Search
Close this search box.
Ο νόμος 4624/2019 αποσαφηνίζει πολλά ζητήματα για τα οποία είχε τη διακριτική ευχέρεια να πράξει. Σε ορισμένα επιδεικνύει την απαιτούμενη τόλμη και αποφασιστικότητα χαράσσοντας ευδιάκριτα την οριοθέτηση της επιτρεπόμενης επεξεργασίας. Σε ορισμένους ωστόσο τομείς η Αρχή οφείλει ενδεχομένως κάποιες διορθωτικές διασαφηνίσεις.

Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα:


Μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (Ε.Ε.) 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2016/680 και άλλες διατάξεις

Ν. 4624/2019: Ένας νόμος με μακρά προϊστορία, πολλά υποσχόμενος, βιαστικά, αλλά παράλληλα λίαν καθυστερημένος ερχόμενος που καλύπτει ανυπολόγιστα πολλές πτυχές της καθημερινής μας ζωής.

Θυμίζει το έμβρυο που πολύ μετά από τους εννιά μήνες κυήσεως πρέπει απαραιτήτως να γεννηθεί, αλλιώς θα πεθάνει εντός της μήτρας της μητέρας του.

Πρόκειται για τον νέο νόμο για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο οποίος  επιχειρεί να εκφράσει αφενός τη βούληση του Έλληνα νομοθέτη  στα πεδία εκείνα που ο κοινοτικός νομοθέτης του Κανονισμού 679/2016/Ε.Ε. (ΓΚΠΔ) της καταλείπει διακριτική ευχέρεια υπό τη μορφή κάποιων «ρητρών ευελιξίας» και αφετέρου να ενσωματώσει την Οδηγία 680/2016/Ε.Ε. Έτσι μόνο πρέπει να ιδωθεί και ερμηνευθεί αυτός ο νόμος.

Η αδυναμία μετεξέλιξης σε Αρχή Προστασίας Δεδομένων και Πρόσβασης στην Πληροφορία

Ο Έλληνας νομοθέτης φαίνεται ότι έχασε την ιστορική ευκαιρία μετεξελίξεως  της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σε Αρχή Προστασίας Δεδομένων και Προσβάσεως στην Πληροφορία, καθώς η πρόσβαση στην πληροφορία και η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να δρουν προεχόντως συμπληρωματικά και δευτερευόντως μόνο αντιθετικά. 

H σύγχρονη και εναρμονισμένη με την ισότιμη αντιμετώπιση των ατομικών δικαιωμάτων τάση των ευρωπαϊκών νομοθεσιών είναι η θέσπιση ενιαίας διοικητικής αρχής τόσο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων όσο και για την ελευθερία της πληροφορήσεως.

Συνεπώς, δεν πρέπει να δίδεται προβάδισμα μόνο στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν επί τάπητος υπάρχουν άλλα αντικρουόμενα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η ελευθερία της πληροφορήσεως.

Σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει ο εύλογος κίνδυνος να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στην προστασία δεδομένών προσωπικού χαρακτήρα που είναι υπό τη σκέπη μιας ανεξάρτητης συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής, έναντι της προσβάσεως στην πληροφορία, η οποία μένει εν τοις πράγμασι ορφανή. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα προτιμάει – ευλόγως – να μη παρέχει τα δεδομένα, καθώς δεν θα υφίσταται οποιαδήποτε κύρωση, παρά να τα παρέχει.

Κατάργηση απαίτησης για χορήγηση άδειας εκ μέρους της Αρχής

Χαιρετίζεται  η επιλογή κατ’αρχήν του νομοθέτη να μην απαιτείται η προηγούμενη αδειοδότηση επεξεργασίας ευαίσθητων (ήδη «ειδικών κατηγοριών»)  δεδομένων εκ μέρους της Αρχής. Σημειώνεται ότι η υποχρεωτική αδειοδότηση εκ μέρους της Αρχής για την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων δεν απέρρεε από την Οδηγία 95/46/EK, η οποία δεν προϋπόθετε την προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Αρχή για τη διαβίβαση ευαίσθητων δεδομένων. 

Η πράξη μάλιστα είχε αποδείξει ότι η προηγούμενη χορήγηση άδειας εκ μέρους της Αρχής δυσχέραινε εν πολλοίς το έργο της, καθώς λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας της προς χορήγηση αδειών, παρακωλυόταν εκ των πραγμάτων η άσκηση πολύ σημαντικότερων ελεγκτικών, γνωμοδοτικών και κανονιστικών αρμοδιοτήτων της.

Ωστόσο, δεν παύουν να εκφράζονται και κάποιες ανησυχίες με το νέο καθεστώς οιονεί αυτορρυθμίσεως, ελλείψει προβλέψεων κάποιων εγγυήσεων για την κατοχύρωση του δικαιώματος προσβάσεως στην πληροφορία π.χ. σε ιδιωτικό φορέα υγείας, καθώς καθίσταται όχι μόνο ευκολότερη, αλλά και νομικά ασφαλέστερη επιλογή για τους υπευθύνους επεξεργασίας να μη χορηγούν τα δεδομένα, προκειμένου να μην εμπλακούν σε δικαστικές διαμάχες σε περίπτωση αμφιβολίας. Εάν, όμως, το δικαίωμα ενημερώσεως κατοχυρωνόταν ισομερώς με το δικαίωμα προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν θα υφίστατο αυτή η ανησυχία.

Η ρύθμιση λειτουργίας της Αρχής

Ιδιαίτερα αναλυτικές και στη σωστή κατεύθυνση είναι οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη λειτουργία και συγκρότηση της Αρχής. Σε αυτές φαίνεται να έχει μεταφερθεί η μακρόχρονη εμπειρία από τη λειτουργία  της Αρχής και η επιθυμία να αποτραπούν οποιεσδήποτε κακοδαιμονίες. Κρίνεται πάντως ότι ο Πρόεδρος, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος ή έστω κάποιο μόνιμο μέλος της Αρχής θα πρέπει εκ του νόμου να είναι Ανώτατος Δικαστής, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκδόσεων πράξεων που δεν έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα νομιμότητας.

Είναι γεγονός ότι η επιλογή δικαστών ως Προέδρων, Αναπληρωτών Προέδρων ή μελών ανεξαρτήτων αρχών απορρέει από το «τεκμήριο ανεξαρτησίας» που συνοδεύει έναν ανώτατο δικαστικό λειτουργό.  Περαιτέρω, η ύπαρξη δικαστικών λειτουργών σε ανεξάρτητη αρχή διασφαλίζει την τήρηση της νομιμότητας κατά την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Η θέση αυτή επιρρωνύεται από τη μέχρι τώρα πρωταγωνιστική παρουσία του Προέδρου και του Αναπληρωτή Προέδρου στη λειτουργία της Αρχής σε συνδυασμό με τη λιγότερο εντατική παρουσία των μελών, λόγω του ότι δεν ορίζονται σε σχέση εργασίας πλήρους απασχολήσεως. Ως εκ τούτου, μόνο η παρουσία κάποιου δικαστή απλού μέλους δεν είναι δεδομένο ότι θα θεραπεύσει τη δικαστική απουσία στην ανώτατη πυραμίδα της Αρχής.

Το αντεπιχείρημα ότι η τοποθέτηση δικαστικών λειτουργών σε ανεξάρτητες αρχές  ενδέχεται να δημιουργήσει στο δικαστή την επιθυμία ικανοποιήσεως κυβερνητικών επιθυμιών ή ακόμα και την αυτή πεπλανημένη εντύπωση στο αίσθημα δικαίου των πολιτών, προκειμένου να προταθεί για Πρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος ή μέλος ανεξάρτητης αρχής, αντικρούεται μέσω της προτάσεως δικαστικών από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων,  το οποίο μπορεί να γίνει σε επόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός λειτουργός θα προτείνεται από το δικαστικό σώμα με αντικειμενικά κριτήρια, στα οποία πέραν της καταρτίσεως τους με τα θέματα της κάθε αρχής θα συνυπολογίζονται και οι διοικητικές του ικανότητες.

Μη ενισχυτική της θέσεως του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της Αρχής είναι το γεγονός της μη ρητής προβλέψεως ότι οι δικηγόροι που ανήκουν στο ειδικό επιστημονικό προσωπικό της Αρχής δεν αποβάλλουν τη δικηγορική ιδιότητα. Συνιστά δυσανάλογο περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας για τους νομικούς ελεγκτές της Αρχής το γεγονός ότι είναι δικηγόροι σε αναστολή με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υπερασπισθούν ακόμα και τον εαυτό τους ενώπιον δικαστηρίου ή να μην μπορούν να παραστούν στη σύναψη κάποιου προσωπικού τους συμβολαίου.

Περαιτέρω δημιουργείται το άτοπο να μην μπορούν οι δικηγόροι ελεγκτές της Αρχής να υπερασπισθούν υποθέσεις της Αρχής ενώπιον αρμοδίων δικαστηρίων. Είναι αυτονόητη η υποχρέωσή τους να απέχουν από πράξεις που θα οδηγήσει σε σύγκρουση καθηκόντων, π.χ. να μην αναλαμβάνουν τη νομική υπεράσπιση υποθέσεων προσωπικών δεδομένων.

Δικαιολογημένα μινιμαλιστικός νόμος

Ο νέος νόμος αποτελεί απαύγασμα της τέχνης του εφικτού.

Είναι δικαιολογημένα μινιμαλιστικός. Και ο μινιμαλισμός όμως φέρει ένα κόστος, καθώς δεν αποσαφηνίζονται όροι νομολογιακά αμφισβητούμενοι. Εν προκειμένω, θα ήταν πολύ χρήσιμο τόσο για τον εφαρμοστή όσο και για τον ερμηνευτή του νόμου να αποσαφηνισθεί ποιες περιπτώσεις δεν συνιστούν σύστημα αρχειοθετήσεως, δεδομένης μάλιστα της «νομολογιακής περιπέτειας» του ορισμού του αρχείου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά το δημοσίευμα στον Τύπο και σε ιστοσελίδα. Περαιτέρω, θα ήταν χρήσιμο να εκφρασθεί η βούληση του νομοθέτη αναφορικά με τα όρια της οικιακής χρήσεως. Συγκεκριμένα, θα ήταν ευκταίο να απαντηθεί εάν εκφεύγουν πλέον της οικιακής χρήσεως τα δεδομένα  που χρησιμοποιήθηκαν μεν για οικιακό σκοπό, αλλά τυγχάνουν περαιτέρω δικαστικής χρήσεως. Επίσης, η αιτιολογική έκθεση θα μπορούσε να δώσει κάποιες κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ οικιακής και δημόσιας χρήσεως, π.χ. στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτυώσεως. Εναπόκειται πλέον στην Αρχή και τα δικαστήρια να χαράξουν ερμηνευτικές κατευθύνσεις.

Απαγόρευση χρήσης γενετικών δεδομένων για ασφαλιστικούς σκοπούς

Χαιρετίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι απαγορεύεται ρητά η χρήση γενετικών δεδομένων για ασφαλιστικούς σκοπούς. Χρήσιμη θα ήταν και η πρόβλεψη για δεδομένα που αποκαλύπτουν κάποια γενετική προδιάθεση. Η αποσαφήνιση πάντως για τον αποκλεισμό γενετικών δεδομένων είναι εξέχουσας σημασίας και συνιστά προστιθέμενη αξία του νόμου στον τομέα προστασίας των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, καθώς το όλο ζήτημα δεν είναι νομικά αποκρυσταλλωμένο.

