Στο κοινοβουλευτικό σύστημα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν κυβερνά. Την αποφασιστική πολιτική εξουσία ασκεί η κυβέρνηση, εφόσον έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αυτό αποτελεί συνέπεια της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, επειδή η Βουλή, στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εκλέγεται από τον λαό. Με πιο τεχνική ορολογία, τα ανωτέρω συνοψίζονται στο ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο ανώτατος άρχοντας, είναι «πολιτικά ανεύθυνος». Ο όρος αυτός δηλώνει το γεγονός ότι για τις πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας την πολιτική ευθύνη φέρει η κυβέρνηση. Αυτό επιτυγχάνεται με τον θεσμό της προσυπογραφής.
Η κυβέρνηση (το υπουργικό συμβούλιο ή ο αρμόδιος υπουργός ή υπουργοί) αναλαμβάνει την πολιτική πρωτοβουλία και ευθύνη των πράξεων του Προέδρου της Δημοκρατίας με την προσυπογραφή τους. Συνεπώς, τα Προεδρικά Διατάγματα μπορεί να είναι τυπικά πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά την πολιτική πρωτοβουλία και ευθύνη για το ουσιαστικό περιεχόμενό τους φέρει η δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση.
Η προσυπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας ως θεμελιώδης θεσμός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τις οποίες αναφέρει ρητά το άρθρο 35 του Συντάγματος, καμιά πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν μπορεί να εκδοθεί, ούτε υπάρχει νομικά, χωρίς προσυπογραφή. Υπό την έννοια αυτή, ως αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση πράξεων του Προέδρου της Δημοκρατίας, η προσυπογραφή αποτελεί θεμελιώδη θεσμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο οποίος ανάγεται ιστορικά στην υπέρβαση της μοναρχικής αρχής και συνεπάγεται τον περιορισμό του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ρυθμιστικό και μη κυβερνητικό ρόλο.
Η πρόσφατη όμως πολιτική πραγματικότητα έφερε στο προσκήνιο την αντίστροφη λειτουργία της προσυπογραφής, η οποία αναδεικνύεται στην πράξη σπανιότερα, και αφορά τη βεβαίωση, την «επισφράγιση», θα λέγαμε, την οποία προσφέρει η υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι η συγκεκριμένη πράξη που υπογράφει είναι νόμιμη, δηλαδή τηρεί την πολιτειακή νομιμότητα και τη συνταγματική τάξη. Με την έννοια αυτή, η υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει μάλλον χαρακτήρα βεβαιωτικό της «εξωτερικής» τυπικής νομιμότητας των πράξεων του, οι οποίες εκδίδονται με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, παρά εγγυητικό της ουσιαστικής συνταγματικότητάς τους, ο οποίος αντιστοιχεί στα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας.
Ως έκφραση του πολιτικά ανεύθυνου ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, η προσυπογραφή εμποδίζει και την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας να αναπτύξει τα γνωρίσματα ενός θεσμού, ο οποίος ελέγχει, αναχαιτίζει ή περιορίζει θεσμικά την παντοδυναμία της δημοκρατικά νομιμοποιημένης κυβέρνησης, ιδίως χάριν των μειοψηφιών (θεσμικό αντίβαρο της εξουσίας).
Προεκλογική απόφαση ΣΥΡΙΖΑ για αλλαγές στην κορυφή της δικαιοσύνης και η επιστροφή των ανυπόγραφων διαταγμάτων από τον ΠτΔ
Αφορμή για τη δοκιμασία όλων των ανωτέρω αρχών έδωσε η πρόσφατη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ να προβεί σε αλλαγές στην κορυφή της δικαιοσύνης, επιλέγοντας τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου, ενόσω ουσιαστικά είχε αρχίσει η προεκλογική περίοδος, στο μέτρο που είχαν ανακοινωθεί οι βουλευτικές εκλογές και η πρόωρη διάλυση της Βουλής μετά τα αρνητικά για την τότε κυβέρνηση αποτελέσματα των ευρωεκλογών.
Μέχρι τη συμπλήρωση της θητείας της προηγούμενης ηγεσίας του Αρείου Πάγου, η μη υπογραφή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας των σχετικών διαταγμάτων ανάδειξης της νέας ηγεσίας ήταν δικαιολογημένη, επειδή, όπως σωστά υποδείχθηκε και από συναδέλφους, ανέκυπτε και τυπικό ζήτημα χρονικής αρμοδιότητας για την άσκηση της σχετικής εξουσίας του υπουργικού συμβουλίου προς ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Μετά όμως την λήξη της θητείας της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, το τυπικό εμπόδιο εξαλείφθηκε και πλέον γεννήθηκε η ουσιαστική αμφισβήτηση για το εάν η κυβέρνηση και ειδικότερα το υπουργικό συμβούλιο είχε την αρμοδιότητα να προβεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης ή, αντίθετα, όφειλε να παραλείψει μία τέτοια ενέργεια προς όφελος της νέας κυβέρνησης, η οποία θα αναδεικνυόταν από τις επικείμενες εκλογές και θα είχε νωπή λαϊκή νομιμοποίηση.
Ενόψει της αμφισβήτησης αυτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν προέβη πριν από τις εκλογές στην υπογραφή και έκδοση των σχετικών διαταγμάτων επιλογής της νέας ηγεσίας του Αρείου Πάγου. Ούτε όμως έπραξε αυτό μετά από τις εκλογές και ήδη τα επέστρεψε ανυπόγραφα.
Η δέσμια αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας
Τίθεται λοιπόν εν προκειμένω το ερώτημα εάν και κατά πόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δικαιούται να αρνηθεί ρητά ή σιωπηρά να υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα προαγωγής στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου. Με άλλα λόγια, η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας προς έκδοση της πράξης που του προτείνει και προσυπογράφει το υπουργικό συμβούλιο είναι δέσμια, δηλαδή υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ή αντίθετα είναι πράξη διακριτικής ευχέρειας, την οποία μπορεί κατά την κρίση του να αρνηθεί;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σαφώς πως πρόκειται για δέσμια αρμοδιότητα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ελέγχει την σκοπιμότητα από πλευράς περιεχομένου της προτεινόμενης πράξης ούτε έχει διακριτική ευχέρεια να αμφισβητήσει την επιλογή της κυβέρνησης. Αντίθετα, οφείλει να ενεργήσει υπογράφοντας και εκδίδοντας το Προεδρικό Διάταγμα.
Όριο της δέσμιας αρμοδιότητας του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι η περίπτωση κατά την οποία η πράξη η οποία του προτείνεται να υπογράψει πάσχει από προφανή παρανομία, έτσι ώστε, κατά τον έλεγχο νομιμότητας, όχι απλώς να δικαιούται, αλλά και να υποχρεούται να μην συμπράξει στην παρανομία αυτή. Με άλλα λόγια, δέσμια αρμοδιότητα νοείται σε σχέση με νόμιμες και όχι παράνομες πράξεις.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας προς έκδοση του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος που προβλέπει το Σύνταγμα, για την ηγεσία της δικαιοσύνης, έχει χαρακτήρα τυπικό και δεσμευτικό για τον Πρόεδρο. Η αμφισβήτηση, ειδικά για τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, της ρητής συνταγματικής αρμοδιότητας της κυβέρνησης να προβεί στην επιλογή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου δεν δικαιολογεί την παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας να υπογράψει το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα. Κάτι τέτοιο θα τον καθιστούσε ουσιαστικό κριτή του τρόπου με τον οποίον η κυβέρνηση άσκησε τις συνταγματικές της αρμοδιότητες και θα του έδινε περιθώριο αμφισβήτησης της ερμηνείας του Συντάγματος στην οποία εκείνη προβαίνει, στο πλαίσιο της εκ μέρους της άσκησης της πολιτικής της αρμοδιότητας και εξουσίας.
Μία τέτοια όμως ερμηνεία του Συντάγματος από την κυβέρνηση αποτελεί συστατικό στοιχείο της πολιτικής της ευθύνης, ενώ το Σύνταγμα ορίζει τον τρόπο με τον οποίον ελέγχεται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας η νομιμότητα των Προεδρικών Διαταγμάτων. Εξάλλου, στην περίπτωση των νόμων, το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα αναπομπής του νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και μάλιστα χωρίς προσυπογραφή της σχετικής του πράξης. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται για τα Προεδρικά Διατάγματα που αφορούν την ηγεσία της δικαιοσύνης. Γι’ αυτά ισχύει η δέσμια αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η όποια αμφισβήτηση για το ουσιαστικό τους κύρος μπορεί στη συνέχεια να ελεγχθεί δικαστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας στο μέτρο που επιτρέπει η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 90 παρ. 6 του Συντάγματος, εφόσον δηλαδή δεν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα για την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης από το υπουργικό συμβούλιο. Θα αποτελούσε παράδοξο, εκεί που δεν έχει ποτέ υπάρξει αναπομπή του νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παρότι ρητά εξαιρείται αυτή της προσυπογραφής, να εγκαινιαστεί η σιωπηρή ή και ρητή άρνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας να υπογράψει Προεδρικά Διατάγματα που προτείνει και προσυπογράφει η πολιτικά υπεύθυνη κυβέρνηση, επειδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαφωνεί με τη συνταγματική ερμηνεία της τελευταίας, αναφορικά με ρητά προβλεπόμενες από το Σύνταγμα αρμοδιότητές της.
Διακριτά ζητήματα
Συμπερασματικά, ένα ζήτημα είναι η αμφισβήτηση από την άποψη της αμεροληψίας και της δημοκρατικής δεοντολογίας της αρμοδιότητας του υπουργικού συμβουλίου να επιλέξει την ηγεσία της δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αντί να αφήσει την άσκηση της επιλογής αυτής στη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει μετά από τις εκλογές. Ένα άλλο ζήτημα, και μάλιστα σαφώς διακριτό, είναι η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα που προτείνει και προσυπογράφει η κυβέρνηση σε εφαρμογή μιας αμφισβητούμενης συνταγματικής ερμηνείας της αρμοδιότητάς της. Ένα τρίτο ζήτημα είναι το πώς θα κρίνει το αρμόδιο δικαστήριο τη συνταγματικότητα της κυβερνητικής ερμηνείας και κατ´ επέκταση τις αντίστοιχες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η απάντηση στο ένα ζήτημα δεν επάγεται κατ´ ανάγκη την (ίδια) απάντηση και στα άλλα. Η διάκριση των λειτουργιών, το κράτος δικαίου, η κοινοβουλευτική αρχή και η λαϊκή κυριαρχία επιβάλλουν αυτά τα τρία διακριτά ζητήματα να μην συγχέονται.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών