Στις 23 Φεβρουαρίου 2025 η Γερμανία ψήφισε. Επρόκειτο για την πιο τεταμένη προεκλογική περίοδο στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, η οποία ξεκίνησε με την επεισοδιακή αποχώρηση του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) από την τρικομματική κυβέρνηση (Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Φιλελευθέρων) του Σοσιαλδημοκράτη (SPD) Olaf Scholz τον Νοέμβριο του 2024.
Τα συμπεράσματα από τις εκλογές ποικίλουν και προβληματίζουν, καθώς το αποτέλεσμά τους αναμένεται να επηρεάσει όχι μόνο τη Γερμανία, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Καταρχάς, τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα, τα επονομαζόμενα λόγω της πολυσυλλεκτικότητάς τους, «λαϊκά» (Volksparteien), δηλαδή οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), που από το 1949 αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες εκπροσώπησης της γερμανικής κοινωνίας, έπαψαν πλέον να εκπροσωπούν τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, καθώς αθροιστικά συγκέντρωσαν ποσοστά κάτω του 50% (44,9%), ενώ υπερψηφίστηκαν κυρίως από μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους. Ειδικά, το SPD, το αρχαιότερο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στον κόσμο, εξασφάλισε το χειρότερο αποτέλεσμα στη μακρά Ιστορία του, καθώς το ποσοστό του (16,4%) ήταν χαμηλότερο ακόμα και από τις ανελεύθερες εκλογές του 1933. Η δε –άλλοτε πανίσχυρη εκλογικά- CDU/CSU δεν αποκόμισε σοβαρά οφέλη από τις απώλειες των άλλων κυβερνητικών κομμάτων, αλλά κατέλαβε την πρώτη θέση έχοντας εξασφαλίσει το δεύτερο χειρότερο ποσοστό στην Ιστορία τους (28,5%). Σε ό,τι αφορά τους άλλους δύο πρώην κυβερνητικούς εταίρους, οι μεν Πράσινοι διατήρησαν τις δυνάμεις τους, παρουσιάζοντας συγκριτικά μικρότερες απώλειες της τάξεως των τριών ποσοστιαίων μονάδων (από 14,7% στο 11,6%), ενώ οι Φιλελεύθεροι με 4,3% απώλεσαν περισσότερες από επτά ποσοστιαίες μονάδες και έμειναν εκτός Ομοσπονδιακής Βουλής, καθώς δεν κατόρθωσαν να υπερβούν το εκλογικό όριο του 5%. Οι Πράσινοι, έχοντας δείξει μια σχετική συνέπεια στην τήρηση των προεκλογικών τους δεσμεύσεων, διασώθηκαν κοινοβουλευτικά, αντίθετα, οι Φιλελεύθεροι πλήρωσαν το τίμημα της καιροσκοπικής τους πολιτικής, όπως και το 2013, ενώ απέχουν πολύ από το κόμμα που επί δεκαετίες κατείχε ρόλο ρυθμιστή στο γερμανικό πολιτικό σύστημα. Επιπλέον, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, ένα ακροδεξιό κόμμα (AfD) με σκληρές αντιμεταναστευτικές και αντιευρωπαϊκές θέσεις, εξασφάλισε -όχι απλά ένα υψηλότατο ποσοστό (20,8%), αλλά- τη δεύτερη θέση, επιδιώκοντας να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις μετεκλογικές εξελίξεις. Η AfD είναι ένα κόμμα που ιδρύθηκε το 2013 κυρίως από πρώην μέλη της CDU με ευρωσκεπτικιστικές, ξενοφοβικές και νεοφιλελεύθερες θέσεις, αλλά στην πορεία απέκτησε έναν περισσότερο επιθετικό πολιτικό λόγο, η δε επικεφαλής του κόμματος, Alice Weidel, μόνιμη κάτοικος Ελβετίας και εγγονή στελέχους του ναζιστικού καθεστώτος, δεν κρύβει τον θαυμασμό της για τη Margaret Thatcher και