Με τη Συνθήκη της 7/5/1832, η οποία συνήφθη μεταξύ των προστάτιδων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) αφενός και της Βαυαρίας αφετέρου, το στέμμα της Ελλάδας προσφέρθηκε στο 15χρονο Πρίγκιπα Όθωνα, του βαυαρικού οίκου των Wittelsbach. Στη διάρκεια της περιόδου της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα (1833-1843) αναζωπυρώθηκε ο ελληνικός αλυτρωτισμός ως απόρροια της κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος (1838-1840). Εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν χωρίς επιτυχία στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη. Την ίδια στιγμή, το νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο προσπάθησε να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εν μέσω πολιτικής αναταραχής, ο Όθωνας έφθασε στο Ναύπλιο το 1833, με την υποστήριξη των προστάτιδων δυνάμεων, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Ανακηρύχθηκε «ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος» και το ελληνικό κράτος ανακηρύχθηκε κληρονομική (όχι όμως και συνταγματική) μοναρχία, το ανεξάρτητο «Βασίλειο της Ελλάδος». Στο λόγο της ενθρόνισης του Όθωνα δεν υπήρχε αναφορά σε συνταγματική διακυβέρνηση. Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος και μέχρι να ενηλικιωθεί, τη βασιλική εξουσία θα ασκούσε ένα συμβούλιο Αντιβασιλείας. Αφού το «Ηγεμονικό» Σύνταγμα του 1832 ουδέποτε εφαρμόστηκε, ο Όθωνας, πρίγκιπας του οίκου των Wittelsbach, βασίλευε στην Ελλάδα για περισσότερο από μία δεκαετία ως απόλυτος μονάρχης, χωρίς συνταγματικούς περιορισμούς.
Η προσπάθεια εκδυτικισμού της χώρας και η δυσαρέσκεια για το απολυταρχικό καθεστώς
Στη διάρκεια της δεκαετούς περιόδου αυταρχικής διακυβέρνησης του Όθωνα, σημειώθηκαν τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της θεσμικής και διοικητικής αναδιοργάνωσης. Το νομοθετικό έργο αυτής της περιόδου επικεντρώθηκε στην αναδιοργάνωση του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Έτσι, θεσπίστηκαν ορισμένα θεμελιώδη νομοθετήματα (όπως ο Εμπορικός Νόμος, ο Ποινικός Νόμος και οι Πολιτική και Ποινική Δικονομίες), ιδρύθηκε η Εφημερίς της Κυβερνήσεως και τέλος, το 1834, η πρωτεύουσα του Βασιλείου μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα.
Το εκτεταμένο νομοθετικό έργο που συντελέστηκε κατά την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας συνιστούσε μια προσπάθεια να εκδυτικισθεί η χώρα, χωρίς να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη οι τοπικές παραδόσεις και ευαισθησίες του ελληνικού λαού. Με άλλα λόγια, η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε βασικά από την έλλειψη συνταγματικής διακυβέρνησης, την άσκηση αυταρχικής πολιτικής εξουσίας, οικονομικές δυσχέρειες και το απολυταρχικό νομικό σύστημα.
Η δυσαρέσκεια απέναντι στο απολυταρχικό καθεστώς του βασιλιά Όθωνα και της βαυαρικής αυλής του οδήγησε στο στρατιωτικό κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο έχαιρε της υποστήριξης του λαού των Αθηνών.
Ειδικότερα, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, η Φρουρά των Αθηνών, με επικεφαλής το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη και τον οπλαρχηγό της Επανάστασης Ιωάννη Μακρυγιάννη, εξεγέρθηκε και συγκεντρώθηκε στην πλατεία μπροστά από τα Ανάκτορα απαιτώντας από το Βασιλιά Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος. Τελικά, με τις εξεγερμένες στρατιωτικές δυνάμεις ενώθηκε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της μικρής πρωτεύουσας. Το συγκεντρωμένο πλήθος αρνήθηκε να διαλυθεί, έως ότου ο βασιλιάς δεχόταν να παραχωρήσει Σύνταγμα. Μη έχοντας εναλλακτική λύση, ο Βασιλιάς Όθωνας ενέδωσε στην πίεση του πλήθους και αποδέχθηκε τα αιτήματά του παρά τις αντιρρήσεις της Βασίλισσάς του. Η πλατεία μετονομάστηκε σε Πλατεία Συντάγματος, σε ανάμνηση των γεγονότων του Σεπτεμβρίου 1843.
Τα ανάκτορα του Όθωνα
Ο λόφος της Μπουμπουνίστρας, το υψηλότερο ανατολικό άκρο της πόλης των Αθηνών, επιλέχθηκε ως τοποθεσία για την ανέγερση των ανακτόρων του Όθωνα (άλλες προτάσεις, όπως ο Κεραμεικός, οι πρόποδες του Λυκαβηττού ή η σημερινή πλατεία Ομονοίας, αποκλείστηκαν). Στις 6 Φεβρουαρίου 1836 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος. Αρχιτέκτονας των ανακτόρων ήταν ο διευθυντής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημος αρχιτέκτονας της βαυαρικής αυλής Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ.
Μετά την έξωση του Όθωνα, τα Ανάκτορα κατοικήθηκαν από το βασιλιά Γεώργιο Α’. Οι δύο μεγάλες πυρκαγιές, που εκδηλώθηκαν στο κτήριο (1884, 1909) οδήγησαν σε πολλές αλλαγές σε σχέση με την αρχική κατασκευή του και τελικά στη μετακίνηση της βασιλικής οικογένειας στο θερινό ανάκτορο του Τατοΐου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς (στέγαση κρατικών υπηρεσιών, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ιατρείο βρεφών, οικοτροφείο φοιτητών, νοσοκομείο κ.α.) .
Η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε το 1929 τη μετατροπή των παλαιών βασιλικών ανακτόρων σε Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων. Πρώτα εγκαταστάθηκε σε αυτό η Γερουσία, η Βιβλιοθήκη και το Συμβούλιο της Επικρατείας και την 1η Ιουλίου 1935 άρχισε τις εργασίες της η Ολομέλεια της Βουλής.
Από το 1935 έως σήμερα, στο Κτήριο στεγάζεται η Βουλή των Ελλήνων. Το 1928, στην πρόσοψη του κτηρίου αποφασίστηκε η ανέγερση του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη.
Πηγή: Τα Ελληνικά Συντάγματα και η Ιστορία τους (1797-1875), Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα 2012.