Το 1975 συνέβη κάτι πρωτοποριακό, όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα: σε αντίθεση με άλλα κράτη, αλλά και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), όπου η προστασία του περιβάλλοντος αποτελούσε (και αποτελεί) προέκταση του δικαιώματος στην προσωπικότητα και την ιδιωτικότητα, το Σύνταγμά μας απέκτησε μια νέα διάταξη, το άρθρο 24, το οποίο αφορά ειδικά στην προστασία του περιβάλλοντος και μάλιστα και σε όλες τις διαστάσεις του: φυσικό και ανθρωπογενές. Πώς όμως το Σύνταγμα προστατεύει το περιβάλλον;
Σίγουρα όχι επιβάλλοντας σε όλους μας να αποκτήσουμε οικολογική συνείδηση και να αρχίσουμε λ.χ. τις αναδασώσεις· αυτό μοιάζει περισσότερο με υποχρέωση παρά με δικαίωμα. Ούτε όμως αναγνωρίζοντας το περιβάλλον ως την υπέρτατη αξία, αφού η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί μία μόνο διάσταση της αποστολής του Κράτους, η οποία μάλιστα μπορεί να συγκρούεται με άλλες διαστάσεις της, όπως η προστασία της εργασίας, η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης κ.ά. Επομένως, όταν το Σύνταγμα κάνει λόγο για την προστασία του περιβάλλοντος ως δικαίωμα του καθενός τι εννοεί;
Εννοεί ότι καθένας μπορεί να διεκδικήσει, κυρίως μέσω της δικαστικής οδού, από το Κράτος να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος από ενδεχομένως βλαπτικές δραστηριότητες που πραγματοποιεί είτε το ίδιο είτε άλλοι ιδιώτες. Στη νομική επιστήμη η δυνατότητα αυτή αποκαλείται «έννομο συμφέρον» προσφυγής στη Δικαιοσύνη, η οποία δεν μπορεί να απορρίψει σχετικό αίτημα δικαστικής προστασίας απλά και μόνο επειδή ο αιτών είναι τρίτος σε σχέση με τη βλαπτική δραστηριότητα.
Οι υποχρεώσεις του Κράτους: Οι αρχές της αειφορίας, της πρόληψης, της προφύλαξης
Πέραν αυτού, το άρθρο 24 έχει, πρωτίστως, μια αντικειμενική διάσταση, προστατεύοντας το φυσικό περιβάλλον κυρίως μέσω της επιβολής υποχρεώσεων προς το Κράτος (όπως άλλωστε ρητώς ορίζεται στο ίδιο το άρθρο 24) και συγκεκριμένα, προς τον Νομοθέτη και τη Διοίκηση. Η κύρια υποχρέωση συνίσταται στη λήψη προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, με στόχο τη διασφάλιση της αειφορίας ή της βιώσιμης ανάπτυξης (οι δύο όροι πρακτικά ταυτίζονται), στόχος ο οποίος σημαίνει ότι η υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος δεν ισοδυναμεί καθόλου με απαγόρευση της οικονομικής δράσης – ανάπτυξης, παρά μόνο οριακά και κατόπιν στάθμισης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δηλαδή, εκτιμάται από τη Διοίκηση και από το Δικαστή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το όφελος από την εκάστοτε μορφή οικονομικής ανάπτυξης και το περιβαλλοντικό κόστος που αυτή συνεπάγεται. Η αρχή της αειφορίας βρίσκεται, συνεπώς, στον πυρήνα της συνταγματικής προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.
Τα προληπτικά μέτρα
Τα προληπτικά μέτρα για την επίτευξή της είναι, κατά κανόνα, νομοθετικά, δηλαδή η θέσπιση νόμων που προβλέπουν διαδικασίες με αντικείμενο είτε την προστασία συγκεκριμένων στοιχείων του περιβάλλοντος (λ.χ. δάση, ρέματα, ακτές, νησιά κ.ά.) είτε την προηγούμενη εκτίμηση και ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης σε μια, κατά τα λοιπά βλαπτική για το περιβάλλον, οικονομική δραστηριότητα (λ.χ. έργα υποδομής, παραγωγικές δραστηριότητες), μέσω της προσήκουσας αξιολόγησης των βλαπτικών συνεπειών της.
Κύριο εργαλείο πρόληψης είναι η περιβαλλοντική μελέτη, η οποία εκπονείται από τον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας και υποβάλλεται στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να επιβάλει τα κατάλληλα και αναγκαία για την προστασία του περιβάλλοντος μέτρα. Επομένως, η αρχή της πρόληψης αναδεικνύεται σε κομβικής σημασίας συνταγματική αρχή, η οποία κατοχυρώνεται επαρκώς και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αναγνωρίζει, επιπλέον και την αρχή της προφύλαξης, απαιτώντας την εκτίμηση των μη άμεσα διαγνώσιμων επιπτώσεων στο περιβάλλον και τη λήψη σχετικών μέτρων (λ.χ. παρακολούθησης της βλαπτικής δραστηριότητας). Τις αρχές αυτές αξιοποιεί κατά κύριο λόγο ο Δικαστής για να ασκήσει (οριακό, καταρχήν) έλεγχο στον Νομοθέτη και στη Διοίκηση ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το Σύνταγμα, με αφορμή κάποιο συγκεκριμένο έργο ή δραστηριότητα.
Τα κατασταλτικά μέτρα
Τα κατασταλτικά μέτρα συνίστανται στη θέσπιση νόμων που προβλέπουν υποχρεώσεις αποκατάστασης της περιβαλλοντικής βλάβης από το Κράτος και αναγνωρίζουν την περιβαλλοντική ευθύνη, θεσπίζοντας σύστημα κυρώσεων για όσους βλάπτουν το περιβάλλον. Εξάλλου, η αειφορία βρίσκεται στον πυρήνα της συνταγματικής προστασίας και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, με το Σύνταγμα να απαιτεί από το Κράτος να προβαίνει σε ολοκληρωμένο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, δηλαδή σχεδιασμό της ανθρώπινης δραστηριότητας στον χώρο, ο οποίος (σχεδιασμός) εκτιμά τόσο την οικονομική όσο και την κοινωνική και την περιβαλλοντική διάσταση. Και πάλι η απαίτηση αυτή εκπληρώνεται μέσα από τα ολοκληρωμένα χωρικά σχέδια, τα οποία εκπονούνται από τη Διοίκηση και από τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες και αξιοποιούνται από τον Δικαστή κατά την άσκηση του ελέγχου των κρατικών πολιτικών στα πεδία της χωροταξίας και της πολεοδομίας.
Όσον αφορά στη χωροταξία, ειδικότερη έκφραση της εν λόγω απαίτησης είναι η απαγόρευση της εκτός σχεδίου δόμησης, ενώ ειδικά ως προς την πολεοδόμηση και την ανάπτυξη των οικισμών, το Σύνταγμα αξιώνει η δράση των οργάνων του Κράτους, αλλά και των πολιτών, να διασφαλίζει τους καλύτερους δυνατούς όρους διαβίωσης και να μην τους επιδεινώνει, καθιερώνοντας, με τον τρόπο αυτό, το λεγόμενο «πολεοδομικό κεκτημένο». Έκφραση της ίδιας απαίτησης αποτελεί, περαιτέρω, η πρόβλεψη για την προστασία της αρχιτεκτονικής οικισμών ή και μεμονωμένων κτηρίων ή συνόλων και η κήρυξή τους ως διατηρητέων, καθώς και η πρόβλεψη για τον περιορισμό και την ανάσχεση της αυθαίρετης δόμησης με την κατεδάφιση των αυθαιρέτων.
Η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των δασών
Παράλληλα, το Σύνταγμα μεριμνά και για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων (αρχαίων και νεότερων) και των λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Η μέριμνα αυτή εκδηλώνεται με την επιβολή των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών στην ιδιοκτησία, καθώς και με τη θέσπιση της υποχρέωσης των ιδιοκτητών τους να τα αποκαταστήσουν στην αρχική τους μορφή σε περίπτωση φθοράς.
Ιδιαίτερη, τέλος, προστασία και πάλι υπό τη μορφή υποχρεώσεων, το Σύνταγμα επιφυλάσσει για τα δάση και μάλιστα, όχι μόνο στο άρθρο 24 αλλά και στο άρθρο 117 παρ. 3. Ειδικότερα, το Κράτος οφείλει να διατηρεί αμετάβλητο τον προορισμό των δασών («ό,τι ήταν δάσος μένει δάσος»), με συνέπεια οι αρμόδιες Αρχές να υποχρεούνται να χαρακτηρίζουν αναδασωτέες εκτάσεις που έχουν απωλέσει τη δασική τους μορφή με υλικές ενέργειες (εμπρησμό, αποψίλωση κ.ά.). Επίσης, επιβάλλει την κατάρτιση δασολογίου (παράλληλα και πριν από την κατάρτιση κτηματολογίου).
Νικόλαος Νικολάκης
Εισηγητής Συμβουλίου της Επικρατείας