηλεία και έστω ένα δεύτερος πυροσβέστης που πάλι σε κατάσβεση πυρκαγιάς, αποβιώνει ακαριαία από θραύσματα εκρηκτικού μηχανισμού, τον οποίο ενεργοποίησε ένας εμπρηστής μόλις βλέπει ότι έχει καταφθάσει πυροσβεστικό όχημα. Ο μεν πρώτος θα θεωρηθεί ότι απεβίωσε για τραύμα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και ο δεύτερος ότι δολοφονήθηκε λόγω της ιδιότητάς του. Άμεση συνέπεια είναι η σύνταξη του πρώτου να είναι χαμηλότερη της σύνταξης του δευτέρου. Το ανωτέρω απλοϊκό παράδειγμα, αποδεικνύει ότι οι δύο υπάλληλοι, μολονότι απεβίωσαν κατά την εκτέλεση υπηρεσίας, θα τύχουν -ακριβέστερα οι χηρεύουσες αυτών οικογένειες- διακριτής μεταχείρισης κατά τον κανονισμό των συνταξιοδοτικών παροχών, εγείροντας ζήτημα περί ίσης μεταχείρισης και αρχής της ισότητας.
[25] Βλ. Γενικό Έγγραφο ΕΦΚΑ Σ50/22/905880/25.7.2019. Η αντίληψη αυτή εμπεδώνεται και στο άρθ. 19 του ν. 4611/2019, καθώς έστω και μειωμένη, η σύνταξη θανάτου συνεχίζει να καταβάλλεται στον/ην επιζώντα/ζούσα σύζυγο για όσο ζει και υπό την προϋπόθεση ότι δεν συνάπτει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης. Ο προνοιακός χαρακτήρας απορρέει από το ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα θεμελιώνεται είτε σε ένα ελάχιστο χρόνο ασφάλισης (5ετία) είτε αυτοδίκαια με μόνη την ιδιότητα του παθόντος και ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισής του. Επίσης, ο προνοιακός χαρακτήρας ενισχύεται από το γεγονός ότι το ύψος των παροχών δεν τελεί σε ευθεία ή εύλογη αναλογία με το ύψος των εισφορών, καθώς δεν ενδιαφέρει ο χρόνος ασφάλισης, άρα ούτε και οι εισφορές που έχουν καταβληθεί, αλλά η ιδιότητα και ο υπαλληλικός βαθμός.
[26] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ρύθμιση οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τη Φορολογική Διοίκηση και τους Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις, Ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και άλλες διατάξεις», Μάιος 2019, σελ 2, όπου ειδικά για τη συντάξεις που χορηγούνται στους επιζώντες συζύγους, υπογραμμίζεται ότι δίνονται εφ’ όρου ζωής, υπό το πρίσμα της αναπλήρωσης του εισοδήματος των επιζωσών συζύγων, οι οποίες κατά κύριο λόγο είναι περισσότερες και εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας -ως φύλο- από τους άνδρες.
[27] Εξάλλου, τα ταμεία πρόνοιας απονέμουν σε ορισμένες περιπτώσεις εφάπαξ βοήθημα στους γονείς και τα αδέλφια του θανόντος υπαλλήλου, ώστε εύλογα να δημιουργείται το ερώτημα περί της μη απονομής -έστω για περιορισμένο χρονικό διάστημα- και μηνιαίας σύνταξης στα πρόσωπα αυτά. Βλ. ενδεικτικά άρθ. 3 επ. του ν. 354/1976.
[28] Βλ. ΕλΣυν (Τμ. ΙΙ) 142/2018 · ΕλΣυν (Τμ. ΙΙ) 374/2018 · ΕλΣυν (Τμ. ΙΙ) 1940/2018 .
[29] Επί παραδείγματι, αν ένας στρατιωτικός αποχωρήσει πριν την συμπλήρωση 25ετίας (για την ακρίβεια με υπηρεσία λιγότερο από 24 έτη και 6 μήνες), δεν θα έχει το δικαίωμα να προσμετρήσει αυξημένο τον χρόνο υπηρεσίας στο διπλάσιο, σύμφωνα με το άρθ. 40 του π.δ. 169/2007, όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 4997/2022.
[30] Βλ. ΕλΣυν (Ολ.) 1720/2010.
[31] Βλ. άρθ. 20 του ν. 3865/2010. Να σημειώσουμε δε ότι έκτοτε δεν έχει μεταβληθεί το περιεχόμενό της συγκεκριμένης διάταξης.
[32] Βλ. ΣτΕ (Ολ.) 2192-2196/2014, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο με αφετηρία τα μισθολογικά ζητήματα των στρατιωτικών (συγκεκριμένα της περικοπές της περιόδου 2010-2012), αποτυπώνει ευκρινώς τις ειδοποιούς διαφορές σε υπηρεσιακό επίπεδο μεταξύ των στρατιωτικών και των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων. Η άποψη αυτή είναι διάχυτη και σε προγενέστερα νομοθετήματα που ρύθμιζαν μισθολογικές προαγωγές για τους υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Βλ. Απόσπασμα από επίσημα πρακτικά της ΜΒ’ Συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής το 1996, στην οποία ψηφίστηκε το σχέδιο νόμου «Μισθολογικές ρυθμίσεις μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος», 10 Δεκεμβρίου 1996, σελ 1.
[33] Παυλόπουλος Πρ., Πρακτικά Συνεδριάσεων ΚΕ’ της Βουλής, 14 Σεπτεμβρίου 2010, σελ 92, ο οποίος χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο του μετέπειτα ν. 3883/2010 ως «συνταξιοδοτικό», μολονότι ρυθμίζει αμιγώς υπηρεσιακά ζητήματα, όπως η διάρκεια του υπηρεσιακού βίου.
[34] Βλ. ΣτΕ (Ολ.) 2199/2010, ΕΔΚΑ 2010, σελ 1109· ΣτΕ (Ολ.) 2287/2015, ΣτΕ (Τμ. Ι) 3410/2014.
[35] Στεργίου Α., Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ Άρθρο (άρθ. 22 παρ. 5 Σ), (Επιμ. Σπ.Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασσόπουλος), Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2023, σελ 7. Το άρθρο διατίθεται στην ιστοσελίδα https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-22-par-5/ (τελευταία πρόσβαση 09.10.2024).
[36] Κρεμαλής Κ., Γνωμοδοτήσεις Κοινωνικού Δικαίου 2000-2010, εκδ. Παπαζήση, 2011, σελ 25.
[37] Χρυσόγονος Χ./Βλαχόπουλος Σ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ 588 επ. Το δε μοντέλο Βίσμαρκ στηρίχθηκε στην αντίληψη ότι ομοειδείς κατηγορίες ασφαλισμένων, εντάσσονται στον αυτό ασφαλιστικό φορέα, γεγονός που είχε οδηγήσει στον κατακερματισμό της κοινωνικής ασφάλισης.