Το Σύνταγμα της χώρας μας κατοχυρώνει μια σειρά από κοινωνικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην παιδεία, το δικαίωμα στην υγεία ή το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση. Τα δικαιώματα αυτά υποχρεώνουν το κράτος να διασφαλίζει στους πολίτες ορισμένα κοινωνικά αγαθά. Προς το σκοπό αυτό, το κράτος οργανώνει ένα πλέγμα θεσμών και δημόσιων υπηρεσιών, δηλαδή δημόσια συστήματα, που αποστολή τους είναι να παρέχουν στους πολίτες κοινωνικές υπηρεσίες. Τις υπηρεσίες αυτές τις χαρακτηρίζουμε κοινωνικές, γιατί παρέχονται είτε δωρεάν είτε με προνομιακούς όρους. Αν δεν υπήρχαν τα δημόσια συστήματα, οι πολίτες θα έπρεπε να αναζητήσουν τις ίδιες υπηρεσίες από την αγορά, δηλαδή θα έπρεπε να τις αγοράσουν από ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Για παράδειγμα, τα δημόσια σχολεία και οι άλλοι θεσμοί του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος παρέχουν στους πολίτες εκπαιδευτικές υπηρεσίες δωρεάν. Τα δημόσια νοσοκομεία και οι άλλοι θεσμοί του εθνικού συστήματος υγείας παρέχουν στους πολίτες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, είτε δωρεάν είτε με περιορισμένη οικονομική συμμετοχή, δηλαδή με επιβάρυνση που υπολείπεται του πραγματικού κόστους τους. Οι δημόσιοι φορείς κοινωνικής ασφάλισης που συγκροτούν το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα παρέχουν συντάξεις σε όσους, είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω υγείας, δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται.
Με τη λειτουργία των θεσμών αυτών υλοποιούνται τα αντίστοιχα κοινωνικά δικαιώματα. Φυσικά, όποιος θέλει και εφόσον έχει την οικονομική δυνατότητα, μπορεί να φοιτήσει σε ιδιωτικό σχολείο, να νοσηλευτεί σε ιδιωτική κλινική ή να ενταχθεί σε συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ιδιωτικής ασφαλιστικής επιχείρησης. Η σημασία των δημόσιων συστημάτων έγκειται στο ότι διασφαλίζουν την καθολικότητα, δηλαδή ότι όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους δυνατότητας, έχουν πρόσβαση στις σχετικές υπηρεσίες.
Οι κοινωνικές υπηρεσίες παρέχονται, λοιπόν, δωρεάν ή με χαμηλή επιβάρυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν κόστος. Οι κοινωνικές υπηρεσίες προς τους πολίτες χρηματοδοτούνται από φόρους και εισφορές που οι ίδιοι οι πολίτες καταβάλλουν. Το κράτος δεν έχει δικούς του πόρους, απλώς διαμεσολαβεί για την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών συνιστά μεταφορά πόρων προς κάποιους, τους αποδέκτες των υπηρεσιών, όπως είναι οι μαθητές των δημόσιων σχολείων, οι νοσηλευόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία, οι συνταξιούχοι.
Οι πόροι αυτοί όμως, έχουν αφαιρεθεί από κάποιους άλλους, τους φορολογούμενους και τους ασφαλισμένους που καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές. Οι μεν και οι δε μπορεί εν μέρει να ταυτίζονται, όμως σε γενικές γραμμές οι πλουσιότεροι επιβαρύνονται περισσότερο και λαμβάνουν λιγότερες παροχές, ενώ οι φτωχότεροι επιβαρύνονται λιγότερο και λαμβάνουν περισσότερες παροχές. Αυτή η αναδιανομή, δηλαδή η μεταφορά πόρων από τους πλουσιότερους στους φτωχότερους, αποτελεί την πεμπτουσία αυτού που αποκαλούμε κοινωνική αλληλεγγύη.
Εκφάνσεις της κοινωνικής αλληλεγγύης
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η κοινωνική αλληλεγγύη, είναι η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Η υποχρεωτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης έχει δύο διαστάσεις: Αφενός, όλοι οι εργαζόμενοι ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε δημόσιο ασφαλιστικό φορέα. Δεν μπορούν να εξαιρεθούν, λέγοντας ότι ήδη έχουν (και πληρώνουν) ιδιωτική ασφάλιση. Αφετέρου, όλοι οι ασφαλισμένοι καταβάλλουν υποχρεωτικά κάθε μήνα ως ασφαλιστική εισφορά ένα ποσοστό του μισθού τους. Αυτό σημαίνει ότι οι υψηλόμισθοι καταβάλλουν περισσότερα από τους χαμηλόμισθους, όπως και ότι όσοι έχουν σταθερή εργασία καταβάλλουν περισσότερα από όσους μένουν κάποια διαστήματα άνεργοι.
Αν έχω υψηλό εισόδημα, καταβάλλω υψηλές εισφορές υγείας στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα και λαμβάνω χαμηλές ή καθόλου παροχές, είτε επειδή είμαι υγιής και δεν τις χρειάζομαι είτε επειδή είμαι πλούσιος και αν τις χρειαστώ, θα προτιμήσω να τις αγοράσω από ιδιωτικούς παρόχους. Αν είμαι φτωχός και με κακή υγεία (συνήθως αυτά πηγαίνουν μαζί), καταβάλλω ελάχιστες ή καθόλου εισφορές στο δημόσιο σύστημα, από το οποίο λαμβάνω πολλαπλάσιας αξίας παροχές. Αυτό εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει άδικο: τον πλούτο που παράγω τον μοιράζομαι με άλλους που παράγουν λιγότερο ή καθόλου. Είναι όμως, μια ‘αδικία’ που όχι μόνο την επιτάσσει το Σύνταγμά μας αλλά και η οποία, μας συγκροτεί ως κοινωνία αλληλεγγύης.
Ακρίτας Καϊδατζής
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης