Μια εμβληματική αλληγορία του Oνορέ ντε Μπαλζάκ επίκαιρη για την υπεράσπιση της oρθής ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος

Ο Προκόπιος Παυλόπουλος αναλύει, μέσω της αλληγορίας του Ονορέ ντε Μπαλζάκ στο έργο «Το δέρμα της λύπης», τη σύγχρονη τάση κανονιστικής «συρρίκνωσης» του Συντάγματος, μέσω κυβερνητικών σκοπιμοτήτων και ερμηνειών που υπονομεύουν τον ρόλο του ως θεμέλιο της έννομης τάξης και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Πρόλογος

Εδώ και αρκετά, δυστυχώς, χρόνια παρατηρώ -και, αυτονοήτως, δεν είμαι ο μόνος στην Επιστημονική μας Κοινότητα, κάθε άλλο, πλην όμως εδώ εκφράζω αποκλειστικώς τις πάγιες νομικές απόψεις μου- μια εξαιρετικά ανησυχητική τάση και στάση και των τριών Εξουσιών, ιδίως δε της Εκτελεστικής Εξουσίας με αιχμή του δόρατος την εκάστοτε Κυβέρνηση. Πρόκειται για την τάση και στάση να αντιμετωπίζουν την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος όχι τόσο ως μια διαδικασία η οποία, κατά την θεσμική φύση της, προορίζεται να υπερασπισθεί την κατά το γράμμα και το πνεύμα τους κανονιστική ενεργοποίησή τους στην πράξη. Αλλά μάλλον ως μέσο αφενός κανονιστικού εγκιβωτισμού των κατά καιρούς πολιτικών επιλογών τους και, αφετέρου, ανεπιτυχώς συγκεκαλυμμένης θεσμικής απενοχοποίησής τους μέσω ρυθμίσεων αυξημένης τυπικής ισχύος. Κάτι το οποίο, δίχως αμφιβολία, παραμορφώνει εμφανώς την κανονιστική ιδιοσυστασία του Συντάγματος ως Θεμελιώδους Νόμου -ήτοι ως βάσης και κορυφής της Έννομης Τάξης- πάνω στην προκρούστεια κλίνη των ανομολόγητων ή και τεχνηέντως ομολογημένων, κατά την περίσταση, προθέσεων και αντίστοιχων σκοπιμοτήτων που κρύβονται πίσω από τις προμνημονευόμενες επιλογές τους.

Ι. «Το δέρμα της λύπης» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ και οι σύγχρονοι συνειρμοί του αναφορικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του Συντάγματος

Αντί όμως να μείνω σε αυτή την, κάπως τετριμμένη, αναφορά στον μύθο του Προκρούστη για την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος ας μου επιτραπεί -μιας και νομίζω πως είναι πιο εκφραστικοί και αντιπροσωπευτικοί- να κάνω χρήση των συνειρμών που προκαλεί εν προκειμένω η εμβληματική αλληγορία του Ονορέ ντε Μπαλζάκ στο κλασικό ρομαντικό έργο του «La peau de chagrin», και κατά την συνήθη μετάφραση στα ελληνικά «Το δέρμα της λύπης». Κατά τούτο δε λίγες λέξεις για την πλοκή του περιώνυμου αυτού μυθιστορήματος είναι οπωσδήποτε αναγκαίες:

Α.  Το μυθιστόρημα

 Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ δημοσίευσε «Το δέρμα της λύπης» το 1831, ενώ η όλη υπόθεση αφορά, τουλάχιστον κατά αξιοσημείωτο μέρος του, μιαν άκρως αντιπροσωπευτική πτυχή της ζωής της υψηλής κοινωνίας στο Παρίσι περί τις αρχές του 19ου αιώνα.

1. Βεβαίως σε συνδυασμό και εν είδει αντίθεσης με τους κατοίκους των λαϊκών συνοικιών της πρωτεύουσας της Γαλλίας. Και με την προσθήκη ότι η αντίθεση αυτή τονίζει εμφατικά και την σαφώς ταξική απόσταση ανάμεσα στην αφ’ υψηλού συμπεριφορά της αριστοκρατίας και στα γνησίως αλληλέγγυα βιώματα του λαϊκού στοιχείου.

2. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ φρόντισε επιμελώς την έκδοση του μυθιστορήματός του, προδημοσιεύοντας σειρά άρθρων γι’ αυτό καθώς και αποσπάσματα της υπόθεσής του σε εφημερίδες του Παρισιού. Έτσι κέντρισε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, σε σημείο ώστε η πρώτη έκδοσή του να εξαντληθεί αμέσως και, στην συνέχεια, ο Μπαλζάκ να καθιερωθεί ως ένας από τους πιο επιτυχημένους και επιδραστικούς μυθιστοριογράφους της εποχής του. Σε γενικές γραμμές μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο λογοτεχνικός πυρήνας του μυθιστορήματος αυτού συμπυκνώνεται στο μεγάλο και πολύπλευρο κόστος της αλόγιστης επιθυμίας για μια τρυφηλή ή και ανέξοδη μακροζωία, δίχως ίχνος σύνδεσης με την κατά την φύση του ανθρώπου αξία του.

Β. Η αλληγορία

«Το δέρμα της λύπης» είναι μια τριλογία, η οποία αποτελεί μέρος της «Ανθρώπινης Κωμωδίας», του magnum opus του Ονορέ ντε Μπαλζάκ.

1. Στο πρώτο μέρος του, με τίτλο «Το φυλακτό», ένας νέος Γάλλος, ο Ραφαέλ ντε Βαλαντέν, χάνει στοιχηματίζοντας και το τελευταίο του νόμισμα και κατευθύνεται προς τον Σηκουάνα για να αυτοκτονήσει. Στην πορεία βρίσκεται έξω από ένα παράξενο παλαιοπωλείο και αποφασίζει, σε κατάσταση απόγνωσης, να το επισκεφθεί. Εκεί ανακαλύπτει ένα κομμάτι δέρματος που έχει πάνω του ανάγλυφη μιαν ανατολίτικη γραφή, σύμφωνα με την οποία ο κάτοχός του μπορεί να εκπληρώσει οποιαδήποτε επιθυμία του με μόνο τίμημα την κάθε φορά φαινομενικώς ασήμαντη συρρίκνωσή του. Παρά τις περί του αντιθέτου προειδοποιήσεις του γηραιού παλαιοπώλη το αγοράζει και, πάραυτα, πραγματοποιεί την πρώτη επιθυμία του: Ένα λουκούλλειο δείπνο με γυναίκες και άφθονο ποτό, μέσα από ατελείωτες συζητήσεις ή και έριδες, φιλικές και μη.

2. Στο δεύτερο μέρος του, με τίτλο «Η άκαρδη γυναίκα», ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ περιγράφει υπό όρους αναδρομής τον Ραφαέλ ντε Βαλαντέν στα πρώτα χρόνια της ζωής του, όταν ζει φτωχικά νοικιάζοντας δωμάτιο και συγκατοικώντας με την σπιτονοικοκυρά του και την κόρη της Πωλίν, η οποία τον είχε ερωτευθεί αληθινά. Την εποχή εκείνη ερωτικό απωθημένο του ήταν μια γοητευτική αλλά και απόμακρη γυναίκα, η κοντέσα Φεντόρα, την οποία μάταια προσπαθούσε να κατακτήσει. Ένας ηλικιωμένος και πολύπειρος γνωστός του, ο Εζέν ντε Ραστινιάκ, τον παρότρυνε να γίνει μέλος της υψηλής κοινωνίας και να προσεγγίσει πιο εύκολα με αυτό τον τρόπο την κοντέσα Φεντόρα. Ο Ραφαέλ ντε Βαλαντέν το κάνει –με την συγκινητική ανιδιοτελή συμπαράσταση της σπιτονοικοκυράς του και της Πωλίν- αλλά δεν επιτυγχάνει εν τέλει τον σκοπό του και επιστρέφει στην πρότερη κατάσταση εξαθλίωσης.

3. Το τρίτο μέρος, με τίτλο «Η αγωνία», αρχίζει ιστορώντας την ζωή του Ραφαέλ ντε Βαλαντέν αρκετά χρόνια μετά την γιορτή, η οποία περιγράφεται κατά τα ως άνω στο «Φυλακτό».

