Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 σηματοδοτούν τη λήξη μιας δεκαετίας που άρχισε με τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου του 2009. Μία δεκαετία από τις πιο ταραγμένες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, με αιχμές – χωρίς αμφιβολία – τα έτη 2010 (de facto χρεωκοπία και προσφυγή στο ΔΝΤ με είσοδο στο Μνημόνιο), 2012 (διπλές εκλογές σε συνθήκες φοβερής έντασης που οδήγησαν σε πλήρη ανατροπή του πολιτικού σκηνικού) και βέβαια τον δραματικό Ιούλιο του 2015 (όταν κορυφώθηκε η κρίση με το δημοψήφισμα και το 3ο Μνημόνιο).
Ενώ κατά την περίοδο 2012-2015 όλα έδειχναν ότι η εποχή της Μεταπολίτευσης έκλεισε ανεπιστρεπτί, οι εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 φαίνεται να σηματοδοτούν την μερική αναβίωση και επαναφορά της, βέβαια αυτή τη φορά πιο προσγειωμένη, μετά από τη βαθειά οικονομική κρίση. Η Νέα Δημοκρατία άνοιξε την εποχή το 1974 και σημαδεύει την ανθεκτικότητά της το 2019.
Η ιστορικότητα του Συντάγματος και οι στρατηγικές επιλογές της Μεταπολίτευσης
Η εποχή της Μεταπολίτευσης είναι συνυφασμένη με το Σύνταγμα του 1975, όπως διαμορφώθηκε ιδίως μετά την κατάργηση των προεδρικών εξουσιών το 1986. Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 δείχνουν τη αξιοθαύμαστη ικανότητα του Συντάγματος αυτού να απορροφά τις εντάσεις και να επιβιώνει κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Οι λόγοι, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, έχουν να κάνουν, αφενός, με τις στρατηγικές επιλογές της Μεταπολίτευσης, οι οποίες, όχι μόνο δεν διαψεύστηκαν, αλλά επιβεβαιώθηκαν το 2015, και, αφετέρου, με τον θεσμικό σχεδιασμό της δημοκρατικής ανάδειξης της εξουσίας.
Οι στρατηγικές επιλογές καθορίζουν την ιστορικότητα του Συντάγματος, όχι τόσο από την άποψη της ιστορικής συγκυρίας και των δυνάμεων που οδήγησαν στη γένεσή του, δηλαδή παραγόντων που ανάγονται στο παρελθόν, αλλά από την άποψη της προβολής του Συντάγματος στο μέλλον.
Η προβολή αυτή πρέπει να είναι ολοκληρωμένη, καλύπτοντας τουλάχιστον τρία αλληλένδετα θέματα:
- την εθνική κυριαρχία που συνδέεται με την ασφάλεια του κράτους,
- την κοινωνικοοικονομική προοπτική της κοινωνίας και του κράτους και
- τη δημοκρατική νομιμοποίηση της εξουσίας με τη διασφάλιση των κατακτήσεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπό όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες δίνουν τις στρατηγικές απαντήσεις του συντακτικού νομοθέτη σε αντίστοιχα θεμελιώδη αιτήματα: ειρήνη, κοινωνική ευημερία, πολιτική ελευθερία. Πρακτικά, καθορίζουν τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας, την ένταξή της στο διεθνές οικονομικό σύστημα των αγορών του σύγχρονου καπιταλισμού και την τήρηση των παραδόσεων του δημοκρατικού συνταγματισμού.
Ο θεσμικός σχεδιασμός εκφράζει τη νομικοπολιτική λογική που διέπει το Σύνταγμα για την οργάνωση των σχέσεων κοινωνίας, κράτους και εξουσίας, έτσι ώστε η εξουσία να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη και ελεγχόμενη από τις αναγκαίες θεσμικές εγγυήσεις και τα αντίβαρα, προκειμένου η κοινωνία να απολαμβάνει την πολιτική ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα στα πλαίσια του κράτους δικαίου.
Η ιστορικότητα του Συντάγματος του 1975, και επομένως της εποχής της Μεταπολίτευσης, συνοψίζεται στη στρατηγική επιλογή της Ευρώπης ως του μόνου υπαρκτού και πρόσφορου περιβάλλοντος για την ειρήνη, την ευημερία και την πολιτική ελευθερία. Εξάλλου, ο θεσμικός σχεδιασμός του Συντάγματος του 1975 συνοψίζεται σε μία στοιχειώδη και απλουστευτική, αν όχι κάπως απλοϊκή λογική: ο λαός εκλέγει ο ίδιος τον πρωθυπουργό και αναδεικνύει την κυβέρνηση μέσω των βουλευτικών εκλογών.
Στο πρωθυπουργοκεντρικό μας σύστημα ο πρωθυπουργός συγκεντρώνει τη συνολική πολιτική ευθύνη για το μέλλον της χώρας και τις επιλογές της κυβέρνησής του, έστω και αν αυτό συνεπάγεται εξασθένηση των θεσμικών αντιβάρων της εξουσίας. Η προσωπική ευθύνη του πρωθυπουργού είναι ακέραιη, ιστορική και δεν επιμερίζεται σε άλλους θεσμούς, ισχύει δε για όσο χρόνο ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του έχουν την εμπιστοσύνη της Βουλής. Καταλυτικός παράγοντας στο σύστημα αυτό είναι ο εκλογικός νόμος που πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα, έτσι ώστε να είναι λειτουργικός ο δικομματισμός, κατά το παραδοσιακό αγγλικό κοινοβουλευτικό πρότυπο.
Αποκατάσταση των γνωρισμάτων της Μεταπολίτευσης
Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 χαρακτηρίστηκαν από την αποκατάσταση ορισμένων από τα πλέον διακριτά γνωρίσματα της Μεταπολίτευσης: εντονότερα από κάθε άλλη φορά, ο Αλέξης Τσίπρας σήκωσε προσωπικά το βάρος του προεκλογικού αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνοντας ότι η επιλογή επικεντρώνεται στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, το ίδιο δε έπραξε ως ένα βαθμό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο δικομματισμός ενισχύθηκε σημαντικά και έχουμε και πάλι μονοκομματική κυβέρνηση, τη στιγμή που πριν από λίγο καιρό νομίζαμε ότι η εποχή της αυτοδυναμίας των μονοκομματικών κυβερνήσεων παρήλθε και είχαμε εισέλθει στον καιρό των συμμαχικών κυβερνήσεων.
Τέλος, μετά από τρία Μνημόνια, ένα πράσινο, ένα γαλάζιο και ένα ανοιχτό κόκκινο, επιβεβαιώθηκε και είναι πλέον δεδομένη η ανάγκη συνεργασίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς οικονομικής διακυβέρνησης, για να μη βρεθεί η χώρα σε στρατηγικό κενό, το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο όλες τις πτυχές της ευρωπαϊκής στρατηγικής επιλογής, αναφορικά με τις διεθνείς συμμαχίες της, την αποτροπή της πλήρους κοινωνικοοικονομικής κατάρρευσης και την κατάλυση των δικαιωμάτων των πολιτών από τις υπερεξουσίες που θα είχε το κράτος σε κάθε εκδοχή εξόδου από την ευρωζώνη και επιστροφής στη δραχμή (Plan B).
Παράλληλα, η θεσμική λογική του Συντάγματος του 1975 δοκιμάστηκε και επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Όπως άφησε ορθάνοικτο τον δρόμο του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία, μέσα από τις εκλογές, με τον ίδιο ομαλό και απλό τρόπο επανέφερε τη Νέα Δημοκρατία: απλές και στοιχειώδεις λειτουργίες και διαδικασίες (παρεμπιπτόντως, εδώ εντάσσεται και η εκλογική συρρίκνωση του αποκρουστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής ή και των πάλαι ποτέ συγκυβερνώντων Ανεξάρτητων Ελλήνων – ήλθαν και παρήλθαν).
Ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται, αλληλεξαρτάται και ανατροφοδοτείται η δυναμική της στρατηγικής με τη θεσμική διάσταση του Συντάγματος του 1975 είναι, τουλάχιστον στα μάτια μου, εντυπωσιακός. Συνοψίζεται στο «ζην επικινδύνως», το vivere pericolosamente!
Το στρατηγικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι δυστυχώς άκρως πραγματικό και όσο πάει ο καιρός τείνει να γίνει ακραίως πιεστικό: οι δημογραφικές, οικονομικές και στρατιωτικές ισορροπίες του Ελληνικού Κράτους, σε σχέση με τους εν δυνάμει αντιπάλους του, είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν το στρατηγικό κενό, μακριά από την Ευρώπη.
Το μεταναστευτικό ρεύμα απλά κάνει την εικόνα ακόμη πιο σύνθετη και σοβαρή. Απέναντι στο απειλητικό αυτό περιβάλλον, η «επικίνδυνη» θεσμική επιλογή του Συντάγματος βασίζεται, όπως είπαμε, στην συγκέντρωση όλης της ευθύνης στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, ο οποίος νοιώθει στους ώμους το βάρος της ιστορίας, για τις συνέπειες των αποφάσεών του. Η πυκνή κοινοβουλευτική εμπειρία της χώρας και η εξοικείωση του πολιτικού προσωπικού με την πολιτική ευθύνη (για τα «πολιτικά τζάκια» ισχύει το ουδέν κακόν αμιγές καλού), σε συνδυασμό με την οιονεί άμεση εκλογή του πρωθυπουργού από τον λαό, είναι οι παράγοντες που παρέχουν πολιτικές εγγυήσεις και ασφαλιστικές δικλείδες στο σύστημά μας.
Επί πλέον, η δραματική και πολυτάραχη εμπειρία της χώρας έχει οξύνει το αίσθημα αυτοσυντήρησης των πολιτών. Μπορεί να μην ξέρουν όλοι για τις συνέπειες της λαϊκής θέλησης να καταψηφιστεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις εκλογές του 1920, αλλά όλοι ξέρουν για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα επακόλουθά της…
Το γεγονός ότι, όχι μόνο δεν υπήρχε καλύτερη, αλλά ούτε καν εναλλακτική στρατηγική, στον αντίποδα εκείνης του Συντάγματος του 1975, σήμαινε ότι το στρατηγικό κενό, σε περίπτωση ανατροπής των θεμελιωδών επιλογών της Μεταπολίτευσης, θα ισοδυναμούσε με άλμα στο κενό, το οποίο θα μπορούσε να επιχειρήσει μόνο ένας πολιτικός με άγνοια κινδύνου ή ακραίο φανατισμό. Βέβαια, τέτοιοι έχουν υπάρξει στην ιστορία, αλλά σπάνια θα επικρατήσουν σε μία πεπειραμένη αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως η Ελλάδα (σημειώστε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος – βλ. Trump – εκλέγεται άμεσα από τον λαό). Παράλληλα, η μεγάλη θεσμική ευελιξία του Συντάγματος του επέτρεψε μέσα από δύο διπλές εκλογές, του 2012 και του 2015, να εκτονώσει με δημοκρατικό και θεσμικό τρόπο την μεγάλη πολιτική ένταση.
Το απειλητικό ζην επικινδύνως
Ο συνδυασμός ισχυρής στρατηγικής προοπτικής και θεσμικής ευελιξίας εξηγεί γιατί το οικοδόμημα του Συντάγματος, μπορεί να συγκλονίστηκε από την βιαιότητα της κρίσης, αλλά τα ιστορικά θεμέλια και ο βασικός θεσμικός σκελετός του άντεξαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και αυτή η κρίση του πρώτου επταμήνου του 2015 βασίστηκε σε μία, κατά τη γνώμη μου, αφελή και τελείως ανεπίκαιρη (το 2010 ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά) μπλόφα, ότι οι εταίροι μας την τελευταία στιγμή θα κάνουν πίσω… Στην Ελλάδα «το ζην επικινδύνως» δεν ήταν κατά τη διάρκεια της κρίσης υπερβολικό σχήμα λόγου, αλλά δυστυχώς κυριολεξία και πραγματικό υπαρξιακό δράμα.
Στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης η νομιμοποίηση του Συντάγματος ενισχύθηκε μέσα από την εναλλαγή στην εξουσία αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων με διαφορετικά προγράμματα, στο επίπεδο της πολιτικής εξαγγελίας, στόχευσης και κατεύθυνσης. Η επαναφορά με τις εκλογές της 7 Ιουλίου 2019 στα χαρακτηριστικά που είχε η λειτουργία του Συντάγματος προ κρίσης (αυτοδύναμες κυβερνήσεις κομμάτων που δεν αμφισβητούν τη βασική στρατηγική επιλογή του Συντάγματος και εναλλάσσονται στην εξουσία στα πλαίσια του δικομματισμού) δεν σημαίνει ότι στη συνέχεια δεν μπορεί να υπάρξει ριζοσπαστική ανανέωση της χώρας και της λειτουργίας της δημοκρατίας μας.
Αυτό εξαρτάται από το εάν και σε ποιο βαθμό οι πολιτικές δυνάμεις, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, θα μπορέσουν οι ίδιες να μη λειτουργήσουν ως κρατικοδίαιτοι νομείς της εξουσίας, αλλά να θέσουν και να στρέψουν το κράτος στην υπηρεσία της κοινωνίας και στην αξιοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων της νέας γενιάς. Αν συμβεί αυτό τότε η κρίση θα έχει συντελέσει στον μετριασμό του απειλητικού «ζην επικινδύνως».
Δεν γνωρίζω τη συνταγή της επιτυχίας, ξέρω όμως εκείνη της αποτυχίας και της ματαίωσης των προσδοκιών: είναι η μανιχαϊστική ιδεολογική φόρτιση των ακραίων διλημμάτων και των αδιάλλακτων αντιπαραθέσεων, η οποία θα πολώσει τις συνειδήσεις, θα υπονομεύσει τον πραγματισμό και θα συρρικνώσει τους κοινούς τόπους και τη δυνατότητα συναίνεσης. Ο νέος πρωθυπουργός θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τον αν θα μπορέσει να επιβάλει το πνεύμα του διαλόγου και της μετριοπάθειας πρώτα από όλα στη δική του παράταξη.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών