Ερώτηση Πολίτη:
«Είναι αντιθεσμικό και αντισυνταγματικό να κυβερνάει συνεχώς η εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση) με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου παραγκωνίζοντας το κοινοβούλιο; Τι προβλέπει το σύνταγμα για τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου»;
Απάντηση:
Οι αυστηρές προϋποθέσεις του Συντάγματος
Το Σύνταγμα (άρθρο 44 παρ. 1) επιτρέπει την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το Σύνταγμα εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που αποτελούν ουσιαστικούς νόμους.
Ως ουσιαστικούς νόμους χαρακτηρίζουμε τους νόμους που παράγονται χωρίς τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου, χωρίς δηλαδή τη σύμπραξη του κατεξοχήν φορέα της νομοθετικής εξουσίας. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κάποιος εύκολα ότι πρόκειται για μια παρέκκλιση από τη διάκριση των εξουσιών, την οποία επιτρέπει το Σύνταγμα λόγω εκτάκτων αναγκών. Ως εκ τούτου, είναι μια εξαιρετική διαδικασία, στην οποία το Υπουργικό Συμβούλιο οφείλει να καταφεύγει με φειδώ κι εφόσον συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα. Για παράδειγμα, μια φυσική καταστροφή ή ο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης των τραπεζών, αναμφίβολα, δικαιολογούν την άμεση επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση.
Ο ρόλος του Υπουργικού Συμβουλίου και της Βουλής
Από την άλλη, μόνος αρμόδιος να κρίνει, εάν συντρέχουν οι έκτακτες εκείνες περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου είναι το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο. Τα δικαστήρια έχουν κατ’ επανάληψιν δεχτεί, αν και όχι χωρίς αντίλογο, ότι η συνδρομή των εκτάκτων περιστάσεων είναι πολιτικό ζήτημα και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Παλαιότερα, ο συνταγματολόγος Αλέξανδρος Σβώλος είχε υποστηρίξει την άποψη ότι δεν ελέγχεται το πώς αιτιολογείται μια κατάσταση ανάγκης, αλλά, πάντως, θα πρέπει να διατυπώνεται αιτιολογία ως μια ελάχιστη εγγύηση.
Στην πράξη, είναι παντελώς ανέλεγκτο το Υπουργικό Συμβούλιο, όταν κρίνει το έκτακτο των περιστάσεων; Η Κυβέρνηση οφείλει, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να υποβάλει την πράξη νομοθετικού περιεχομένου στη Βουλή για κύρωση το αργότερο εντός σαράντα ημερών από την έκδοσή της. Αν δεν την υποβάλει εγκαίρως, ή εάν η Βουλή δεν την κυρώσει εντός τριών μηνών από την υποβολή της, τότε η πράξη νομοθετικού περιεχομένου παύει να ισχύει στο εξής.
Συνεπώς, εάν η Βουλή κρίνει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο προσέφυγε στην εξαιρετική αυτή νομοθετική διαδικασία χωρίς επαρκείς λόγους, ή εάν δεν συμφωνεί με το ίδιο το περιεχόμενο της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, μπορεί να μην την κυρώσει κι έτσι να επιφέρει τη λήξη της. Βεβαίως, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία η Κυβέρνηση απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής, κι έτσι κατά κανόνα η Βουλή στηρίζει τις πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης. Ωστόσο, η διαδικασία της κύρωσης της πράξης νομοθετικού περιεχομένου από τη Βουλή αποτελεί μιαν ασφαλιστική δικλείδα.
Το Σύνταγμά μας περιέλαβε στις διατάξεις του αυτήν την έκτακτη νομοθετική διαδικασία με σκοπό να υπάρχει κάποιος έλεγχος στην εκτελεστική εξουσία. Διότι η σιγή των προηγούμενων Συνταγμάτων ως προς το ζήτημα αυτό είχε οδηγήσει σε μιαν άτυπη πρακτική, με την ανοχή της νομολογίας: Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδιδε συχνά, όπως το έκρινε, πράξεις που περιείχαν πρωτογενείς κανόνες δικαίου, κανόνες δηλαδή που δεν στηρίζονταν σε κάποιο νόμο του Κοινοβουλίου. Οι πράξεις αυτές, ενίοτε, ούτε υποβάλλονταν για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή, ούτε, άλλες φορές, δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αυτό το φαινόμενο ήταν ένα πλήγμα όχι μόνο για την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αλλά και για τη δημοκρατική αρχή, που εγγυάται τη δημοσιότητα.
Βασιλική Χρήστου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου