Η κήρυξη της προεκλογικής περιόδου έφερε στο προσκήνιο την εγγενή ένταση που υπάρχει μεταξύ του τρόπου που θέλουμε να σκεπτόμαστε τον εαυτό μας, να τον προβάλλουμε στους άλλους και να μας σκέπτονται οι άλλοι, και αυτού που πραγματικά είμαστε, με γνώμονα τις πράξεις και τη συμπεριφορά μας. Η διάσταση ανάμεσα στο δέον και στο είναι δεν ενδιαφέρει απλώς την ηθική φιλοσοφία. Έχει άμεση σχέση με το συνταγματικό δίκαιο.
Το δέον του Συντάγματος δεν ορίζεται μόνο με βάση λεπτομερειακούς κανόνες, αλλά και με βάση θεμελιώδεις αρχές, οι οποίες συχνά διαμορφώνουν τις επιταγές του Συντάγματος κατά τρόπο που αποκλίνει από το γράμμα των διατάξεων. Για παράδειγμα, η διάταξη του Συντάγματος του 1864 η οποία όριζε ότι ο βασιλιάς διορίζει και παύει τους υπουργούς του είχε άλλο νόημα όταν ίσχυε η μοναρχική αρχή και άλλο όταν επιβλήθηκε η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το κοινοβουλευτικό σύστημα.
Γιατί εκδηλώνονται διαφωνίες μεταξύ των Συνταγματολόγων
Επειδή όμως οι θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος εξειδικεύονται με πεδίο αναφοράς, σε μεγάλο βαθμό, τη συμπεριφορά των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και τις πράξεις των άμεσων οργάνων του κράτους (δηλαδή αυτών που προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα) και ιδίως όσων στελεχώνονται από το πολιτικό προσωπικό (Βουλή, κυβέρνηση), δεν αποκλείεται (αντιθέτως είναι σύνηθες) για ένα χρονικό διάστημα ωρίμανσης των επιταγών και των συμπεριφορών που επιβάλλονται με βάση μια θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος, η κανονιστικότητα ορισμένων συνταγματικών υποχρεώσεων να μετεξελίσσεται και να ωριμάζει.
Μπορεί λοιπόν να περάσει από το καθεστώς της απλής συνταγματικής πρακτικής, σε αυτό της συνθήκης του πολιτεύματος, η οποία δεσμεύει σε επίπεδο πολιτικής δεοντολογίας και ελέγχεται στο πλαίσιο της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης, και έπειτα του συνταγματικού εθίμου που λειτουργεί συμπληρωματικά προς ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες, μέχρι, τέλος, να ενσωματωθεί στον ίδιο τον κανόνα με το να καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του νοήματός του, το οποίο προκύπτει πλέον ερμηνευτικά, με βάση την ερμηνεία του σύμφωνα με την συνταγματική αρχή.
Η παρατήρηση αυτή έχει σημασία επειδή βοηθάει να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε κάτι που εκ πρώτης όψεως ξενίζει. Το γεγονός, δηλαδή, ότι συχνά εκδηλώνονται μεταξύ των συνταγματολόγων διαφωνίες οι οποίες παίρνουν και τη μορφή γνωμοδοτήσεων ή δημοσιεύσεων στον Τύπο, όπου η ίδια συμπεριφορά κρίνεται από κάποιους συνταγματική, ενώ από άλλους όχι.
Η ωρίμανση του κανονιστικού περιεχομένου μιας διάταξης μέσα από την ερμηνεία της σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος προϋποθέτει μία διαδικασία νομικοπολιτική, αντικείμενο της οποίας είναι ακριβώς η αναζήτηση της εμβέλειας που πρέπει να έχει ορισμένη θεμελιώδης αρχή του Συντάγματος στα διάφορα πεδία εφαρμογής της.
Οι εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις χρειάζονται για να γίνει κατανοητό από τον αναγνώστη ότι η επιχειρηματολογία για τη συνταγματικότητα μιας διάταξης μπορεί είτε να έχει ως αντικείμενο παγιωμένη και αδιαμφισβήτητη αντίθεση στο Σύνταγμα, είτε όμως και να έχει σκοπό συστατικό και θεμελιωτικό της αντισυνταγματικότητας, μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος κατόπιν της ερμηνείας τους υπό το φως μιας θεμελιώδους συνταγματικής αρχής.
Η αρχή της αμεροληψίας και η πολιτική πραγματικότητα
Η τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα έφερε στο προσκήνιο διάφορες όψεις της αρχής της αμεροληψίας, οι οποίες μάλιστα συνδέονται με το ζήτημα της υποκρισίας και του κυνισμού στην πολιτική. Αρχικά είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι η αρχή της αμεροληψίας έχει θεμελιώδη χαρακτήρα, καθώς εξειδικεύεται ιδίως στο άρθρο 52 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, μέσα από τις εκλογές. Αποτελεί ιστορική κατάκτηση της Μεταπολίτευσης το γεγονός ότι οι ελεύθερες και ανόθευτες εκλογές ως αποκλειστικός τρόπος εναλλαγής στην εξουσία (προς επίλυση των μεγάλων διλημμάτων και πραγματοποίηση των μεγάλων επιλογών της χώρας με δημοκρατικά μέσα) είναι αδιαπραγμάτευτες.
Αλλά, πέρα από αυτόν τον πυρήνα της αρχής της αμεροληψίας, πρέπει να προχωρήσουμε στην διεύρυνση και επέκταση της ισχύος της και της εμβέλειάς της. Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τα διάφορα πολιτικά περιστατικά που εγείρουν ζητήματα αμεροληψίας υπό το πρίσμα της αρχής αυτής, έτσι ώστε να αποτελέσουν θεσμικά προηγούμενα και πρακτικά παραδείγματα, τα οποία φωτίζουν και νοηματοδοτούν με το συγκεκριμένο θεσμικό τους περιεχόμενο την εφαρμογή της αρχής, για το μέλλον. Εφόσον παγιωθούν τέτοιες ερμηνευτικές προτάσεις και λύσεις, τότε θα αναπτυχθεί η συνταγματική αρχή της αμεροληψίας στην έννομη τάξη μας και θα ισχυροποιηθεί η εφαρμογή της, διαμορφώνοντας με αντίστοιχο κανονιστικό τρόπο το νόημα επιμέρους διατάξεων του Συντάγματος.
Η συμβολή στο έργο της εκδίπλωσης και ανάπτυξης του ερμηνευτικού περιεχομένου των θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος είναι νομίζω κεντρικό καθήκον των συνταγματολόγων. Με αυτές τις παρατηρήσεις μπορούμε να ορίσουμε τρεις σημαντικές πλευρές της αρχής της αμεροληψίας που έθεσε η τελευταία πολιτική επικαιρότητα:
- η διάκριση μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας,
- η διαφοροποίηση της ιδιωτικής από την δημόσια υπόθεση και
- η αποτροπή της σύγχυσής τους
Τα κριτήρια και οι γνώμονες που ισχύουν στη δημόσια σφαίρα ορίζονται από το Σύνταγμα με βάση την αρχή της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις σε συνδυασμό με την αρχή της αξιοκρατίας και επομένως εδώ ισχύει η αρχή της αμεροληψίας, σε αντίθεση με τις ιδιωτικές σχέσεις, όπου εκδηλώνεται π.χ. η φυσική μεροληψία των γονέων προς τα τέκνα.
Ιδιωτική και δημόσια σφαίρα: Η περίπτωση της Τασίας Χριστοδουλοπούλου
Το πρόβλημα της σύγχυσης του δημοσίου με το ιδιωτικό στο πεδίο αυτό, γνωστό ως νεποτισμός, τέθηκε με ένταση από την ωμή ομολογουμένως παραδοχή εκ μέρους της κυρίας Τασίας Χριστοδουλοπούλου ότι αξιοποίησε τις γνωριμίες της για να επιτύχει ευνοϊκή μεταχείριση της κόρης της. Στη συνέχεια, την ομολογία της αυτή συμπλήρωσε μία δήλωση συγγνώμης, η οποία όμως δεν είχε τον χαρακτήρα ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για κάτι που δεν έπρεπε να γίνει, καθότι απευθυνόταν στους κομματικούς της συντρόφους.
Η κυρία Χριστοδουλοπούλου, με την ευθύτητα, την ειλικρίνεια και με την παρρησία της, προσέφερε υπηρεσία, επειδή σπανίζουν οι περιπτώσεις όπου ένας πολιτικός λέει τα πράγματα όπως είναι, χωρίς υποκρισία και χωρίς να επιχειρεί να τα εξωραΐσει με το να τα θέσει σε μία προοπτική εξυπηρέτησης κάποιων υπέρτερων ή υψηλότερων στόχων και επιδιώξεων. Αλλά η ειλικρίνεια, εφόσον δεν συνοδεύεται από ανάληψη πολιτικής ευθύνης, ισοδυναμεί με κυνισμό, ο όποιος βλάπτει και υπονομεύει τους θεσμούς, επειδή διαδηλώνει απερίφραστα την αποδέσμευση της συμπεριφοράς των φορέων δημόσιας εξουσίας από τις αρχές της συνταγματικής νομιμότητας.
Πράγματι, ο κανόνας πως ότι δεν απαγορεύεται επιτρέπεται, δηλαδή η αρχή της ελευθερίας, ισχύει στην ιδιωτική σφαίρα και όχι στην δημόσια, η οποία διέπεται από την αρχή της νομιμότητας. Η παραίτηση της κυρίας Χριστοδουλοπούλου από την υποψηφιότητά της στις εκλογές ήταν συνεπώς αναγκαία συνέπεια της πολιτικής ευθύνης που συνοδεύει την παραβίαση της αμεροληψίας υπέρ του παιδιού της, αλλά βέβαια είχε λανθασμένη αιτιολογία, η οποία έδωσε την εντύπωση ότι ενισχύει τον κυνισμό, αντί να αποφεύγει την υποκρισία. Από την άλλη, με την ειλικρίνεια της, η κυρία Χριστοδουλοπούλου κατέδειξε πόσο αρνητική είναι η πολιτική υποκρισία, όταν έχει το χαρακτήρα απόκρυψης και συγκάλυψης της πραγματικότητας, δηλαδή αδιαφανούς προσβολής των κανονιστικών αρχών που πρέπει να διέπουν σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους την πολιτική συμπεριφορά.
Οι ισορροπίες μεταξύ υποκρισίας και κυνισμού είναι σίγουρα δύσκολες και η προσπάθεια να υπερτονιστεί η υπεροχή στο ηθικό επίπεδο έναντι του πολιτικού αντιπάλου εγκυμονεί υψηλό κίνδυνο να γυρίσει μπούμερανγκ, γιατί η νομή της εξουσίας και η εγγενής ένταση μεταξύ όντος και δέοντος δοκιμάζει αργά ή γρήγορα τις καλύτερες προθέσεις.
Ο συνταγματισμός, ακριβώς για το λόγο αυτό, δεν βασίζεται στην καλή πίστη των κρατούντων άλλα θεσπίζει συνταγματικές εγγυήσεις και κανόνες, που μας προστατεύουν από τον ίδιο μας τον εαυτό σε στιγμές αδυναμίας, και αντίβαρα που ενδυναμώνουν την τήρηση των θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος. Με τι κριτήρια επιλέγονται λοιπόν οι υπάλληλοι της Βουλής και τί θα έπρεπε να γίνεται; Ποια η σχέση πολιτικής μεροληψίας και αμεροληψίας στο πεδίο αυτό;
H αρχής της αμεροληψίας και η επιλογή της δικαστικής ηγεσίας
Η δεύτερη όψη συνταγματικής αμεροληψίας αφορά τις θεσμικές σχέσεις μεταξύ της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, όταν ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι η κυβέρνηση θα παραιτηθεί για να διεξαχθούν άμεσα εκλογές, έτσι ώστε ουσιαστικά να έχει αρχίσει η προεκλογική περίοδος. Συμβιβάζεται με τις επιταγές της συνταγματικής αρχής της αμεροληψίας η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης από το υπουργικό συμβούλιο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου;
Η απάντηση συνδέεται αφενός με τα χαρακτηριστικά που έχει η δικαιοσύνη, η ανεξαρτησία της οποίας υπάρχει χάριν της αμεροληψίας των κρίσεων της, και αφετέρου με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της προεκλογικής περιόδου, οπόταν οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού πρέπει να τηρούνται με ιδιαίτερη προσοχή, συνέπεια και τυπικότητα. Κανονικά, μία απερχόμενη κυβέρνηση, ανεξάρτητα του αν κερδίσει το κόμμα της ή χάσει τις εκλογές, οφείλει να μην προκαταλαμβάνει την επόμενη κυβέρνηση, που θα έχει νωπή και ανανεωμένη λαϊκή εντολή, διορίζοντας τα μέλη της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Διαφορετικά, δίνεται η εντύπωση ότι η απερχόμενη κυβέρνηση προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο της δικαιοσύνης για την περίπτωση εκλογικής της ήττας, κάτι που μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία ενόψει και του άρθρου 86 του Συντάγματος για την ποινική ευθύνη των υπουργών.
Με δεδομένη την ανάθεση από το Σύνταγμα της επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης από το υπουργικό συμβούλιο, για την οποία ανάθεση μπορεί κανείς να έχει εύλογες και σοβαρές αντιρρήσεις, η αρχή της θεσμικής αμεροληψίας επιβάλλει την επιλογή της νέας ηγεσίας της δικαιοσύνης να μην την πράξει η απερχόμενη κυβέρνηση, αλλά αυτή που θα προκύψει από τις εκλογές, επειδή ακριβώς σκοπός του Συντάγματος είναι να δημιουργήσει ένα σημείο επαφής και διασταύρωσης μεταξύ της δημοκρατικά νομιμοποιημένης εκτελεστικής εξουσίας και της δικαστικής εξουσίας, όπως ήδη έχει επισημανθεί από άλλους συναδέλφους.
Η αμεροληψία στο σημείο αυτό έγκειται στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου η απερχόμενη κυβέρνηση δεν θα στερήσει από την επόμενη τη δυνατότητα να αναδείξει εκείνη την ηγεσία της δικαιοσύνης. Σε τελική ανάλυση, η αρχή της αμεροληψίας υπάρχει χάριν του ελληνικού λαού και ρυθμίζει τις αμοιβαίες σχέσεις των κομμάτων και τον τρόπο που η κυβέρνηση ασκεί τις εξουσίες της, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα επιρροής του ελληνικού λαού, μέσω των επικείμενων εκλογών, στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης.
Η αρχή της αμεροληψίας και απαγόρευση για σπάσιμο του εμπάργκο απέναντι στον ΣΚΑΪ
Η τρίτη όψη της αρχής της αμεροληψίας που πρέπει να μας απασχολήσει πέρασε απαρατήρητη, αλλά παρουσιάζει αξιοσημείωτο ενδιαφέρον. Πρόκειται για τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι όποιο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ σπάσει το εμπάργκο και συμμετάσχει σε πάνελ του ΣΚΑΪ δεν έχει θέση στα ψηφοδέλτια του κόμματος. Βεβαίως είναι σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί να πάρει μέρος σε ένα ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα χωρίς τη θέληση του. Καθένας μας έχει το δικαίωμα να επιλέξει που, πότε και με ποιους θα συνομιλήσει, επί ενός θέματος της αποδοχής του.
Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει και την αρνητική όψη. Μπορώ να μην συνομιλώ με κάποιον. Εδώ τίθεται το ζήτημα της αμεροληψίας των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Η αντίδραση του κυβερνώντος κόμματος στην υποτιθέμενη έλλειψη αμεροληψίας του σταθμού πήρε τη μορφή άρνησης συμμετοχής των στελεχών του στις εκπομπές γνώμης του σταθμού. Από αυτό πρέπει, όμως, να διακρίνουμε την απαγόρευση, με την απειλή πολιτικών κυρώσεων, από τον αρχηγό του κόμματος και εν ενέργεια πρωθυπουργό σε πολιτευτές να συμμετάσχουν, παρότι θα το ήθελαν, σε τηλεοπτικές εκπομπές του σταθμού.
Το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 15 το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο για να αναλάβει και να επιλύσει προβλήματα παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας από τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Ενώ βέβαια δεν μπορεί να υποχρεωθεί ένα κόμμα να συμπεριλάβει κάποιον ως υποψήφιο του στα ψηφοδέλτια, αυτό δε σημαίνει ότι η πολιτική απαγόρευση με μία τέτοια πολιτική κύρωση είναι άνευ ετέρου θεμιτή. Γεγονός είναι πάντως ότι στο ελληνικό σύστημα δεν υπάρχει νομική προστασία απέναντι σε μία τέτοια παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, επειδή η εσωκομματική δημοκρατία και η καταστατική αυτονομία των κομμάτων λειτουργούν έτσι, ώστε να εμποδίζεται οποιαδήποτε παρέμβαση στο εσωτερικό τους.
Τα όρια των εκλογικών δαπανών
Πέρα όμως από τα τρία αυτά θέματα που έθεσε η επικαιρότητα υπάρχει και ένα τέταρτο που ίσως είναι και το πιο σοβαρό: πρόκειται για την θέσπιση ανώτατων ορίων εκλογικών δαπανών για τα κόμματα και τους υποψήφιους βουλευτές. Προφανώς η ανάγκη επιβολής τέτοιων ορίων είναι αδιαμφισβήτητη, προκειμένου να διαφυλάσσεται η ισότητα της ψήφου στο μετρό του δυνατού και να αποτρέπεται η μετατροπή του πλούτου σε εκλογικό πλεονέκτημα που διαταράσσει την ισοδυναμία της ψήφου.
Έχει όμως κρίσιμη σημασία και είναι σπουδαία ανάγκη τα όρια των εκλογικών δαπανών να ορίζονται σε ρεαλιστικό επίπεδο, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται συνθήκες αδιαφάνειας. Μόνον εάν τα όρια των εκλογικών δαπανών ανταποκρίνονται στην οικονομική πραγματικότητα, υπάρχει περίπτωση να επιβληθεί αποτελεσματικός έλεγχός τους. Διαφορετικά, πάντα κάποιος τρόπος θα βρίσκεται για να συγκαλύπτεται η αλήθεια.
Το ζήτημα αυτό δείχνει το βάθος και την έκταση του προβλήματος στη σχέση μεταξύ υποκρισίας και κυνισμού. Το μαύρο χρήμα στην πολιτική μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο εάν οι προεκλογικές δαπάνες δεν ορίζονται τόσο χαμηλά για λόγους υποκριτικούς, έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον καθένα να πει κυνικά ότι «δεν φταίω εγώ, αλλά το σύστημα και οι κανόνες που θέτει». Δίνεται τότε το καλύτερο άλλοθι σε όσους επιχειρούν να αποσείσουν τις ευθύνες τους, λέγοντας ότι η πραγματική επιλογή και το δίλημμα που αντιμετωπίζουν είναι ανάμεσα στο να μετάσχουν στην πολιτική ή στο να απόσχουν, επειδή ούτως ή άλλως οι οριζόμενες ανώτατες δαπάνες είναι εξωπραγματικά χαμηλές.
Βεβαίως τίθεται και εδώ σοβαρότατο ζήτημα αμεροληψίας, επειδή γίνεται ανεκτή στην πράξη, με διάφορους λιγότερο η περισσότερο αδιαφανείς τρόπους, η παραβίαση και η καταστρατήγηση κανόνων που σκοπό έχουν ακριβώς να εξασφαλίσουν την πολιτική αμεροληψία της εκλογικής διαδικασίας μεταξύ των διαφόρων υποψηφίων και κομμάτων.
Η απόσταση του όντος από το δέον
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις γίνεται φανερό ότι εμφιλοχωρεί η ένταση μεταξύ του όντος και του δέοντος με την οποία συνδέεται και το ζήτημα της υποκρισίας και του κυνισμού. Αν θέλουμε να ασκήσουμε την εξουσία με αμερόληπτο τρόπο, αυτό συνεπάγεται ορισμένες δεσμεύσεις και περιορισμούς. Μπορεί να ανταποκριθούμε σε αυτό το βάρος, παρότι πολιτικά, κομματικά, δεν συμφέρει. Είναι όμως δύσκολο να έχουμε και τα δύο, δηλαδή τόσο το ηθικό πολιτικό επιχείρημα ότι είμαστε αμερόληπτοι, όσο και το επιθυμητό αποτέλεσμα να κάνουμε αυτό που μας συμφέρει πολιτικά και προτιμούμε κομματικά.
Αν η απόσταση του όντος από τον δέον αποδειχθεί πολύ μεγάλη, τότε θα αποκαλυφθεί η υποκρισία μας κι αν δεν αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη, τότε θα κινδυνεύσουμε να κατηγορηθούμε για κυνισμό. Μέσα στην λειτουργία αυτού του πεδίου έντασης, θα υπάρξουν ορισμένες θεσμικές πρακτικές ή συνθήκες του πολιτεύματος, οι οποίες ενδέχεται να παγιωθούν, να αποκτήσουν κανονιστική δεσμευτικότητα και να καταστούν κεκτημένο της πολιτικής μας πρακτικής και της κοινοβουλευτικής μας ζωής. Με τον τρόπο αυτό η συνταγματική μας τάξη μπορεί να αναβαθμιστεί.
Είναι κάτι που οπωσδήποτε το έχει ανάγκη, επειδή έχει πέσει (μετά μάλιστα και από την κρίση) σε πάρα πολύ χαμηλά επίπεδα κοινοβουλευτικής πρακτικής. Είναι προς το κοινό συμφέρον όλων μας, αλλά πάνω απ’ όλα προς το συμφέρον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας, που είναι η ραχοκοκαλιά της συλλογικής μας ύπαρξης, να κάνουμε ό,τι μπορούμε προκειμένου να ενδυναμώσουμε το κανονιστικό νόημα της αρχής της αμεροληψίας στην πολιτική μας ζωή, ενισχύοντας την πολιτική ευθύνη για τις παραβιάσεις της και αποφεύγοντας τόσο την υποκρισία όσο και τον κυνισμό.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δικηγόρος