έχει ταχθεί υπέρ της εξόδου της Γερμανίας από τη ζώνη του Ευρώ. Η άνοδος της AfD συνδέθηκε με μια πρωτοφανή παρέμβαση στην προεκλογική εκστρατεία από θεσμικούς και οικονομικούς παράγοντες των ΗΠΑ. Η διαρκής ανοιχτή στήριξη του μεγιστάνα και στενού συνεργάτη του Αμερικανού Προέδρου Elon Musk προς το AfD, η οποία συμπληρώθηκε από τις παρεμβάσεις του Αμερικανού Αντιπροέδρου JD Vance, φανερώνουν την πορεία που αναμένεται να ακολουθήσει η νέα συντηρητική αμερικανική κυβέρνηση Trump έναντι των Ευρωπαίων «πρώην εταίρων» των ΗΠΑ. Επισημαίνεται ότι στην Ομοσπονδιακή Βουλή επανήλθε, διπλασιάζοντας το ποσοστό του (8,8%), το αριστερό κόμμα Die Linke, κάτι που σημαίνει ότι πολλοί ψηφοφόροι επέλεξαν έναν αντίθετο προς την ακροδεξιά πόλο, ο οποίος όμως αντιμετωπίζεται, βάσει της θεωρίας των «δύο άκρων», εξίσου επιφυλακτικά από τις καθιερωμένες πολιτικές δυνάμεις. Η επιφυλακτικότητα αυτή, όμως, δεν είναι δικαιολογημένη στο μέτρο που το Die Linke έχει συμμετάσχει ή συμμετέχει ως κυβερνητικός εταίρος σε πολλά ομόσπονδα κρατίδια, ιδίως στην πρώην Ανατολική Γερμανία (π.χ. Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία, Θουριγγία, Βρανδεμβούργο). Ένα άλλο κόμμα, το BSW, που ιδρύθηκε από την πρώην επικεφαλής του Die Linke, Sahra Wagenknecht, αυτοπροσδιοριζόμενο ως αριστερό, αλλά με σκληρό αντιμεταναστευτικό πρόγραμμα, απέτυχε οριακά να εισέλθει στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Τέλος, η συμμετοχή στις εκλογές ήταν η υψηλότερη από το 1990, έτος της επανένωσης των δύο Γερμανιών, καθώς άγγιξε το 82,5%.
Σύμφωνα με τον μέχρι σήμερα συσχετισμό δυνάμεων στην Ομοσπονδιακή Βουλή, φαίνεται ότι θα αναβιώσει ένας «μεγάλος συνασπισμός» (Große Koalition) ανάμεσα στην CDU/CSU και το SPD (όπως είχε συμβεί τις περιόδους 1966-1969, 2005-2009, 2013-2017 και 2017-2021) που στην πραγματικότητα δεν θα είναι και τόσο μεγάλος, δεδομένων των χαμηλών ποσοστών των δύο κομμάτων. Η πιθανότητα αυτή είναι συνώνυμη της ακινησίας και της απλής διαχείρισης, αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές και οι συγκλίσεις των δύο αυτών παρατάξεων. Ωστόσο, μέχρι την επισφράγιση μιας τέτοιας συνεργασίας «μεγάλου συνασπισμού» ενδέχεται να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς δεν θα πάψουν να υπάρχουν αντιδράσεις στο εσωτερικό των δύο παρατάξεων, αρκεί να λάβει κανείς υπόψη ότι από τις εκλογές του 2017 μέχρι τη συγκρότηση του τελευταίου «μεγάλου συνασπισμού» υπό την Angela Merkel (CDU), οι διαπραγματεύσεις των κομμάτων διήρκησαν 171 ημέρες, ενώ η όποια επίσπευσή τους υπήρξε αποτέλεσμα παρέμβασης (από τις σπάνιες περιπτώσεις) του Ομοσπονδιακού Προέδρου Frank-Walter Steinmeier. Σήμερα, όμως, τόσο η διεθνής, όσο και η εσωτερική συγκυρία δεν επιτρέπουν τέτοιες χρονικές καθυστερήσεις.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η Γερμανία βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση· κρίση πολιτική, οικονομική, αξιών και προσανατολισμού. Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι βέβαια μόνο γερμανικό φαινόμενο, αλλά η συλλογική μνήμη έχει σημαδευτεί από τη γερμανική ακροδεξιά και αυτό είναι αρκετό, ώστε να προκαλεί εύλογη ανησυχία. Απάντηση, όμως, στο φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να δοθεί από τα πολιτικά ρεύματα που, υιοθετώντας μέρος της προεκλογικής της ατζέντας, στην πράξη διευκόλυναν τον εκλογικό θρίαμβο της ακροδεξιάς, ούτε οι διάφορες ανιστόρητες θέσεις του «Ακραίου Κέντρου», το οποίο, μεταξύ άλλων, ευθύνεται για τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας· οι εύκολες καταγγελίες του περί «λαϊκισμού» απέναντι σε κάθε διεκδίκηση που δεν ικανοποιεί το νεοφιλελεύθερο «πρότυπο» και η πρόταξη ενός επιλεκτικού «δικαιωματισμού», όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην αναχαίτιση, αλλά ενισχύουν έτι περαιτέρω την ακροδεξιά.
Η απάντηση θα δοθεί μόνον εφόσον συσπειρωθούν οι πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν τη δημοκρατία, την ισότητα ευκαιριών και την κοινωνική δικαιοσύνη και καταθέσουν μια θετική πρόταση απέναντι στη ρητορική του μίσους της ακροδεξιάς, που βρίσκει εύκολα βήμα μέσω και της διασποράς ψευδών ειδήσεων σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, ελεγχόμενες από εκπροσώπους ενός ψευδεπίγραφου αντισυστημισμού όπως ο «χορηγός» του Trump και της AfD, Musk. Ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, την οποία οι εκπρόσωποι της ακροδεξιάς είτε αρνούνται, είτε υποτιμούν, η εργασιακή και οικονομική επισφάλεια, συνεπεία της αποβιομηχανοποίησης και η αντιμετώπιση του προσφυγικού, όχι με όρους ρατσιστικού μίσους, αλλά με όρους ορθολογικής διαχείρισης, είναι θέματα που δεν θα πρέπει να απουσιάσουν από τον προγραμματικό λόγο των δυνάμεων που καλούνται να ορθώσουν ανάστημα απέναντι στην παράταξη του μίσους και του όχλου. Ήδη στην Ιταλία, την Ολλανδία και την Αυστρία η ακροδεξιά έχει ανέλθει στη εξουσία, φορώντας το κοστούμι της «κανονικότητας», ενώ ακολουθεί η Γαλλία με τη Le Pen Πρόεδρο εν αναμονή· ωστόσο, υπάρχουν ακόμα τα περιθώρια για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού αναχώματος απέναντι στη φαιά πλημμυρίδα. Στη Γερμανία δεν αρκεί η συγκρότηση ενός «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ των δύο κυριότερων κομμάτων για την αναχαίτιση της ακροδεξιάς και τον αποκλεισμό της από τη νομή της εξουσίας, αλλά θα πρέπει να επιδιωχθεί η συστράτευση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων (συμπεριλαμβανομένων των Πρασίνων και της αριστεράς), ενώ στην προγραμματική συμφωνία (Koalitionsvertrag) που θα υπογραφεί ίσως είναι σκόπιμο να υπάρξει λεπτομερέστερη και προσεκτικότερη πρόβλεψη για τη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής σε ζητήματα που αποτελούν προνομιακό πεδίο της ακροδεξιάς (όπως η ασφάλεια, το μεταναστευτικό, η διαφθορά κ.ο.κ.), όχι όμως με υιοθέτηση σκληρών μέσων, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αποτυχία, αλλά με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Γεώργιος Θ. Ζώης
Δρ Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ, Υποψήφιος Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Τμ. Δημόσιας Διοίκησης Παντείου Πανεπιστημίου