α) Έως τότε έχει πολλές φορές κάνει χρήση του «δέρματος της λύπης», εξασφαλίζοντας μια πλούσια ζωή γεμάτη περιπέτειες και επιτυχίες σε πολλά επίπεδα. Όμως το «δέρμα της λύπης» έχει πια μικρύνει δραματικά ύστερα από την εκπλήρωση διαδοχικών επιθυμιών. Και κάποια στιγμή ο Ραφαέλ ντε Βαλαντέν ανακαλύπτει επιπλέον, με ανείπωτη θλίψη, την πολύ κακή κατάσταση της υγείας του. Τότε τον καταλαμβάνει ένα αίσθημα τρόμου, αφού κάθε άλλη εκπλήρωση των επιθυμιών του τον οδηγεί στο μοιραίο τέλος. Έτσι αναγκάζεται να οργανώσει την ζωή του με τρόπο που να μην μπορεί να επιδιώξει, όσο και αν εξωθείται προς αυτό, την πραγματοποίηση οιασδήποτε επιθυμίας του. Μάταιος κόπος, νέες επιθυμίες τον κατακλύζουν καθημερινά και αναποτρέπτως, ενώ το «δέρμα της λύπης» συρρικνώνεται αδιαλείπτως, σε βαθμό ώστε παρά τις πολλές και απελπισμένες προσπάθειές του να το μεγεθύνει να μένει πια από αυτό μονάχα ένα μικρό κομμάτι, σε σχήμα φύλλου μυρτιάς.

β) Τότε τον επισκέπτεται το μόνο πραγματικό αποκούμπι της ζωής του, η Πωλίν, και του λέει πόσο ερωτευμένη ήταν και είναι μαζί του. Όταν όμως μαθαίνει από αυτόν την ιστορία του «δέρματος της λύπης» την καταλαμβάνει ένας ανείπωτος φόβος για την ζωή του αγαπημένου της, αφού νιώθει πως αν εκπληρωθεί η προς αυτήν σφοδρή επιθυμία που στο μεταξύ τον κατέλαβε θα είναι το τέλος του. Μπροστά στο ασίγαστο πάθος του Ραφαέλ ντε Βαλαντέν η Πωλίν υποκύπτει και ύστερα από ένα παθιασμένο ερωτικό κρεσέντο εκείνος πεθαίνει. Το «δέρμα της λύπης» έχει πια πλήρως αποσυντεθεί.

ΙΙ. Η κανονιστική «συρρίκνωση» του Συντάγματος στον βωμό των κυβερνητικών «επιθυμιών»

Με βάση τις ως άνω λογοτεχνικές αναφορές είναι πια εφικτό να εκτεθούν οι συνειρμοί εκείνοι, οι οποίοι συνδέουν «Το δέρμα της λύπης» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ με την κατά τ’ ανωτέρω σύγχρονη κανονιστική συρρίκνωση του Συντάγματος μέσα από την εκπλήρωση διάτρητων θεσμικώς κυβερνητικών «επιθυμιών».

Α. Οι απαρχές της κανονιστικής συρρίκνωσης και της εντεύθεν θεσμικής απαξίωσης του Συντάγματος

Βεβαίως, το φαινόμενο μιας τέτοιας συρρίκνωσης δεν είναι καινοφανές, κάθε άλλο. Ανατρέχει στο παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, με ποικίλες μορφές και εκφάνσεις και αντίστοιχες εντάσεις. Όμως απέκτησε ενδημικές, κυριολεκτικώς, διαστάσεις στο πλαίσιο της Ελληνικής Έννομης Τάξης κατ’ εξοχήν μετά την έκρηξη της δραματικής οικονομικής κρίσης από το 2010 και ύστερα, ενώ συνεχίζεται με αμείωτη -ίσως μάλιστα ενισχυμένη- εμμονή έως σήμερα. Τίποτα δε, δυστυχώς, δεν προοιωνίζεται ότι κάτι μπορεί να αλλάξει επί τα βελτίω στο άμεσο μέλλον, και μακάρι να διαψευσθώ.

1. Ειδικότερα, και προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις άνωθεν εκπορευόμενες απαιτήσεις λήψης εξαιρετικά επώδυνων μέτρων για την έξοδο από την οικονομική κρίση και υπό τα καυδιανά δίκρανα της επικυριαρχίας του οικονομικού επί του θεσμικού -επικυριαρχίας που επέβαλαν οι αλόγιστες και εν πολλοίς εσφαλμένες απαιτήσεις του ΔΝΤ- οι Κυβερνήσεις στην Χώρα μας άρχισαν να χρησιμοποιούν το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία ως ένα ιδιότυπο «δέρμα της λύπης». Και συγκεκριμένα όχι τόσο ως Θεμελιώδη Νόμο, οι επιταγές του οποίου πρέπει να καθοδηγούν τα βήματα της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας, υπό την εγγυητική παρέμβαση των εφοδιασμένων με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία στελεχών της Δικαστικής Εξουσίας στο πεδίο της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Αλλά πολύ περισσότερο ως θεσμικό μέσο προορισμένο να προσδώσει το αναγκαίο κανονιστικό κύρος προκειμένου να εκπληρωθούν οι υπό προϋποθέσεις καταναγκασμού, κατά τα ως άνω, κυβερνητικές «επιθυμίες» με πολιτικό ορίζοντα την έξοδο από την οικονομική κρίση. Και το χειρότερο είναι πως αυτή η πολιτική-κυβερνητική νοοτροπία συνεχίζεται και μετά την οριστική απαλλαγή της Χώρας μας από το κατά Κάλβο «χάλκεον χέρι» των Μνημονίων.

2. Κατ’ ακρίβεια, η πρώην αναγκαστική και επ’ εσχάτων οικεία βουλήσει πλέον επιδίωξη εκπλήρωσης των ως άνω κυβερνητικών «επιθυμιών» μέσω του Συντάγματος έχει πάρει, περίπου ή και στο ακέραιο, την εξής παραθεσμική μορφή: Η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος, κατά την θέσπιση και ενεργοποίηση της εκτελεστικής τους νομοθεσίας, δεν γίνεται με αποκλειστικό γνώμονα τις παραδοσιακές ερμηνευτικές μεθόδους, και προεχόντως τις μεθόδους της τελεολογικής, της γραμματικής και της συστηματικής ερμηνείας.

α) Όλως αντιθέτως, η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος επιχειρείται, από κυβερνητικής πλευράς -και συχνά, δυστυχώς, με την επικουρία της Δικαιοσύνης- έτσι ώστε να πραγματοποιηθούν οι «επιθυμίες» της και οι αντίστοιχες επιλογές της με τρόπο ώστε ένα θεσμικώς πρόσφορο κανονιστικό φύλλο συκής να συγκαλύψει καταλλήλως τα πρόδηλα νομικά τους ελαττώματα. Και, επέκεινα, να καλλιεργήσει με κάθε πολιτικό τίμημα, την ψευδαίσθηση στους αποδέκτες των εκάστοτε αντισυνταγματικών νομοθετικών ρυθμίσεων ότι τηρούνται επιμελώς τα προσχήματα του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, κατά τα στοιχειώδη προτάγματα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

β) Σε όλα αυτά προστίθεται και η λογική της στρουθοκαμήλου από πλευράς των πολιτικών ιθυνόντων, μιας και δεν θέλουν -και τώρα πια ακόμη χειρότερα ίσως δεν μπορούν καν- να αντιληφθούν ότι έχει καταστεί κάτι παραπάνω από ορατή η δυστοπική τακτική τους να χρησιμοποιούν απροκαλύπτως το Σύνταγμα ως δραματικώς συρρικνούμενο κανονιστικό «δέρμα της λύπης» κατά Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Το οποίο όμως παίρνει και την μορφή ενός περίτεχνου σκεύους απόκρυψης ευτελών συνταγματικώς πολιτικών επιλογών υπό το προκάλυμμα δήθεν θεσμικώς επιβεβλημένων, για το «κοινό καλό» ή ακόμη και για το «μέλλον του Τόπου», κυβερνητικών προτάσεων και αποφάσεων.

 Β. Μια συνέχεια που τείνει να καταστεί θεσμικώς υπονομευτική παράδοση

 Στην πράξη, ο εκ μέρους των ημετέρων πολιτικών ιθυνόντων θεσμικός εκφυλισμός των διατάξεων του Συντάγματος σε ένα είδος «δέρματος της λύπης» με απώτερο σκοπό και στόχο την με κάθε μέσο εκπλήρωση των «επιθυμιών»-επιταγών τους, ο οποίος καταλήγει οιονεί νομοτελειακώς στην προϊούσα κανονιστική συρρίκνωσή τους, εμφανίσθηκε κατά βάση με δύο τρόπους. Εκ των οποίων ο δεύτερος, όπως θα επισημανθεί και θα επεξηγηθεί εν συντομία στην συνέχεια, πλήττει κυρίως το θεσμικό κύρος των διατάξεων αλλά και αυτού τούτου του ρυθμιστικού ρόλου του Συντάγματος.

1. Ο πρώτος τρόπος ανάγεται, κατά τα ακροθιγώς προεκτεθέντα, στην μέθοδο της in concreto ερμηνείας και εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων του Συντάγματος όχι κατά το γράμμα και το πνεύμα τους, αλλά κατά τις «επιθυμίες» των πολιτικών ιθυνόντων και, επέκεινα, κατά τις σκοπιμότητες τις οποίες εξυπηρετούν οι σχετικές αποφάσεις τους.

α) Όπως είναι προφανές η μέθοδος αυτή, σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των εκτελεστικών του Συντάγματος διατάξεων προκειμένου να προσαρμοσθούν στις κυβερνητικές «επιθυμίες», καταλήγει, μέσω μιας προδήλως παραμορφωτικής ερμηνείας των διατάξεων του Συντάγματος, όχι βεβαίως σε έναν γνήσιο έλεγχο συνταγματικότητας αλλά, e contrario και κατ’ αποτέλεσμα, σε ένα είδος ελέγχου της νομιμότητας των εφαρμοστέων κατά περίπτωση ρυθμίσεων του Συντάγματος. Πρέπει δε να προστεθεί, και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση, και το ότι για να καταστεί εφικτή η κατά τα προμνημονευόμενα πραγμάτωση δια της κανονιστικής οδού των «επιθυμιών» των πολιτικών ιθυνόντων, μέσω της διαστρεβλωτικής ως σύμφωνης με τις νομοθετικές ρυθμίσεις ερμηνείας των διατάξεων του Συντάγματος και του συνακόλουθου θεσμικώς αδιανόητου ελέγχου της νομιμότητας του Συντάγματος, απαιτείται, αναγκαίως, και η σύμπραξη των λειτουργών της Δικαιοσύνης. Των οποίων η αντίστοιχη διευκόλυνση εν προκειμένω έχει αρκετές φορές διαπιστωθεί στο παρελθόν αλλά και σήμερα.

β) Είναι άκρως χαρακτηριστικό το εντελώς πρόσφατο παράδειγμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των διατάξεων νόμων, οι οποίοι θεσπίσθηκαν με αντικείμενο το καθεστώς επιλογής των μελών και τις αρμοδιότητες Ανεξάρτητων Αρχών, και δη συνταγματικώς κατοχυρωμένων, όπως π.χ. το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

β1) Και η ως άνω δικαστική συνδρομή σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση των κυβερνητικών «επιθυμιών» δια της συρρίκνωσης του κανονιστικού περιεχομένου του Συντάγματος έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε όταν η αντισυνταγματικότητα των επίμαχων και επίδικων νομοθετικών ρυθμίσεων είναι κατάδηλη και δεν μπορεί να παρακαμφθεί επιστρατεύεται το «φίλτρο» του δικονομικώς απαραδέκτου. Ήτοι η εκ μέρους του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου -ακόμη και ανωτάτου- επίκληση λόγων του παραδεκτού για την τύποις απόρριψη του ασκηθέντος ένδικου βοηθήματος ή μέσου, με συνηθέστερο λόγο εκείνον της έλλειψης του απαιτούμενου προσωπικού, άμεσου και ενεστώτος έννομου συμφέροντος. Έτσι ώστε, δήθεν, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα ή μέσο να μην μετατρέπεται στην πράξη σε μια actiο popularis.

β2) Να ελπίζουμε ότι η επιστημονικώς τεκμηριωμένη έντονη κριτική για την απόρριψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας -απόφαση (Ολ) 1640/2024- ως απαραδέκτου ένδικου βοηθήματος, και συγκεκριμένα αίτησης ακύρωσης, του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος σε υπόθεση προφανούς συνταγματικού ενδιαφέροντος -διορισμού Αντιπροέδρου, Αναπληρωτή Αντιπροέδρου και μελών της ΑΔΑΕ- θα περιορίσει ή και θα εξαλείψει στο μέλλον τέτοια θεσμικά ολισθήματα από την πλευρά της Δικαστικής Εξουσίας; Η γενναία και πλήρης από δικανική έποψη, αλλά και διόλου ευκαταφρόνητη από πλευράς αριθμού δικαστών που την διατύπωσαν, μειοψηφία (σκ.αρ.6) στην προαναφερόμενη απόφαση του ΣτΕ μάλλον δικαιολογεί μια τέτοια αισιόδοξη πρόβλεψη.

2. Και ο δεύτερος τρόπος ανάγεται στην ευθεία επέμβαση επί του ρυθμιστικού πλαισίου του Συντάγματος δια της αναθεώρησης διατάξεών του όχι διότι το κανονιστικό τους περιεχόμενο δεν είχε θεσπισθεί επιτυχώς ως προς την αντιστοίχως επιδιωκόμενη ratio constitutionis, αλλά απλώς διότι οι ρυθμίσεις τους όσο και αν ερμηνεύονταν με την μέγιστη -ακόμη δε και σχεδόν διαστρεβλωτική- ευρύτητα δεν επέτρεπαν την εκπλήρωση των «επιθυμιών» των ηγητόρων της Εκτελεστικής Εξουσίας, με άλλες λέξεις του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης, στο πεδίο επιδίωξης της ικανοποίησης των πολιτικών τους στόχων και σκοπιμοτήτων.

α) Το φαινόμενο αυτό εμφανίσθηκε πολύ νωρίς κατά την εφαρμογή του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, και συγκεκριμένα κατά την Αναθεώρηση του 1986.

α1) Δηλαδή όταν ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση, μέσω της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δρομολόγησαν και ολοκλήρωσαν την αναθεώρηση, μεταξύ άλλων, και των διατάξεων αναφορικά με τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού όμως προηγουμένως δεν είχε ανανεωθεί η προεδρική θητεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μάλλον δε ακριβώς για να αιτιολογηθεί προσχηματικώς αυτή η μη ανανέωση, μιας και το πανθομολογούμενο πολιτικό βάρος της ισχυρής προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν ήταν ανεκτό από τον τότε Πρωθυπουργό και το κόμμα του. Έτσι αφαιρέθηκαν και ορισμένες αρμοδιότητες που κάθε άλλο παρά ασυμβίβαστες ήταν με τον μη εκτελεστικό χαρακτήρα του Προέδρου της Δημοκρατίας και το Σύνταγμα, απλώς και μόνο διότι ο τότε Πρωθυπουργός και η Κυβέρνησή του επεδίωκαν εμφανώς την εγκαθίδρυση ενός αμιγώς πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος. Δι’ αυτής της, ξένης προς την όλη λογική του Συντάγματος, μεθόδευσης εξέλιπαν κρίσιμες αλλά και χρήσιμες αρμοδιότητες ιδίως σε ό,τι αφορά την εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων του ως ρυθμιστή του Πολιτεύματος (άρθρο 30 του Συντάγματος), κάτι το οποίο προδήλως ήταν απαραίτητο κατ’ εξοχήν σε περιόδους κρίσης.

α2) Βίωσα προσωπικώς, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αυτό το επώδυνο θεσμικό και κανονιστικό κενό και την κρίση μετά τον Ιούνιο του 2015, όταν και χρειάσθηκε να φθάσω έως τα ακραία όρια της ευρείας ερμηνείας των εναπομεινασών εν προκειμένω διατάξεων του Συντάγματος για να φέρω σε πέρας την θεσμική μου αποστολή προκειμένου να αποφύγει η Χώρα την καταστροφική, κυριολεκτικώς, έξοδο από την Ευρωζώνη, και όχι μόνο. Και ήταν τότε που για πρώτη φορά συνειδητοποίησα, στην πράξη, το πόσο επικίνδυνη είναι γι’ αυτό τούτο το Πολίτευμα η χρησιμοποίηση του Συντάγματος ως «δέρματος της λύπης» με στόχευση την πραγματοποίηση αμιγώς πολιτικών ευκαιριακών «επιθυμιών». Ιδίως μάλιστα όταν η χρησιμοποίηση αυτή αγγίζει τα όρια της περιθωριοποίησης του κανονιστικού περιεχομένου θεσμικώς κορυφαίων διατάξεών του, έστω και αν αυτές είναι αναθεωρητέες κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 110 του Συντάγματος.

β) Όμως το φαινόμενο το οποίο περιγράφηκε προηγουμένως, σχετικά με την τύχη των περί του Προέδρου της Δημοκρατίας διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος, δεν έμελλε να είναι το τελευταίο. Επαναλήφθηκε προσφάτως και συγκεκριμένα το 2019, αν και μάλλον όχι στο ίδιο μέγεθος με εκείνο του 1986.

β1) Αυτή την φορά το διακύβευμα για το θεσμικό «δέρμα της λύπης» ήταν όχι οι αρμοδιότητες αλλά ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 32 του Συντάγματος). Να θυμηθούμε ότι οι αρχικές ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1975 προέβλεπαν, προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση ως προς το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας προεχόντως για την εκπλήρωση του ρόλου του ως Ρυθμιστή του Πολιτεύματος, τουλάχιστον –και στην τρίτη ψηφοφορία- πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, και σε αντίθετη περίπτωση την προκήρυξη εκλογών. Ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση προκάλεσαν το 2019 την αναθεώρηση των ως άνω διατάξεων και την θέσπιση ρύθμισης η οποία, με αποκλειστικό στόχο την αποφυγή των εκλογών, επιτρέπει εφεξής την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμη και με σχετική πλειοψηφία (άρθρο 32 παρ.4 του Συντάγματος).

β2) Αξίζει εδώ να υπενθυμίσω επίσης την αιτιολογία της προαναφερόμενης αναθεώρησης, όπως μεταγενεστέρως διατυπώθηκε συνοπτικώς από τον Πρωθυπουργό: Οι αρχικές ρυθμίσεις του Συντάγματος είχαν τάχα θεσπίσει ένα ανορθόδοξο σύστημα εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού το αδιέξοδό του μπορούσε να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές μέσα από οιονεί εκβιαστικές πολιτικές τακτικές της Αντιπολίτευσης, και ιδίως της Αξιωματικής, όπως άλλωστε συνέβη π.χ. το 2009 και το 2015. Εδώ όμως ελλοχεύει η μεγάλη αντίφαση. Προφανώς, ανορθόδοξη δεν ήταν η αρχική πρόβλεψη του Συντάγματος, η οποία στόχευε ρητώς, όπως ήδη επισημάνθηκε, στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με την μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, καθώς αρμόζει στον θεσμικό του ρόλο. Ανορθόδοξη, και ακόμη χειρότερα αναμφιβόλως καταχρηστική, ήταν η κατά τα ως άνω οιονεί εκβιαστική τακτική της Αντιπολίτευσης, και κατ’ εξοχήν της Αξιωματικής. Αντί λοιπόν να καταγγελθεί urbi et orbi και να στιγματισθεί πολιτικώς αυτή η απαράδεκτη και στείρα αντιπολιτευτική τακτική –και σε άκρως συμβολική θεσμικοπολιτική αντίστιξη ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση να εμμείνουν στον σεβασμό και στην υπεράσπιση τόσο σημαντικών, κατά τα προεκτεθέντα, για τον θεσμικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας διατάξεων- επισπεύσθηκε η αναθεώρησή τους ενώ, όπερ και το πιο ανησυχητικό πολιτικώς, οδηγηθήκαμε και σε μια κατάσταση αποπροσανατολισμού ως προς την γνήσια ratio θέσπισής τους. Και διά του τρόπου αυτού καταλήξαμε και στην δυνατότητα εκλογής ως Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμη και προσώπου με αμιγές κομματικό πρόσημο δια των ρυθμιστικών ατραπών της σχετικής πλειοψηφίας. Δίχως μάλιστα να ληφθεί υπόψη ότι οι αναθεωρημένες αυτές ρυθμίσεις του Συντάγματος υπονομεύουν θεσμικώς, εμμέσως πλην σαφώς, εν προκειμένω και τον θεσμό αλλά και το εκάστοτε πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Υπό την έννοια ότι ουδόλως προκύπτει πως ένας πολιτικός με ευκρινή κομματική ταυτότητα είναι, άνευ ετέρου, μη άξιος να ασκήσει με αντικειμενικότητα και επάρκεια τα καθήκοντά του.

Επίλογος

Εν κατακλείδι: Στην τελευταία αυτή περίπτωση η εκπλήρωση πολιτικών «επιθυμιών» επιβεβαιώνει εμφανώς την μοίρα του Συντάγματος–«δέρματος της λύπης» να υφίσταται την, θεσμικώς απαξιωτική, ολοκληρωτική συρρίκνωση συγκεκριμένων και εξαιρετικά χρήσιμων κατά την ratio θέσπισής τους διατάξεών του. Και σαν να μην έφτανε αυτό μάλλον έπεται συνέχεια. Δοθέντος ότι η μη ανανέωση της θητείας της νυν Προέδρου της Δημοκρατίας συνέπεσε με την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού ότι κατά την προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος θα προβλεφθεί μία και μόνο θητεία, εξαετούς διάρκειας, για τον Ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Το γιατί οι δύο, έως τώρα ισχύουσες, θητείες συνιστούν μιαν ακόμη ανορθοδοξία -μετά την κατά τα ήδη επεξηγηθέντα προηγούμενη- του Συντάγματος δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς, ορθότερα δε ουδόλως αιτιολογήθηκε, δυστυχώς κατά το «quod principi placuit legis habet vigorem», όπου εδώ η λέξη «legis» αντικαθίσταται με την λέξη «constitutionis». Όμως στο σημείο αυτό ανακύπτει αναποδράστως μία ακόμη απορία: Αφού μια τέτοια νέα αναθεώρηση των περί της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας διατάξεων κρίθηκε οιονεί αυτονοήτως αναγκαία, γιατί δεν συντελέσθηκε πριν από πέντε μόλις χρόνια, το 2019, όταν και επήλθε κατά τα ως άνω η αναθεώρηση των περί εκλογής του διατάξεων; Πολλώ μάλλον εφόσον η ρυθμιστική τους συγγένεια είναι από πρόδηλη έως κατάδηλη, λόγω του ότι εντάσσονται στο αυτό και ουσιαστικώς ενιαίο συνταγματικό κανονιστικό πεδίο; Η απάντηση, πάντα με βάση την αλληγορία του Ονορέ ντε Μπαλζάκ για το «δέρμα της λύπης» και τις αντίστοιχες «επιθυμίες», είναι εύκολη. Απλώς άλλαξαν ξαφνικά, και λόγω συγκυρίας έγιναν επιπροσθέτως σαφώς επιτακτικές, οι πολιτικές σκοπιμότητες και προτεραιότητες, άρα και οι συνακόλουθες πολιτικές «επιθυμίες».

Προκόπιος Παυλόπουλος

Τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Προς ένα «πράσινο ψηφιακό πιστοποιητικό»: σκέψεις και προβληματισμοί

Με αφορμή την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ψηφιακού πράσινου πιστοποιητικού, με στόχο την ασφαλή κυκλοφορία πολιτών εντός της Ένωσης για όσο διαρκεί η πανδημία, ο Κωνσταντίνος Κουρούπης επισημαίνει τα οφέλη, αλλά και τους πιθανούς κινδύνους μίας τέτοιας ρύθμισης.

Περισσότερα

Δικαίωμα αναφοράς προς τις αρχές / Δεκάλεπτα Μαθήματα για το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (47ο video-podcast)

Στο 47ο Βίντεο-Μάθημα της ειδικής εκπαιδευτικής ενότητας Δεκάλεπτα Μαθήματα για το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, η Παρασκευή Μουζουράκη αναλύει το άρθρο 10 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει το δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις αρχές, αλλά και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.