Ερώτηση Πολίτη:
- Ποιες οι νομικές και φιλολογικές έννοιες της ιθαγένειας και της υπηκοότητας;
- Υπάρχει απόσταση μεταξύ των ερμηνειών και αν ναι, γιατί;
- Υπάρχει κατεύθυνση/οδηγία/υποχρέωση που να απορρέει από το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ή ευρωπαϊκούς Θεσμούς αναφορικά με κτήση ιθαγένειας ή υπηκοότητας στα κράτη μέλη;
- Κάθε μέλος είναι ελεύθερο να καθορίσει τα κριτήρια κτήσης;
Απάντηση:
Οι όροι ιθαγένεια και υπηκοότητα έχουν ακριβώς την ίδια σημασία. Και οι δύο δηλώνουν τη σχέση του ανθρώπου με το κράτος στο λαό του οποίου αυτός ανήκει, είναι δηλαδή πολίτης. Στα ελληνικά λοιπόν, ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, ιθαγένεια και υπηκοότητα είναι συνώνυμα.
Στην ελληνική πολιτική ιστορία, η χρήση του όρου ιθαγένεια (ιθυς+γένος) παραπέμπει στο ορθόδοξο γένος, στη θρησκευτική κοινότητα των επαναστατημένων ορθόδοξων που σταδιακά μεταμορφώνεται στο ελληνικό έθνος κατά τη διάρκεια της του δέκατου ένατου αιώνα.
Ο όρος υπηκοότητα (υπό+ακοή) έχει μοναρχική προέλευση και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα, όταν επί βασιλείας χρησιμοποιούσαμε τον όρο «υπήκοος» και όχι «πολίτης», ώστε να εκφράσουμε την υποδούλωση στην κυριαρχία του εξουσιαστή. Για το λόγο αυτό, πολιτειακά είναι πιο αποδεκτός ο όρος «ιθαγένεια», αλλά και η «υπηκοότητα» είναι νομικά και διοικητικά δόκιμος όρος.
Ο ρόλος του κράτους στην κτήση ή απώλεια της ιθαγένειας
Στη νομική θεωρία, η ιθαγένεια αποτελεί κριτήριο βάσει του οποίου συγκροτείται ο λαός, που μαζί με την εξουσία και την επικράτεια συγκροτούν το κράτος, είναι δηλαδή ο δεσμός του ατόμου με την πολιτεία στην οποία ανήκει. Το ίδιο ισχύει και στη διοικητική πρακτική, όπου βλέπουμε ότι ο όρος ιθαγένεια έχει παγιωθεί στον επίσημο θεσμικό λόγο.
Ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός του ατόμου προς το κράτος με το οποίο το άτομο καθίσταται μέρος του λαού. Ο δεσμός αυτός δημιουργείται και καθορίζεται αποκλειστικά από το εσωτερικό δίκαιο του κράτους. Κάθε κράτος ορίζει πως αποκτά και πως χάνει κάποιος την ιθαγένειά του, με άλλα λόγια το ποιος είναι και ποιος δεν είναι πολίτης μιας χώρας είναι θέμα που ανήκει στον πυρήνα της κυριαρχίας του κάθε κράτους.
Η ιθαγένεια αποκτάται είτε με τη γέννηση (αρχική ιθαγένεια) είτε μεταγενέστερα (επίκτητη ιθαγένεια). Για την απονομή της αρχικής ιθαγένειας, τα κράτη υιοθετούν κατά βάση δύο συστήματα είτε το δίκαιο του αίματος είτε το δίκαιο του εδάφους.
Το δίκαιο του αίματος είναι η τεχνική κτήσης της ιθαγένειας των γονέων ή του γονέα από το τέκνο. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος απόδοσης και αναπαραγωγής κάθε ιθαγένειας και για το λόγο αυτόν δεν υπάρχει κράτος που να μην έχει δίκαιο του αίματος. Παράλληλα όμως έχουμε πολιτείες στις οποίες συνυπάρχει με το δίκαιο του εδάφους, που ουσιαστικά προβλέπει αυτόματη ή ημιαυτόματη κτήση της ιθαγένειας υπό προϋποθέσεις για τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στο έδαφος της χώρας. Αυτόματο δίκαιο του εδάφους, δηλαδή αυτοδίκαιη κτήση της ιθαγένειας με τη γέννηση, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει στην Ευρώπη. Υπήρχε στην Ιρλανδία ως το 2004 όπου και καταργήθηκε με δημοψήφισμα.
Πλέον στην Ευρώπη έχουμε αυτό που ονομάζεται “δίκαιο της διαμονής” jus domicili. Αυτό ισοδυναμεί με την κτήση της ιθαγένειας του κράτους στο οποίο ζει, κοινωνικοποιείται και ανατρέφεται κανείς. Η ιθαγένεια εδώ είναι αγώγιμο δικαίωμα. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις το κράτος δεν μπορεί να την αρνηθεί. Αυτό υπάρχει στη χώρα μας από το 2010 και με το σύντομο διάλειμμα που επιβλήθηκε από μια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2013 υπάρχει εκ νέου από το 2015.
Τέλος, όλα τα κράτη προβλέπουν στη νομοθεσία τους, την υπό όρους δυνατότητα να αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη ο ενήλικας κατόπιν αίτησής του: αυτή η πράξη είναι η πολιτογράφηση. Είναι μια σύνθετη διοικητική διαδικασία που διαρκεί αρκετό καιρό και καταλήγει στην απόφαση του κράτους να αποδώσει την ιθαγένεια εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πληροί τις προδιαγραφές που το κράτος επιθυμεί.
Η απονομή ιθαγένειας, λοιπόν, ανήκει στην εξουσία του κράτους, το οποίο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα τόσο για τη χορήγηση αυτής όσο και για τα δικαιώματα που θα απορρέουν από αυτή. Στην πολιτογράφηση το κράτος ασκεί ένα κατεξοχήν κυριαρχικό δικαίωμα με την ένταξη ενός προσώπου στον λαό του και με την απονομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Ιθαγένεια ως μέρος της ευρύτερης κυβερνητικής πολιτικής
Συνήθως, τα Συντάγματα των διαφόρων κρατών δε ρυθμίζουν ζητήματα που άπτονται κτήσης ή αφαίρεσης ιθαγένειας. Αναθέτουν τη σχετική αρμοδιότητα στον κοινό νομοθέτη, ώστε η ιθαγένεια να γίνεται ευκολότερα αντικείμενο της ευρύτερης κυβερνητικής πολιτικής. Ορισμένα ζητήματα, ωστόσο, ρυθμίζονται από διεθνείς συμβάσεις (όπως η Σύμβαση του ΟΗΕ για τη Μείωση της Ανιθαγένειας [1961, σε ισχύ από το 1975] καθώς και στην κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης περί Ιθαγένειας [1997, σε ισχύ από το 2000], την οποία η Ελλάδα έχει υπογράψει από την 06/11/1997).
Η Συνθήκη της Λισαβόνας και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. κατοχύρωσαν τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις που απορρέουν από την ιθαγένεια της Ε.Ε. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η ελευθερία των πολιτών να μετακινούνται, να διαμένουν, να εργάζονται σε άλλες χώρες της Ε.Ε., και να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, δηλαδή η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης αποκτάται αυτόματα με την κτήση της εθνικής ιθαγένειας και αφαιρείται αυτόματα με την απώλεια της τελευταίας με οποιοδήποτε τρόπο.
Γεωργία Σπυροπούλου
Δικηγόρος, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου