Η διάκριση των εξουσιών μεταξύ εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας, συνιστά μια θεμελιώδη έννοια της σύγχρονης δυτικής Δημοκρατίας. Η νομοθετική εξουσία έχει την αρμοδιότητα ψήφισης των νόμων του Κράτους, η εκτελεστική εξουσία έχει την ευθύνη να ασκεί τη διακυβέρνηση του κράτους και να εκτελεί τους νόμους, ενώ η δικαστική εξουσία έχει την ευθύνη να ερμηνεύει τους νόμους και να θέτει όρια στην αυθαίρετη άσκηση της εκτελεστικής λειτουργίας. Σε ένα σύνηθες σχήμα η εκτελεστική εξουσία αντιστοιχεί στην Κυβέρνηση (Πρόεδρος, Πρωθυπουργός, Υπουργικό Συμβούλιο, δημόσια διοίκηση), η νομοθετική εξουσία στη Βουλή και η δικαστική εξουσία στα δικαστήρια.
Όπως συμβαίνει σε κάθε οργανισμό ή ομάδα, έτσι και στο κράτος, είναι κρίσιμο κάθε τμήμα του οργανισμού να γνωρίζει ποιες είναι οι αρμοδιότητές του και να τις ασκεί χωρίς να παρεμβαίνει στις αρμοδιότητες άλλων τμημάτων. Αυτό προσπαθεί να επιτύχει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, να διασφαλίσει δηλαδή ότι έκαστη από τις τρεις εξουσίες ασκεί τις δικές της αρμοδιότητες και δεν επεμβαίνει στις εξουσίες που πρέπει να ασκούνται από άλλη εξουσία. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αποκλείει την ανάληψη και άσκηση εξουσίας έξω από τη σφαίρα αρμοδιοτήτων της κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες. Ο διαχωρισμός είναι επομένως, χρήσιμος για την ορθή κατανομή των αρμοδιοτήτων αλλά και για να μπορεί να ασκηθεί ο κατάλληλος έλεγχος μεταξύ των εξουσιών.
Διαβαθμίσεις Αυστηρότητας στην Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών
Η αρχή δεν είναι βέβαια απόλυτη. Διαφορετικά κράτη εξάλλου την εφαρμόζουν με διαφορετικό επίπεδο αυστηρότητας. Στην ελληνική έννομη τάξη ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί, εκτός από μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, είναι κατά κανόνα και βουλευτές, δηλαδή μέλη της νομοθετικής εξουσίας. Ο διορισμός εξωκοινοβουλευτικών υπουργών είναι σπάνιος. Το κόμμα που κυβερνά έχει εξάλλου κατά κανόνα την πλειοψηφία στη Βουλή και, επομένως, η απόφαση της Κυβέρνησης να υποβάλει στη Βουλή ένα νομοσχέδιο, δηλαδή ένα σχέδιο νόμου προς ψήφιση, έχει πολύ καλές πιθανότητες να εγκριθεί.
Αντίθετα, στην κυπριακή έννομη τάξη στην οποία η διάκριση των εξουσιών είναι ακόμα πιο αυστηρή, οι υπουργοί είναι υποχρεωτικά εξωκοινοβουλευτικοί και επομένως τα μέλη της Κυβέρνησης δεν έχουν την ιδιότητα του βουλευτή. Το κόμμα που κυβερνά, εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο να έχει την πλειοψηφία στη Βουλή και επομένως χρειάζεται ευρύτερη συναίνεση για να επιτύχει την έγκριση των νομοσχεδίων που υποβάλλονται.
Σε ένα κράτος όπως η Αγγλία, εξάλλου, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι πιο χαλαρή. Εκτός από την σύμπτωση της ιδιότητας του μέλους της Κυβέρνησης και της νομοθετικής εξουσίας, μέχρι πρόσφατα τα μέλη της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων, δηλαδή του ανώτατου δικαστικού οργάνου, είχαν υποχρεωτικά και την ιδιότητα του μέλους της νομοθετικής εξουσίας, δηλαδή της Βουλής των Λόρδων. Μέλη της Βουλής των Λόρδων ήταν επίσης ο Αρχιεπίσκοπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας και 24 επίσκοποι σε μια εντυπωσιακή άμεση ανάμειξη της εκκλησίας στην άσκηση της νομοθετική εξουσίας.
Παρά τις διαφορές στις προσεγγίσεις, οι οποίες οφείλονται στις διαφορετικές ιστορικές καταβολές έκαστου κράτους, όλα τα κράτη συμφωνούν ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι απαραίτητο συστατικό του κράτους δικαίου. Ο σεβασμός της αρχής από τις τρεις εξουσίες διασφαλίζει επίσης την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.
Αχιλλέας Κ. Αιμιλιανίδης
Καθηγητής Νομικής και Κοσμήτορας Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Δικηγόρος