Η Δημοκρατία είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης στο πλαίσιο και υπό τους όρους ενός συγκεκριμένου τρόπου ανθρώπινης συμβίωσης (κοινωνία), ο οποίος αποτελεί ιστορική ειδοποιό διαφορά απέναντι σε προηγούμενες ή ακόμη και συγχρόνως υπάρχουσες παραδοσιακές μορφές ανθρώπινης συμβίωσης (κοινότητες). Αυτό το σύστημα διακυβέρνησης διαμορφώνεται βάσει τριών συγκροτησιακών προϋποθέσεων και κατευθυντηρίων αρχών υλοποίησης και ισχύος τους:
- Η έννοια του ελεύθερου, αυτοπροσδιοριζόμενου υποκειμένου φορέα αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων και ελευθεριών (κατά την περίφημη διατύπωση του Thomas Jefferson στο κείμενο της διακήρυξης της αμερικανικής ανεξαρτησίας).
- Η έννοια της αναγνώρισης του «άλλου», του οποιουδήποτε «άλλου», ως φορέα (των ίδιων) δικαιωμάτων και ελευθεριών και ως εκ τούτου η ουσιαστική ταύτιση αυτής της διαδικασίας αναγνώρισης με την έννοια του εκδημοκρατισμού, δηλαδή με την σταδιακή, ή/και επαναστατική διεύρυνση του κύκλου των φορέων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
- Η έννοια του ανθρώπου (προκύπτουσα από την ισχύ των δύο παραπάνω εννοιών) ως έννοιας «πραγματικής αφαίρεσης». Κάθε άνθρωπος είναι μέτοχος αυτής της αφηρημένης έννοιας του ανθρώπου-φορέα δικαιωμάτων και ελευθεριών πέρα από κάθε πραγματικό, συγκεκριμένο και ειδικότερο προσδιορισμό και ασχέτως καταγωγής, χρώματος, φύλου, σεξουαλικών προτιμήσεων, θρησκείας, προσωπικής βιογραφίας κ.λ.π.
Οι κατευθυντήριες Αρχές της Δημοκρατίας: Αναγνώριση και Αξιοπρέπεια
Οι τρεις κατευθυντήριες αρχές υλοποίησης των προϋποθέσεων της Δημοκρατίας είναι η φιλελεύθερη, η δημοκρατική και η κοινωνική αρχή.
Η φιλελεύθερη αρχή
Η φιλελεύθερη αρχή, δηλαδή η οργανική σύνθεση ελευθερίας και ισότητας των ατόμων-υποκειμένων, όπου η ατομική ελευθερία, η ατομική (οικονομική) ελευθερία της ιδιωτικής ιδιοποίησης, περιορίζεται μόνο από τον αυτοπεριορισμό που επιβάλλει το ελεύθερο άτομο-ιδιώτης (bourgeois) στον εαυτό του ως πολίτης (citoyen), ώστε η ατομική ελευθερία του ενός να συνυπάρξει με την ατομική ελευθερία του άλλου. Αυτή η αυτοοριοθέτηση της ατομικής ελευθερίας επιτρέπει στην ατομικότητα να ισχύσει και συγχρόνως να ενταχθεί σε ένα σύνολο, στο σύνολο των ελευθέρων και ίσων πολιτών της νεωτερικής κοινωνίας.
Αυτό σημαίνει ότι η ατομική ελευθερία βρίσκεται σε οργανική σχέση με την ισότητα, η οποία ως ισότητα ως προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες είναι ισότητα πολιτική και νομική. Δηλαδή, ισότητα των ελευθέρων ατόμων-υποκειμένων ως δημιουργών του νόμου (νομοθετική εξουσία), αλλά και ως αποδεκτών της εφαρμογής του νόμου (δικαστική εξουσία).
Η κεντρική-πυρηνική έννοια της ισχύος της ελευθερίας και της ισότητας ως της οργανικής σχέσης που συγκροτεί την κοινωνία των ελευθέρων και ίσων είναι η έννοια της αξιοπρέπειας, η οποία περιγράφει την χωρίς εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές, ή άλλες ιεραρχήσεις αναγνώριση όλων των ανθρώπων ως φορέων αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Η δημοκρατική αρχή
Η δημοκρατική αρχή, δηλαδή η βάση της αρχής της πλειοψηφίας, έκφραση, διατύπωση και πραγμάτωση των αποφάσεων του κυρίαρχου πολιτικού σώματος (του δήμου/λαού) των πολιτών υπό όρους καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας. Η δημοκρατική αρχή δεν αποτελεί το περιεχόμενο της Δημοκρατίας, αλλά χωρίς αυτήν δεν υπάρχει Δημοκρατία.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για τη διαδικασία λήψης απόφασης, η οποία εξασφαλίζει πρακτικά ότι η κανονιστική δέσμευση της ισχύος των δικαιωμάτων και ελευθεριών ορίζει, καθορίζει και οριοθετεί κάθε και όποια απόφαση του πολιτικού σώματος-δήμου.
Η πολιτική ισότητα (ένας άνθρωπος-μία ψήφος) και η ως εκ τούτου μαθηματική ανάδειξη της πλειοψηφίας εξασφαλίζει ότι η όποια απόφαση, η οποία έπεται της διαλογικής έκφρασης όλων των απόψεων (της έκφρασης όλων των θελήσεων), επιβάλλει τη θέληση της πλειοψηφίας, επί του θέματος που έχει κληθεί να αποφασίσει το πολιτικό σώμα, χωρίς όμως αυτή η πλειοψηφική απόφαση να έχει κάποια επίδραση στα όρια, ή να οδηγεί σε αποκλίσεις από τα όρια της που θέτουν οι δεσμευτικές προϋποθέσεις της ισχύος των δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Στην καθημερινή πραγματικότητα της Δημοκρατίας σε περίπτωση όπου θίγονται – άμεσα ή έμμεσα – τα όρια που θέτουν οι δεσμευτικές προϋποθέσεις έχουμε αντισυνταγματικότητα του νόμου, ή των διοικητικών πράξεων, αφού έχουμε αντίθεση προς την καταγεγραμμένη στο Σύνταγμα συντακτική βούληση. Η volonte constituante που θεσμοθετεί τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι αυτή που επικοινωνεί ουσιαστικά με την έννοια της volonte generale, η οποία συγκροτεί τον θεμελιακό πυρήνα του κοινωνικού συμβολαίου (δικαιώματα, ελευθερίες).
Φιλελεύθερη Αρχή και Αξιοπρέπεια
Η έννοια της αξιοπρέπειας δεν είναι μόνο πυρήνας της φιλελεύθερης αρχής, αλλά είναι και το θεμέλιο και ο πυρήνας της δημοκρατικής αρχής, αφού η ελεύθερη, δημοκρατική κατά πλειοψηφία (αυτοδεσμευτική) απόφαση υλοποιεί αλλά και διασφαλίζει την αυτονομία του πολίτη. Είναι ακριβώς αυτή η ισχύς της αξιοπρέπειας ως ειδοποιού στοιχείου της υπόστασης του πολίτη που δίνει περιεχόμενο στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και στην έννοια της αρμοδιότητας του (κυρίαρχου) πολιτικού σώματος των πολιτών/ιδιωτών.
Αν η όποια απόφαση της πλειοψηφίας ακόμη και υπό συνθήκες καθολικής μυστικής ψηφοφορίας θίγει δικαιώματα και ελευθερίες όλων, ή κάποιων -εφόσον όλοι οι άνθρωποι αναγνωρίζονται πλέον ως φορείς αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων και ελευθεριών – τότε έχουμε έκπτωση του θεμελίου ελευθερίας της δημοκρατικής αρχής και άρνηση της έννοιας της αξιοπρέπειας, γιατί αυτή δεν μπορεί να έχει μερική ισχύ: ή ισχύει για όλους, ή όχι. Αν αποκλείει κάποιους τότε έχουμε έκπτωση της δημοκρατικής αρχής, η οποία εκπίπτει σε επίφαση δημοκρατικής νομιμότητας.
Οι προϋποθετικοί όροι της Δημοκρατίας: τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, η αναγνώριση του άλλου ως φορέα αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων, η αξία της ζωής και το απαραβίαστο της αξιοπρέπειας («Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελεί την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», άρθρο 2, παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος), δεν τίθενται σε διαπραγμάτευση. Δεν μπορούμε να ψηφίσουμε αν πρέπει να ισχύουν, ή όχι. Η ισχύς τους είναι η προϋπόθεση της δυνατότητάς μας να ψηφίζουμε, να αποφασίζουμε ελεύθερα, η προϋπόθεση της αυτονομίας και της ελευθερίας μας, ως ιδιώτες και πολίτες. Η ισχύς των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που κατοχυρώνονται και τυπικά ως θεμελιώδη άρθρα κάθε δημοκρατικού Συντάγματος, είναι conditio sine qua non της Δημοκρατίας και της διαδικασίας λήψης απόφασης, είναι ο όρος συγκρότησης δημοκρατικής κοινωνίας.
Ψηφίζουμε, γιατί είμαστε φορείς αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Μόνο υπό αυτούς τους όρους μπορούμε να διαμορφώσουμε αυτόνομα και ελεύθερα γνώμη και να αποφασίσουμε. Αν θέσουμε αυτή μας την υπόσταση σε αμφιβολία και σε διαπραγμάτευση, αν πρέπει δηλαδή να ψηφίσουμε αν αποδεχόμαστε την ισχύ των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, της ελευθερίας και της ισότητας ή αν αυτή η ισχύς μπορεί να έχει επιλεκτική εφαρμογή, τότε η κατάλυση της Δημοκρατίας με τον ένα ή άλλο τρόπο, η αυτοκατάργηση του πολίτη είναι ουσιαστικά αυτόματη. (Κλασικό παράδειγμα η κατάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1933).
Η κοινωνική Αρχή
Η κοινωνική αρχή, δηλαδή το αναγκαίο υλικό-ουσιαστικό υπόβαθρο της πραγματικής/υλικής ισχύος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η συμπλήρωση της τυπικής ισχύος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δηλαδή της αναγνώρισης του ατόμου-υποκειμένου ως φορέα αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων και ελευθεριών με την ουσιαστική / υλική διάσταση αυτής της ισχύος είναι αυτό που καθιστά το τυπικό πραγματικό / υλικό, εφόσον θεμελιώνει την πραγματική κοινωνική ένταξη και συμμετοχή του υποκειμένου και εξασφαλίζει την αυτονομία του, αποκλείοντας μορφές ετερονομίας, εξευτελισμού και εξάρτησης.
Η συμπλήρωση της τυπικής ισχύος με την ουσιαστική / υλική διάσταση υλοποιεί στο επίπεδο της πράξης την – πολιτική – αυτοδέσμευση της οικονομικής ελευθερίας, ώστε το ατομικό να συνυπάρξει, να ενταχθεί εν αυτονομία στο κοινωνικό. Η υλική / ουσιαστική διάσταση της Δημοκρατίας θεμελιώνει την ισχύ της υπό πραγματικούς όρους, αφού αποτρέπει τον κοινωνικό αποκλεισμό και ως εκ τούτου την πραγματική έκπτωση της έννοιας της αξιοπρέπειας για τμήματα του πληθυσμού που ως κοινωνικά αποκλειόμενα δεν μετέχουν πλέον της αξιοπρέπειας, καθιστώντας την αξιοπρέπεια ιδιότητα περιοριστικής/ ολιγαρχικής / αριστοκρατικής ισχύος, η οποία ως τέτοια αναιρεί την καθολικότητα της ισχύος των δικαιωμάτων και ελευθεριών και ως εκ τούτου αναιρεί την ίδια την υπόσταση της Δημοκρατίας και οδηγεί de facto στην κατάλυσή της.
Δημήτρης Χαραλάμπης
Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης,
Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης