Αν και η πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 Σ, με την οποία ορίζεται ότι η επιλογή των Προέδρων και Αντιπροέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων όπως και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, με μεταφορά της αρμοδιότητας από το Υπουργικό Συμβούλιο στην Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία, φαίνεται να έχει θετικά στοιχεία, δεν παύει να ενέχει ζητήματα τόσο πολιτικών όσο και συνταγματικών και δικαιοπολιτικών επιφυλάξεων. Καταρχάς, είναι αμφίβολο εάν το κυβερνών κόμμα επιθυμεί μία τέτοια αναθεώρηση, απεμπολώντας μία αρμοδιότητα που του δίνει την δυνατότητα να ελέγχει την Δικαιοσύνη. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 Σ περιέχει μία απόκλιση από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών του άρθρου 26 Σ. Η απόκλιση αυτή είναι συνταγματικά επιτρεπτή εφόσον την προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα. Ενδεχόμενη μεταφορά της αρμοδιότητας από την Κυβέρνηση στην Βουλή, έστω και με αυξημένη πλειοψηφία, διαταράσσει την ισορροπία των εξουσιών που επιβάλλει το Σύνταγμα με την διασταύρωσή τους, συνιστώντας μία νέα απόκλιση ή διασταύρωση εξουσιών σε σχέση με το άρθρο 26 Σ. Πλην, όμως, το άρθρο 26 Σ εντάσσεται στην ρήτρα αιωνιότητας του άρθρου 110 παρ. 1 Σ και εξαιρείται οποιασδήποτε μελλοντικής αναθεώρησης. Η απαγόρευση αυτή δεν αφορά μόνο την διάταξη του άρθρου 26 Σ καθαυτή αλλά και οποιαδήποτε διάταξη σχετίζεται με αυτήν. Βέβαια, μπορεί να αντιταχθεί ότι η απαγόρευση αναθεώρησης του άρθρου 26 Σ από το άρθρο 110 παρ. 1 Σ αφορά τον σκληρό πυρήνα της αρχής αυτής και όχι μία διάταξη που ούτως ή άλλως επιβάλλει μία σχετικοποίηση της αρχής. Μόνο έτσι σε συνδυασμό και με το επιχείρημα ότι έτσι ενισχύεται η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης όπως την προβλέπει το άρθρο 87 παρ. 1 Σ, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 Σ κατά τον τρόπο που προτείνεται όσον αφορά την συμβατότητα της αναθεώρησης με το άρθρο 110 παρ. 1 Σ. Προσέτι, εάν η αρμοδιότητα μεταφερθεί στην Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 ή ακόμα και 3/5 μπορεί να επαναληφθεί το κακό φαινόμενο της αδυναμίας λήψης απόφασης από την Βουλή, το οποίο συναντάμε κατά την επιλογή των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών οπότε ή τα ανώτατα Δικαστήρια θα παραμένουν για μήνες ή ακόμα και χρόνο ακέφαλα ή θα παρατείνεται η θητεία των απερχομένων μελών επ’ αόριστον κάτι που θα έχει αρνητικές συνέπειες στην λειτουργία τους. Μία λύση, την οποία έχω προτείνει παλαιότερα, θα ήταν, όταν μετά από τρεις ψηφοφορίες σε εύλογο χρονικό διάστημα δεν καταφέρει η Βουλή να αποφασίσει για τα πρόσωπα της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, να αποφασίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως υπερκομματικός ρυθμιστής του πολιτεύματος. Αλλά κι εδώ εμφιλοχωρούν επιφυλάξεις, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια αμφισβητήθηκαν επιλογές των τελευταίων ΠτΔ, με το επιχείρημα ότι με αποφάσεις τους «έκαναν τα χατίρια» στο κυβερνών κόμμα το οποίο τους πρότεινε και τους επέβαλε στην θέση. Όσο κι αν φαίνεται λογική και σκόπιμη η αναθεώρηση του υφιστάμενου συστήματος, οι προτεινόμενες λύσεις ενέχουν προβλήματα και πρέπει να εξεταστούν σοβαρά για να μην καταλήξουμε στο θλιβερό κάθε φορά φαινόμενο στην χώρα μας, για να αποφύγουμε τα αρνητικά στοιχεία μίας ρύθμισης, να την αντικαθιστούμε από μία άλλη που δημιουργεί άλλα προβλήματα.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Αναδημοσίευση από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 9.1.2025