Το Δεκέμβριο του 2018 (19/12/2018) εκδόθηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) σχετικά με την υποχρεωτική εφαρμογή της Σαρία (Shari’a). Πρόκειται για τον ιερό Ισλαμικό Νόμο στη Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης σχετικά με ζητήματα που αφορούν στη ρύθμιση των οικογενειακών και κληρονομικών σχέσεων. H Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης στην οποία εφαρμόζεται η Σαρία (στην Τουρκία έχει καταργηθεί από το 1926) κατά τρόπο υποχρεωτικό μέχρι την πρόσφατη ψήφιση του νόμου 4511/2018.[1]
Η υπόθεση Χατιτζέ Μολλά Σαλί κατά Ελλάδος
Σχετικά με την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. αυτή αφορά στην υπόθεση Χατιτζέ Μολλά Σαλί (αίτηση 20452/14) κατά Ελλάδος. Η αιτούσα είναι Ελληνίδα πολίτης και σύζυγος μέλους της Μουσουλμανικής κοινότητας της Θράκης, που συνέταξε δημόσια διαθήκη πριν πεθάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Το εν λόγω μέλος άφησε το σύνολο της περιουσίας του στη σύζυγό του. Εντούτοις, το Εφετείο Θράκης έκρινε με την απόφαση 183/2015 (βάσει της αναιρετικής απόφασης 1862/2013 του Αρείου Πάγου) ότι, λόγω των διεθνών συνθηκών που υπέγραψε η Ελλάδα στις αρχές του 20 ου αιώνα για την προστασία της Μουσουλμανικής μειονότητας και του νόμου της Σαρία που εφαρμοζόταν ιστορικά σε αυτή την ιδιοκτησία (mulkia), η διαθήκη δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η αιτούσα να λάβει ένα πολύ μικρότερο μερίδιο της περιουσίας (μειωμένο κατά ¾) του θανόντος, δεδομένου ότι η Σαρία «δεν αναγνωρίζει κανέναν τέτοιο θεσμό», όπως η δημόσια διαθήκη (παράγραφοι 17-20 της απόφασης του Ε.Δ.Δ.Α.). Τα ελληνικά δικαστήρια δικαίωσαν τις εφεσιβάλλουσες αδελφές του θανόντος, στις οποίες αποδόθηκαν τα ¾ της περιουσίας.
Το σκεπτικό του δικαστηρίου
Οι δεκαεπτά δικαστές του Ε.Δ.Δ.Α. έκριναν ομόφωνα ότι οι εν λόγω αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων είναι αντίθετες στο άρθρο 14 (το οποίο προβλέπει την απαγόρευση των διακρίσεων) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (το οποίο προστατεύει την ιδιοκτησία). Και αυτό γιατί ουσιαστικά επιβάλλουν την υποχρεωτική εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου στα μέλη της Μουσουλμανικής μειονότητας σε διάκριση με τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες, στερώντας τους τη δυνατότητα του αυτοπροσδιορισμού. Δηλαδή, τη δυνατότητα του να μην αντιμετωπίζονται ως μέλη της μειονότητας σχετικά με τη ρύθμιση των οικογενειακών και κληρονομικών τους σχέσεων.
Ενώ ο θανών επεδίωκε να ρυθμίσει τις σχέσεις του με βάση τον Αστικό Κώδικα, του επιβλήθηκε – παρά τη θέλησή του – η Σαρία λόγω του ότι ήταν μέλος της Μουσουλμανικής μειονότητας (παράγραφοι 157-158). Επιπλέον, το Ε.Δ.Δ.Α. κρίνει (συμφωνώντας εδώ με τη θέση της Ελληνική Δημοκρατίας) ότι οι συνθήκες των Σεβρών (1920) και της Λωζάνης (1923) προβλέπουν μεν την προστασία της Μουσουλμανικής μειονότητας, δεν υποχρεώνουν δε το Ελληνικό κράτος στην εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου (άρθρα 42, 43, 45).
Συμπερασματικά, το Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσισε ότι η υποχρεωτική εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου έρχεται σε σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Σε αυτή τη λογική χαιρέτισε και την υπερψήφιση του νόμου 4511/2018 (που όμως δεν λήφθηκε υπόψη για τη συγκεκριμένη αίτηση λόγω του ότι ήταν μεταγενέστερος χρονικά). Ο εν λόγω νόμος προβλέπει ότι η υπαγωγή στον Ιερό Ισλαμικό Νόμο και στη δικαιοδοσία του μουφτή για ζητήματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου υφίσταται μόνο όταν υπάρχει ρητή συμφωνία των ενδιαφερομένων (παράγραφος 160). Εν τω μεταξύ, αναμένεται και η έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος για τους Δικονομικούς Κανόνες επί Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτήδων Θράκης. [2]
Το ανοικτό ερώτημα
Παρόλα αυτά παραμένει ένα ερώτημα το οποίο, ενώ εκφεύγει της απόφασης του Ε.Δ.Δ.A., είναι αναγκαίο να τεθεί: αρκεί η δυνατότητα μη εφαρμογής του (συχνά αντίθετου σε θεμελιώδη δικαιώματα γυναικών και παιδιών) Ισλαμικού Νόμου από Έλληνες πολίτες της Δυτικής Θράκης ή θα έπρεπε να υπάρχει μια πιο ριζική λύση όπως η κατάργηση του;[3]
Το Ε.Δ.Δ.Α., ενώ είχε ουσιαστικά απαντήσει το 2003 σε αυτό το ερώτημα, υποστηρίζοντας ότι η Σαρία είναι «μη συμβατή με τις βασικές αρχές της δημοκρατίας όπως τίθενται στην ΕΣΔΑ» (Refah Partisi and Others v. Turkey, 13 Φεβρουαρίου 2003, παράγραφος 123) επικυρώνοντας μάλιστα την κρατική απαγόρευση του Κόμματος της Ευημερίας από το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο, στην απόφαση του 2018 δεν παίρνει θέση επί της αρχής ως προς τη συμβατότητα του Ισλαμικού Νόμου με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Θέτει, ωστόσο, ως μείζον το θέμα της προαιρετικής επιλογής και ως όριο το «σημαντικό δημόσιο συμφέρον» (χωρίς να το αναλύει περαιτέρω).
Υποσημειώσεις
[1] Το Ε.Δ.Δ.Α. τονίζει ότι η Σαρία εφαρμόζεται και στην Αγγλία και την Ουαλία αλλά σε μη υποχρεωτική βάση και μόνο εφόσον δεν αντίκειται στην εσωτερική νομοθεσία (παράγραφοι 83, 159). Σχετικό είναι και το ακόλουθο δημοσίευμα της εφημερίδας Guardian με τίτλο «The Guardian view on sharia councils: shedding some light», 2/02/2018.[
[2] Σύμφωνα με την Γενική Γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Γιαννακάκη, αναμένεται και η έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος για τους Δικονομικούς Κανόνες επί Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτήδων Θράκης, το οποίο «βρίσκεται ήδη στο Συμβούλιο της Επικρατείας για επεξεργασία και αναμένουμε τις παρατηρήσεις του προκειμένου να προχωρήσουμε στο επόμενο στάδιο, δηλαδή στην υπογραφή του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Η δήλωση ανευρίσκεται στο δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών με τίτλο «Ανακριβείς δηλώσεις περί καταδίκης της Ελλάδας για τη Σαρία από το Ε.Δ.Δ.Α.», Ψαρρά Άντα, 22/12/2018.
[3 ] Σύμφωνα με την καθηγήτρια Λίνα Παπαδοπούλου «στην πράξη, ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση συντρέχουσας δικαιοδοσίας, η εκούσια χρήση του Ισλαμικού Νόμου θα ήταν κοινωνικά επιβεβλημένη, εφόσον οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα σήμαινε αδιαμφισβήτητα τον οστρακισμό της γυναίκας από την κοινότητα. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται πραγματικά «ελεύθερη επιλογή» για τα κορίτσια ή τις γυναίκες που εξαρτώνται ψυχολογικά, οικονομικά και κοινωνικά από την οικογένειά τους ή από τη θρησκευτική ομάδα και την κοινότητα μέσα στην οποία ανήκουν, συνεπώς η επιλογή στην περίπτωση αυτή αποβαίνει πλασματική… Μολονότι ηχούν ως πατερναλιστικές, τέτοιες «αυστηρές» νομικές λύσεις είναι απολύτως σύμφωνες με τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές συνταγματικές αρχές, όπως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η έμφυλη ισότητα». Παπαδοπούλου, Λίνα (2012): Φυλακισμένες στην Ιστορία: Ελληνίδες μουσουλμάνες υπό τον Ιερό Νόμο του Ισλάμ, σ.22.
Νικόλας Βαγδούτης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.