Ερώτηση Πολίτη:
Η συνεχής φορολογική αναπροσαρμογή αντιβαίνει στο πνεύμα της οικονομικής ισότητας ή όχι και για ποιους λόγους;
Απάντηση:
Κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε ότι το ισχύον Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει την οικονομική ισότητα, τουναντίον μάλιστα, κατοχυρώνει την ελεύθερη συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ. 1), η οποία εξ ορισμού γεννά οικονομική ανισότητα. Αυτό που, πιθανότατα, εννοεί ο ερωτών πολίτης με τον όρο «οικονομική ισότητα» είναι η ισότητα απέναντι στον νόμο (άρθρο 4 παρ. 1 Σ), η αρχή ισότητας ενώπιον των φορολογικών (και εν γένει δημοσίων) βαρών (άρθρο 4 παρ. 5 Σ), το δικαίωμα στην περιουσία (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ), καθώς και η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, η οποία επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων.
Εν όψει των ανωτέρω, λοιπόν, η απάντηση που προσήκει στο ερώτημα είναι σαφώς ναι, οι συνεχείς ανατροπές στο φορολογικό καθεστώς των πολιτών, τόσο με τη συνεχή ψήφιση νέων φορολογικών νόμων όσο και με την ανομοιομορφία στην εφαρμογή τους από τη Φορολογική Διοίκηση, φαινόμενο το οποίο έχει διογκωθεί τα τελευταία χρόνια, παραβιάζουν τα παραπάνω συνταγματικά δικαιώματα και αρχές, «αντιβαίνουν στο πνεύμα τους», κατά τη διατύπωση της ερώτησης.
Αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία και παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων και αρχών
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους τις παραβιάζουν, πολύ συνοπτικά θα εκθέσουμε τους σημαντικότερους: Κατ’ αρχάς, το σταθερό φορολογικό περιβάλλον αλλά και η ενιαία, εναρμονισμένη εφαρμογή της νομοθεσίας από τη Φορολογική Διοίκηση είναι για κάθε διοικούμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ένα σοβαρό ζητούμενο και η έλλειψη αυτού προκαλεί σοβαρές στρεβλώσεις, αδικίες και ανισότητες, καθώς και ανατροπές στον οικονομικό, οικογενειακό προγραμματισμό και εν γένει προγραμματισμό ζωής των πολιτών.
Από κάποια πολύ μεγάλη πολυεθνική και το αν θα επενδύσει, πού θα επενδύσει και τι έκτασης επένδυση θα είναι αυτή μέχρι τους ανθρώπους που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα και καλούνται να επιλέξουν, λόγου χάρη, αν θα ανοίξουν μια ατομική επιχείρηση, αν θα εργαστούν κάπου με σχέση εξαρτημένης εργασίας, με σύμβαση έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών («μπλοκάκι»), αν θα αγοράσουν ή αν θα μισθώσουν ή αν θα πουλήσουν ή αν θα εκμισθώσουν ένα ακίνητο, αν θα επιχειρήσουν να συμμετάσχουν σε έναν δημόσιο διαγωνισμό για διορισμό ή θα απασχοληθούν στον ιδιωτικό τομέα και ούτω καθ’ εξής, μία από τις βασικές παραμέτρους που πάντα λαμβάνονται υπ’ όψιν για τέτοιες αποφάσεις ζωής είναι το ζήτημα των φορολογικών βαρών. Συνεπώς, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η συνεχής, αιφνιδιαστική, βίαιη και απροειδοποίητη αλλαγή στη φορολογική μεταχείριση μπορεί να ανατρέψει τελείως τον οικονομικό, οικογενειακό προγραμματισμό και εν γένει προγραμματισμό ζωής ενός πολίτη.
Δεύτερος λόγος που οι συνεχείς αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία παραβιάζουν τις προαναφερθείσες αρχές είναι το ότι προκαλούν μία αβεβαιότητα στον πολίτη περί του αν είναι «εντάξει» στις υποχρεώσεις του απέναντι στο κράτος. Η εξουσία που έχει το κράτος, ρητά εκ του Συντάγματος, να φορολογεί αναδρομικά μέχρι και το προηγούμενο του τρέχοντος οικονομικό έτος, όπερ σημαίνει, πρακτικά, μέχρι και δύο χρόνια πίσω στο παρελθόν, καθώς και συνεχείς διαδοχικοί νόμοι που ψηφίζονταν και παρέτειναν, κατ’ εξαίρεση, την προθεσμία παραγραφής αξιώσεων του Δημοσίου κατά ένα έτος, κατόπιν κατά ένα ακόμα κ.ο.κ., δημιουργούν ένα κλίμα ανασφάλειας, ότι μπορεί να προκύψει ανά πάσα στιγμή νέα φορολόγηση που αφορά σε παρελθόντα έτη, καθώς και εκκρεμείς φορολογικές υποχρεώσεις που ο διοικούμενος φανταζόταν ότι είχαν παραγραφεί.
Ως προς το τελευταίο, το ΣτΕ, με την υπ’ αριθμ. 1738/2017 Απόφαση της Ολομέλειάς του, έκρινε το ζήτημα υπέρ των φορολογουμένων, καθώς απεφάνθη ότι οι με ειδικό νόμο διαδοχικές παρατάσεις στην προθεσμία παραγραφής αξιώσεων του Δημοσίου αντίκεινται στο Σύνταγμα. Το να προκύπτουν, μάλιστα, φορολογικές εκκρεμότητες έχει ασφαλώς και πρακτικές δυσμενείς συνέπειες, όπως η μη δυνατότητα έκδοσης φορολογικής ενημερότητας, η επιβάρυνση με τόκους και προσαυξήσεις, οι κατασχέσεις κλπ.
Ένας τρίτος λόγος είναι ότι η πολυνομία, η ασάφεια και οι επικαλυπτόμενες διατάξεις προκαλούν σύγχυση ως προς τα ισχύοντα, τόσο στους διοικουμένους όσο και στη Φορολογική Διοίκηση, με αποτέλεσμα να είναι πολύ συχνά (ενίοτε και σκοπίμως) η εφαρμογή της νομοθεσίας εσφαλμένη και παράνομη και να οδηγεί σε αδικίες και άνιση μεταχείριση των πολιτών (πχ διαφορετική από ΔΟΥ σε ΔΟΥ).
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτέλεσε περίπτωση φορολογουμένου ο οποίος έκανε έναρξη επαγγέλματος (δικηγόρου) μετά την 1/1/2013 και άρα εδικαιούτο απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος για πέντε έτη, σύμφωνα με σχετική διάταξη, η Φορολογική Διοίκηση όμως επέβαλε κανονικά το τέλος επιτηδεύματος, καθώς ο φορολογούμενος βρέθηκε να έχει κάνει πολύ παλαιότερα, το 2007, έναρξη εντελώς διαφορετικής επαγγελματικής δραστηριότητας, την οποία διέκοψε μόλις μετά πέντε μήνες. Το ΣτΕ έκρινε και εδώ υπέρ του φορολογουμένου με την υπ’ αριθμ. 89/2019 Απόφαση του Β’ Τμήματος.
Συμπερασματικά, η απάντηση είναι πως ναι, η συνεχής φορολογική αναπροσαρμογή, η συνεχής, δηλαδή εισαγωγή νέων, αποσπασματικών ρυθμίσεων που εν μέρει καταργούν τις προηγούμενες, εν μέρει τις διατηρούν και που καταλαμβάνουν μία μερίδα των διοικουμένων και αφήνουν έξω άλλη που τελεί υπό σχεδόν πανομοιότυπη πραγματική και νομική κατάσταση, σαφώς και παραβιάζουν την ισότητα απέναντι στον νόμο και την ισότητα ενώπιον των φορολογικών βαρών.
Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η εισαγωγή απλής, σαφούς, σταθερής και ενιαίας για όλους φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής της έναντι όλων από τη Φορολογική Διοίκηση. Τούτο βέβαια επ’ ουδενί αναιρεί την εξουσία που πρέπει να έχει κάθε κυβέρνηση, στα πλαίσια της λαϊκής κυριαρχίας, να εφαρμόζει τη δική της φορολογική πολιτική, την οποία έχει λάβει λαϊκή εντολή να εφαρμόσει.
Κωνσταντίνος Σπηλιακόπουλος
Δικηγόρος