Πρώτη Περίπτωση: Να υπάρξει πρώτο κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία βουλευτικών εδρών
Σε περίπτωση που το πρώτο κόμμα στις βουλευτικές εκλογές εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή (151 έδρες), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται, σύμφωνα με την αρχή της δεδηλωμένης (άρθρο 37 παρ. 2. εδ. α΄ Σ.), να δώσει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον αρχηγό του.
Με τον όρο «κόμμα» εννοείται και ο συνασπισμός κομμάτων, ακόμα και αν η μεταξύ τους συμφωνία επιτευχθεί μετά τις εκλογές, ύστερα, ωστόσο, από δημόσιες δηλώσεις των αρχηγών των κομμάτων, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που θα κληθεί να δώσει την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον επικεφαλής του συνασπισμού. Η ορκωμοσία του Πρωθυπουργού και στη συνέχεια της Κυβέρνησής του γίνεται σε διάστημα λίγων ημερών από την ανάθεση της εντολής.
Δεύτερη Περίπτωση: Να μην υπάρξει κόμμα με απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία
Σε περίπτωση που κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να αναθέσει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του πρώτου σε δύναμη εδρών κόμματος, αυτού δηλαδή που κατέχει τη σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία (άρθρο 37 παρ. 2 εδ β΄ Σ.).
Αν η εντολή δεν τελεσφορήσει, δεν σταθεί δηλαδή δυνατό, κατόπιν των σχετικών συνεννοήσεων μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων, να μετατραπεί σε εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα αναθέσει τη διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε δύναμη εδρών κόμματος και, σε περίπτωση νέας αδυναμίας σχηματισμού Κυβέρνησης, στον αρχηγό του τρίτου κόμματος (άρθρο 37 παρ. 3 εδ. α΄ Σ.).
Για να διαπιστωθεί από τον αρμόδιο προς τούτο Πρόεδρο της Δημοκρατίας η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης θα πρέπει να προκύπτει σαφώς από τις δημόσιες δηλώσεις των κομμάτων ή και βουλευτών ότι η εν λόγω Κυβέρνηση είναι σε θέση να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.
Η λήψη της ψήφου εμπιστοσύνης
Ακολούθως, για να λάβει η Κυβέρνηση, είτε στο πρώτο, είτε στο δεύτερο σενάριο, την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, πρέπει, μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού (άρθρο 84 παρ. 1 Σ.), να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν πρέπει να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού τους (120 βουλευτές, άρθρο 84 παρ. 6 Σ.). Σε μια τέτοια περίπτωση, η οποία καθίσταται δυνατή δια της «ανοχής» προς την Κυβέρνηση, δηλαδή την απουσία βουλευτών από την ψηφοφορία, έχουμε Κυβέρνηση ανοχής/μειοψηφίας.
Έχει υποστηριχθεί στη θεωρία (από τον Δ. Τσάτσο) ότι Κυβέρνηση που ζητά ψήφο εμπιστοσύνης για πρώτη φορά πρέπει να λάβει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή 151 ψήφους), αλλά η άποψη αυτή δεν ευσταθεί, διότι το Σύνταγμα έχει ως σκοπό τον σχηματισμό Κυβέρνησης και το άρθρο 84 παρ. 6 Σ. δεν κάνει τη σχετική διάκριση. Σε κάθε περίπτωση, πότε στην Μεταπολίτευση δεν τέθηκε το ζήτημα αυτό, καθώς δεν υπήρξε κυβέρνηση μειοψηφίας.
Τρίτη Περίπτωση: Αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης και νέες βουλευτικές εκλογές
Εάν δεν ευδοκιμήσει κανένα από τα δύο πρώτα σενάρια, αποτύχουν οι διερευνητικές εντολές και επιβεβαιωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Σ., ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης, τότε το Σύνταγμα προβλέπει νέες βουλευτικές εκλογές. Αυτές θα τις διενεργήσει, είτε μια «οικουμενική» Κυβέρνηση, στον σχηματισμό της οποίας πρέπει να συναινέσουν όλα τα κόμματα της Βουλής, είτε, σε περίπτωση που αυτό δεν καταστεί εφικτό, μια «υπηρεσιακή» Κυβέρνηση ευρύτερης αποδοχής, με Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο).
Είναι προφανές, ότι τόσο η οικουμενική, όσο και η υπηρεσιακή Κυβέρνηση, είναι μεν κανονικές, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη νομολογία, Κυβερνήσεις, οι οποίες ασκούν πλήρως τα συνταγματικά καθήκοντά τους, ωστόσο σχηματίζονται για να διενεργήσουν και να διασφαλίσουν τις εκλογές, ομαλά και αδιάβλητα, και όχι για να κυβερνήσουν σε βάθος χρόνου, ούτε, βέβαια, ζητούν ψήφο εμπιστοσύνης. Έτσι, στο διάστημα αυτό, αυτοδεσμεύονται ηθικοπολιτικά να διεκπεραιώσουν τις «τρέχουσες» υποθέσεις, στο όνομα της συνέχειας του Κράτους.
Γιώργος Καραβοκύρης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ.