Η διάκριση μεταξύ Συντάγματος και νόμου σχετίζεται με την αυξημένη έναντι του νόμου τυπική ισχύ του Συντάγματος, πτυχή της οποίας είναι ο αυστηρός ή μη χαρακτήρας ενός Συντάγματος, δηλαδή η δυνατότητα ή μη να αλλάξει μέσω της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας ή μέσω μιας διαδικασίας που θέτει συγκεκριμένα διαδικαστικά και ουσιαστικά όρια. Η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ Συντάγματος και νόμου αναδεικνύεται στη διάκριση μεταξύ αυστηρού και ήπιου Συντάγματος καθώς και στη διάκριση μεταξύ τυπικού και ουσιαστικού.
Ένα ήπιο Σύνταγμα είναι εκείνο που μπορεί να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, η οποία προβλέπεται για τη θέσπιση των κοινών νόμων, χωρίς άλλες προϋποθέσεις. Αντιθέτως, ένα αυστηρό Σύνταγμα επιδέχεται τροποποίηση μόνο μέσω μιας ειδικής διαδικασίας, η οποία προβλέπεται στο ίδιο το Σύνταγμα και η οποία θέτει διαδικαστικά και ουσιαστικά όρια στη δυνατότητα τροποποίησης.
Διαστάσεις στη διάκριση των κατηγοριών του Συντάγματος
Η σημασία της διάκρισης περιορίζεται, όμως, μόνο στο πεδίο του τυπικού Συντάγματος, δηλαδή των κανόνων που περιέχονται σε ένα γραπτό Σύνταγμα. Αντίθετα, η διάκριση δεν είναι ευχερής στο πεδίο του ουσιαστικού Συντάγματος, δηλαδή του συνόλου των κανόνων δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν τη συγκρότηση και άσκηση της κρατικής εξουσίας ανεξάρτητα από την τυπική ισχύ τους [π.χ. εκλογικός νόμος].
Όπως προκύπτει και από τον ορισμό του ουσιαστικού Συντάγματος, το περιεχόμενο του περιλαμβάνει κάθε κανόνα που ρυθμίζει θέματα σχετικά με τη συγκρότηση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας, ανεξάρτητα από την τυπική τους ισχύ. Συνεπώς, περιλαμβάνει και κοινούς νόμους αρκεί το περιεχόμενο τους να εμπίπτει σε αυτά τα θεματικά πεδία. Οι νόμοι αυτοί ανεξάρτητα από το εάν ανήκουν στο ουσιαστικό Σύνταγμα, μπορούν να τροποποιηθούν με τη διαδικασία θέσπισης των κοινών νόμων, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο νέος νόμος δεν είναι αντίθετος με το Σύνταγμα, όπως και κάθε άλλος νόμος.
Μια άλλη διάσταση της διάκρισης αφορά τις συνέπειες της τυπικής υπεροχής των κανόνων του Συντάγματος έναντι του κοινού νόμου σε περίπτωση που ο κοινός νόμος είναι αντίθετος με το Σύνταγμα. Σε αυτή την περίπτωση τα δικαστήρια, σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα [άρθρο 93, παρ. 4], είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόσουν το νόμο που είναι αντίθετος με το Σύνταγμα. Βέβαια, αυτή η διάσταση της διάκρισης αφορά κυρίως ζητήματα τα οποία ρυθμίζονται αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο καθώς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), που δεν αναγνωρίζει την τυπική υπεροχή των εθνικών Συνταγμάτων έναντι των κανόνων του δικαίου της Ε.Ε [πρωτογενούς και δευτερογενούς].
Χρήστος Παπαστυλιανός
Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Πανεπιστημίου Λευκωσίας.