Ο κοινοβουλευτισμός είναι το σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο η Κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Στο Σύνταγμά μας (άρθρο 84) η Κυβέρνηση οφείλει να ζητήσει εντός 15 ημερών από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Η Κυβέρνηση παραμένει στην εξουσία, εάν υπερψηφιστεί από 151 βουλευτές ως κυβέρνηση πλειοψηφίας ή ως κυβέρνηση μειοψηφίας, με τη λεγόμενη «ψήφο ανοχής», αν υπερψηφιστεί τουλάχιστον από 120 βουλευτές. Επίσης, η Βουλή, μετά από πρόταση 50 βουλευτών, μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση με πλειοψηφία 151 βουλευτών.
Στις ιστορικές της απαρχές βασική αρμοδιότητα της Βουλής ήταν η εξουσία επί του προϋπολογισμού. Η Βουλή ενέκρινε, δηλαδή, ή όχι τα έξοδα της Κυβέρνησης, στην πραγματικότητα της βασιλικής εξουσίας, μια που η Βουλή δημιουργήθηκε ως μέσο περιορισμού της εξουσίας του Βασιλιά από τα ανερχόμενα αστικά στρώματα. Γι’ αυτό άλλωστε, πρωταρχική αρμοδιότητα της Βουλής υπήρξε η επιβολή φόρων.
Τα πρώτα βήματα και το ξένο παράδειγμα
Στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία μπορεί να υπερηφανεύεται για το αρχαιότερο Κοινοβούλιο, προς τα μέσα του 18ου αιώνα, έκανε τα πρώτα της βήματα η κοινοβουλευτική αρχή. Το 1742, ο Πρωθυπουργός Sir Robert Walpole παραιτήθηκε υπό την απειλή διαδικασίας μομφής (impeachment) από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι ο Walpole υπήρξε ο πρώτος Πρωθυπουργός που επέλεξε να είναι μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων και όχι των Λόρδων και υπήρξε πολύ ενεργός κοινοβουλευτικός. Στη διακυβέρνηση Walpole εντοπίζονται τα πρώτα στοιχειώδη της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης, δηλαδή η εξάρτηση του Πρωθυπουργού από τη Βουλή, καθώς μέχρι τότε ο διορισμός του Πρωθυπουργού θεωρείτο προνομία του Στέμματος. Ωστόσο, η παραίτησή του Walpole δεν συμπαρέσυρε την κυβέρνησή του. Αντίθετα, ο θεσμός της συλλογικής πλέον ευθύνης της Κυβέρνησης έκανε την εμφάνισή του μόλις το 1834, όταν ο Πρωθυπουργός Sir Robert Peel παραιτήθηκε μαζί με την Κυβέρνησή του. Με λίγα λόγια, στον κοινοβουλευτισμό, η Κυβέρνηση, η οποία διορίζεται από τον αρχηγό του κράτους, οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εάν ο πρωθυπουργός παραιτηθεί, συμπαρασύρει το σύνολο της κυβέρνησής του. Αυτές είναι οι δύο βασικές αρχές του κοινοβουλευτισμού.
Το πολίτευμα των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά το ότι διακρίνεται για τον βαρύνοντα ρόλο του Κογκρέσου στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας (ας σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής δεν έχει νομοθετική πρωτοβουλία, παρά μόνο νομοθετική αρνησικυρία), είναι προεδρικό πολίτευμα, καθώς ο Πρόεδρος εκλέγεται από τον λαό και δεν οφείλει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του Κογκρέσου. Το γαλλικό πολίτευμα χαρακτηρίζεται ως ημιπροεδρικό, καθώς, αν και διαθέτει Κυβέρνηση εξαρτώμενη από τη Βουλή, ο ρόλος της επισκιάζεται από τις αυξημένες αρμοδιότητες του άμεσα εκλεγόμενου Προέδρου.
Η Αρχή της Δεδηλωμένης
Η εξάρτηση της Κυβέρνησης από τη Βουλή θα πρέπει να διακριθεί από την αρχή της δεδηλωμένης ως ειδικότερης αρχής, η οποία στη χώρα μας αποτελεί δεσμευτικό κανόνα του Συντάγματος που τυποποιείται στο άρθρο 37. Σύμφωνα με την αρχή της δεδηλωμένης, ο αρχηγός του κράτους οφείλει να διορίζει Πρωθυπουργό ή να δίνει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει την (απόλυτη ή σχετική αντίστοιχα) κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η αρχή αυτή στη χώρα μας ξεκίνησε την «καριέρα» της από τον λόγο του θρόνου του Γεωργίου Α’ με συγγραφέα του τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1875. Σε άλλα κοινοβουλευτικά συστήματα η αρχή της δεδηλωμένης παραμένει συνθήκη του πολιτεύματος και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διατηρεί κάποια ευχέρεια ως προς την επιλογή του πρωθυπουργού, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία. Ωστόσο, τον τελικό και αποφασιστικό λόγο έχει η Βουλή.
Βασιλική Χρήστου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
* Φωτογραφία: Γιώργης Γερόλυμπος.