Η πρόσφατη ανακοίνωση της επικείμενης παραίτησης της πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου Τερέζας Μέι δίνει λαβή για σοβαρό προβληματισμό πάνω στον θεσμό του δημοψηφίσματος. Μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες κύρωσης της Συμφωνίας αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία διαπραγματεύτηκε η κυβέρνησή της με τις Βρυξέλλες, η αδυναμία να εξασφαλιστεί η αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπογραμμίζει τις εγγενείς αδυναμίες και τα όρια που έχει ο θεσμός του δημοψηφίσματος.
Τα γνωρίσματα του δημοψηφίσματος: Η διαφορά μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας
Η απόφαση που λαμβάνεται σε ένα δημοψήφισμα είναι κατά κανόνα στιγμιαία, απλουστευτική και αποσπασματική. Επηρεάζεται από την πολιτική συγκυρία της στιγμής στην οποία δεσπόζουν θέματα όχι κατ’ ανάγκη σε στενή συνάφεια με το ερώτημα του δημοψηφίσματος. Επιχειρεί να σχηματοποιήσει με ακραίο τρόπο σύνθετες καταστάσεις και ερωτήματα στο δίλημμα «ναι ή όχι;». Είναι συνήθως αποκομμένη από μακροπρόθεσμη και ορθολογικά σχεδιασμένη στρατηγική, δηλαδή δεν έχει συγκεκριμένο σχέδιο για το αύριο.
Και τα τρία αυτά γνωρίσματα είναι σαφώς διακριτά στην απόφαση του δημοψηφίσματος για το Brexit και εξηγούν το παρατεταμένο αδιέξοδο. Από την άποψη αυτή το δημοψήφισμα για το Brexit βρίσκεται στον αντίποδα εκείνου του Ιουλίου 2015, στην Ελλάδα. Η κρίσιμη διαφορά έγκειται στο ότι το πρώτο αντιμετωπίστηκε ως αυστηρά δεσμευτικό, ενώ το δεύτερο, ουσιαστικά, ως γνωμοδοτικό.
Νομίζω ότι το δημοψήφισμα σε μία αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι συμβουλευτικό, εκτός και εάν ρητή συνταγματική διάταξη επιβάλλει το αντίθετο, πράγμα όμως που αντενδείκνυται.
Ακριβώς εξ αιτίας αυτών των χαρακτηριστικών της απόφασης του δημοψηφίσματος, που προαναφέρθηκαν, η εμμονή στην εφαρμογή της απόφασης του εκλογικού σώματος που ελήφθη με δημοψήφισμα μπορεί στην πράξη να αποδειχθεί δυσεφάρμοστη, όπως συμβαίνει με το Brexit. Για τούτο, είναι σωστό να δεχθούμε ότι, στα πλαίσια του συμβουλευτικού χαρακτήρα του δημοψηφίσματος, επιτρέπεται να επανεξετάσουμε μία απόφαση η οποία, παρόλη την καλή θέληση και προσπάθεια της πολιτικά υπεύθυνης κυβέρνησης, αποδεικνύεται ότι στην πράξη καρκινοβατεί.
Βεβαίως δεν αποκλείεται οι κοινωνίες και οι πολιτικές κοινότητες να βρεθούν αντιμέτωπες με τραγικά διλήμματα και να πρέπει να αποφασίσουν, όπως και τα άτομα, με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αλλά η κατάσταση αυτή των περιορισμένων επιλογών είναι μάλλον απευκταία. Οι πολιτικές αποφάσεις δεν πρέπει να «εκβιάζονται», εξωθώντας τα πράγματα στο «μη παρέκει», αν είναι εφικτός ένας έντιμος και καθαρός συμβιβασμός, ο οποίος επιτρέπει τις συνθέσεις και διατηρεί την ειρήνη και τη συνεργασία (βλ. π.χ. Β. Ιρλανδία).
Το αδιέξοδο της Μεγάλης Βρετανίας: Η αναγκαιότητα ενός νέου δημοψηφίσματος
Δυστυχώς το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η Μεγάλη Βρετανία βασίζεται στην πεπλανημένη εντύπωση ότι συνιστά τρόπον τινά προδοσία της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας η παραδοχή της πασιφανούς πραγματικότητας, ότι δηλαδή η απόφαση για το Brexit είναι στην εφαρμογή της πολύ πιο δύσκολη, επικίνδυνη και προβληματική από ότι φάνηκε κατά τη λήψη της. Αλλά σε τι βλάπτει η θεσμική αναγνώριση της αναγκαιότητας ενός νέου δημοψηφίσματος, με το οποίο ο λαός έχοντας πλέον σαφή ή τουλάχιστον σαφέστερη εικόνα των κινδύνων και των δυσκολιών θα κληθεί να επιβεβαιώσει ή να ανατρέψει την προηγούμενη απόφαση του;
Ο θεσμικός δισταγμός οφείλεται στο γεγονός ότι είμαστε επιφυλακτικοί και συγκρατημένοι απέναντι σε κάθε τυχόν απόπειρα παράκαμψης της λαϊκής θέλησης με την προσχηματική επανάληψη της αυτής διαδικασίας, η οποία έχει οδηγήσει ήδη σε λήψη απόφασης. Η επιφυλακτικότητα και η ανησυχία αυτή είναι απολύτως κατανοητή και δικαιολογημένη. Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία και ο πυρήνας της πολιτικής ευθύνης. Μία πολιτικός πρέπει να πάρει την ευθύνη και να έχει το θάρρος να εξηγήσει με παρρησία στον λαό γιατί η ανάγκη ενός νέου δημοψηφίσματος καθίσταται αναγκαία και επιβεβλημένη.
Χρειάζεται να έχουμε συνείδηση των εγγενών αδυναμιών που υπάρχουν στον θεσμό του δημοψηφίσματος από την άποψη του πρακτικού λόγου: μία στιγμιαία, απλουστευτική και αποσπασματική απόφαση σε ένα ερώτημα αντίστοιχων χαρακτηριστικών πρέπει να μπορεί να διορθωθεί. Διαφορετικά, το δημοψήφισμα αποδεικνύεται δημοκρατικά ακατάλληλο, αλλά και ελλειμματικό, εφόσον στερεί τον λαό από τη δυνατότητα ενδεχομένως αναγκαίας διόρθωσης της πορείας.
Ο θεσμός του δημοψηφίσματος ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη επεξεργασία για να ενταχθεί αρμονικά και ορθολογικά στον σύγχρονο κόσμο και ιδιαίτερα στο σύνθετο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Ας το έχουμε και εμείς υπόψη μας μετά το ατυχές δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, όταν προτείνουμε στο όνομα της άμεσης δημοκρατίας την αναθεώρηση του Συντάγματος για να διευρυνθεί η εφαρμογή του.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δικηγόρος