Μπορεί η Βουλή να προχωρήσει σε σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατ’ άρθρο 86 παρ. 3 Σ χωρίς να της αποσταλεί δικογραφία από διενεργούντα ανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση;

Ο Χ. Τσιλιώτης αναλύει τη δυνατότητα της Βουλής να συστήσει ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης για υπουργούς, ακόμα και χωρίς την προηγούμενη διαβίβαση σχετικής δικογραφίας από ανακριτική ή εισαγγελική αρχή

Στο πλαίσιο της διερεύνησης τυχόν ποινικών ευθυνών μελών ή διατελεσάντων μελών της Κυβερνήσεως ή Υφυπουργών ή διατελεσάντων Υφυπουργών κατά την παρ. 1 του άρθρου 86 Σ που φέρεται να έχουν εμπλακεί στην υπόθεση της τραγωδίας του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, μητέρα ενός εκ των θυμάτων έχει καταθέσει μηνυτήρια αναφορά στην Βουλή κατά των παραπάνω προσώπων και με εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση προς τον Πρόεδρο της Βουλής ζητά την σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 86 παρ. 3 Σ για περισσότερα πρόσωπα που διετέλεσαν Υπουργοί και φέρονται να εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο δυστύχημα και για περισσότερα εγκλήματα, ορισμένα εκ των οποίων σε βαθμό κακουργήματος. Δεδομένου ότι μέχρι τώρα πλην του τότε Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ δεν έχει υπάρξει εμπλοκή σε ανακριτική ή διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης για ενδείξεις τελέσεως ποινικού αδικήματος κι αυτό για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος του άρθρου 259 ΠΚ, ερωτάται εάν η Βουλή μπορεί να συστήσει την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή του άρθρου 86 παρ. 3 Σ και για Υπουργό, για τον οποίο δεν έχει σταλεί και μάλιστα αμελητί δικογραφία στην Βουλή από τον διενεργούντα κύρια ανάκριση, προανάκριση, προκαταρκτική εξέταση ή διοικητική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 υποπαρ. 2 Σ ύστερα από μηνυτήρια αναφορά ιδιώτη ή ακόμα και αυτεπαγγέλτως. Από την γραμματική ερμηνεία αλλά και την συστηματική θέση των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 86 Σ, των υποπαραγράφων και των εδαφίων τους νομίζω ότι η απάντηση πρέπει να είναι θετική.

Με την παρ. 1 του άρθρου 86 Σ καθορίζεται η Βουλή κατά παρέκκλιση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών του άρθρου 26 Σ ως το μόνο αρμόδιο όργανο για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των προσώπων που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο. Πρόκειται για την λεγόμενη διασταύρωση των εξουσιών. Η διαδικασία περιγράφεται στην παρ. 3 του άρθρου 86 Σ, τα άρθρα 154 επ. ΚτΒ και το άρθρο 5 Ν. 3126/2003. Με την διάταξη της παρ. 1 φαίνεται ότι η Βουλή είναι ανεμπόδιστη να ασκήσει την ποινική δίωξη, ιδιαίτερα δε μετά την κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας της πρώην υποπαρ. 2 της παρ. 3 του άρθρου 86 Σ με το Ψήφισμα της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, μόνο η κοινή παραγραφή του άρθρου 111 ΠΚ ή άλλοι λόγοι που εμποδίζουν την άσκηση ποινικής δίωξης κατά το κοινό ποινικό δικονομικό δίκαιο, όπως π.χ. ο θάνατος του υπόπτου προσώπου της παρ. 1 του άρθρου 86 Σ, φαίνεται να είναι τα μόνα εμπόδια για την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας της Βουλής, η δε παρ. 3 είναι καθαρά διαδικαστικού χαρακτήρα. Κι έρχεται η παρ. 2 υποπαρ. 2 του άρθρου 86 Σ και αναφέρει ότι «[α]ν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση» (αντίστοιχο και το άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 3126/2003). Η διάταξη αυτή ερμηνεύεται κακώς κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, ως αναγκαία δικονομική προϋπόθεση για την απόφαση σύστασης της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης της παρ. 3 και εν τέλει για την άσκηση της κατά την παρ. 1 του άρθρου 86 Σ αρμοδιότητας της Βουλής να ασκήσει ποινική δίωξη κατά των εν λόγω προσώπων. H ratio της διάταξης αυτής δεν είναι να περιορίσει την αρμοδιότητα της Βουλής κατά τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 86 Σ να συστήνει την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή ή εν τέλει να ασκεί ποινική δίωξη αλλά να διασφαλίσει την αποκλειστικότητα της Βουλής να ασκεί αυτή την αρμοδιότητα, απαγορεύοντας αφενός στους διενεργούντες τις παραπάνω ανακριτικές και ερευνητικές πράξεις να προχωρήσουν περαιτέρω σε ενέργειες όσον αφορά τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 86 Σ και επιτάσσοντάς τους αφετέρου να αποστείλουν αμελλητί την δικογραφία σε ό,τι τα αφορά τα πρόσωπα αυτά στο αρμόδιο όργανο, δηλ. την Βουλή.

Προβάλλεται ως ενισχυτικό της αντίθετης με την εδώ υποστηριζόμενη άποψη ότι στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε ο καθένας ιδιώτης, που θεωρεί ότι θίγεται από μία πράξη ή παράλειψη Υπουργού κ.λπ. να τον καταστήσει τουλάχιστον εγκαλούμενο με μηνυτήρια αναφορά στην Βουλή. Το επιχείρημα αυτό δεν είναι ορθό διότι η Βουλή δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάζει μία μηνυτήρια αναφορά προφανώς αβάσιμη ή απαράδεκτη, τοσούτω έλασσον είναι υποχρεωμένη να ασκεί τις κατά τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 86 Σ αρμοδιότητές της, ενώ και κατά την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων ενεργεί πολλές φορές καλώς ή κακώς με πολιτικές σκοπιμότητες, κάτι που επίσης καλώς ή κακώς ο συνταγματικός νομοθέτης ανέχεται, παρά το ότι δις (2001, 2019) προέβη σε αναθεώρηση της εν λόγω διάταξης χωρίς να καταργήσει την σχετική αρμοδιότητα. Στο επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν υποκαθίσταται το αρμόδιο για την υποβολή μηνύσεων, εγκλήσεων ή μηνυτηρίων αναφορών όργανο, δηλ. ο κατά τόπον αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών από την Βουλή, αυτό είναι de constitutione lata επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη, καθιστώντας κατ’ αντίθεση προς ό,τι ορίζει ο ΚΠΔ, την Βουλή το αρμόδιο για την διερεύνηση και την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο. Εάν αυτό de constitutione ferenda είναι μία κακή επιλογή, αυτό αφήνει την ερμηνεία της διάταξης αδιάφορη. Βεβαίως, η αποστολή μίας δικογραφίας από το αρμόδιο για την διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, προανάκρισης ή ανάκρισης οργάνου προς την Βουλή ενισχύει με το κύρος του δικαστικού οργάνου που την διενεργεί μία ενδεχόμενη απόφαση της Βουλής κι αυτό είναι το μέχρι τώρα συνήθως συμβαίνον, αυτό όμως δεν είναι εκ του Συντάγματος απαραίτητο.

Συνεπεία των ανωτέρω αν και ασυνήθιστη η ενέργεια υποβολής μηνυτήριας αναφοράς στην Βουλή κατά προσώπου ή προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 86 Σ για την φερόμενη τέλεση πλημμεληματικών ή ακόμα και κακουργηματικών πράξεων, δεν είναι όμως εκ του Συντάγματος και του νόμου απαράδεκτη ή μη νόμιμη. Κατά συνέπεια στην προκειμένη περίπτωση του δυστυχήματος των Τεμπών η Βουλή θεωρητικά μπορεί με βάση την ως άνω μηνυτήρια αναφορά ή και αυτεπαγγέλτως να διευρύνει τον κύκλο προσώπων κατά τον οποίων θα διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση καθώς και των φερόμενων αδικημάτων πέραν αυτών που τυχόν υποδείξει η κύρια ανάκριση του ειδικού Εφέτη Ανακριτή Λαρίσης ή η προκαταρκτική εξέταση του αρμοδίου Εισαγγελέα Λαρίσης. Αν τελικά το πράξει είναι δικό της θέμα κάτι που θα πράξει ή δεν θα πράξει όχι μόνο με νομικά κριτήρια.

Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ, Δικηγόρος

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

«Διλήμματα» της Νομικής Επιστήμης στο πλαίσιο των προκλήσεων της Τεχνητής Νοημοσύνης

Ποια τα ερωτήματα που θέτει η συνεχής και ραγδαία ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης στη νομική επιστήμη και πώς δείχνουν να απαντώνται μέχρι στιγμής; Ο Προκόπιος Παυλόπουλος αναπτύσσει το σκεπτικό του.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.