Σύμφωνα με τη Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης CM/Rec(2016)8, δεν πρέπει να γίνεται διάκριση των ασφαλισμένων βάσει γενετικών χαρακτηριστικών. Παράλληλα απαγορεύονται οι γενετικές εξετάσεις προς διερεύνηση της ασφαλιστικής ικανότητας. Η Εισήγηση της Επιτροπής Βιοηθικής για τη συλλογή και διαχείριση γενετικών δεδομένων του 2002 διακρίνει ανάμεσα στη δημόσια και ιδιωτική ασφάλιση γνωμοδοτώντας ότι στη δημόσια ασφάλιση η  γνωστοποίηση γενετικών πληροφοριών είναι ανεπίτρεπτη ακόμη και αν γίνεται με τη συναίνεση του ασφαλισμένου ή εκείνου που πρόκειται να ασφαλισθεί (φύση της κοινωνικής ασφαλίσεως ως δημόσιου αγαθού στο οποίο πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι χωρίς διακρίσεις).

Στην ιδιωτική ασφάλιση η γνωστοποίηση γενετικών πληροφοριών παραμένει ανεπίτρεπτη, εφόσον ο ασφαλισμένος ή ο υποψήφιος να ασφαλισθεί δεν καλύπτεται από το σύστημα της δημόσιας ασφαλίσεως. Τούτο επιβάλλει εν προκειμένω η αντικειμενικά μειονεκτική θέση εκείνου που δεν έχει άλλη δυνατότητα ασφάλισης απέναντι στον ασφαλιστή. Αν η ιδιωτική ασφάλιση συνιστά συμπλήρωμα της δημόσιας, η γνωστοποίηση γενετικών πληροφοριών είναι επιτρεπτή, υπό την αναγκαία προϋπόθεση να συναινεί ο ασφαλισμένος ή υποψήφιος να ασφαλισθεί, όπως επιβάλλει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων.

Στη συνέχεια με μεταγενέστερη εισήγησή της για Χρήση Γενετικών Δεδομένων στην Ιδιωτική Ασφάλιση το  2008 η Επιτροπή Βιοηθικής τόνισε ότι προτεραιότητα έχει η αποφυγή αθέμιτων διακρίσεων μεταξύ ασφαλισμένων έναντι της οικονομικής ελευθερίας των ασφαλιστών. Σημείωσε ότι η ζημία του ασφαλιστικού συστήματος λόγω παρεμποδίσεως γενετικών διακρίσεων στον υπολογισμό του ασφαλιστικού κινδύνου δεν κρίνεται σημαντική, με την αμφίσημη αιτιολογία ότι η εκδήλωση μιας παθήσεως για την οποία υπάρχει προδιάθεση είναι αβέβαιη.

Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εάν η εκδήλωση μιας παθήσεως ήταν βέβαιη θα επιτρεπόταν ενδεχομένως η χρήση γενετικών εξετάσεων. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η πρόβλεψη πιστοποιήσεως των εργαστηρίων γενετικής προκειμένου να διασφαλίζεται η ποιότητα της προσφερόμενης γενετικής συμβουλευτικής και η αποφυγή κινδύνου πλήρους αναιρέσεως των δικαιολογημένων συμφερόντων των ασφαλιστών.

Οι επιρροές από τον γερμανικό νόμο

Ο ελληνικός νόμος έχει επηρεασθεί έντονα από τον αντίστοιχο γερμανικό. Κατ’ αρχήν είναι θετικό να μεταφέρεται η εμπειρία και τεχνογνωσία άλλων εννόμων τάξεων που είχαν σκεφθεί πριν από εμάς πολλά ζητήματα. Ωστόσο, εκφράζονται ανησυχίες στην άκριτη μεταφορά αλλοδαπών διατάξεων σε διαφορετική έννομη τάξη.

Κλασσική περίπτωση είναι διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και η μέσω αυτής πριμοδότηση του δημοσίου κατά την επιβολή κυρώσεων, δημιουργώντας εν τοις πράγμασι ένα καθεστώς δύο ταχυτήτων. Εν γένει, η διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού φορέα δεν φαίνεται να είναι η βασική επιλογή του ΓΚΠΔ. Η ανησυχία αυτή επαυξάνεται, καθώς το δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος διακινδυνευτής προσωπικών δεδομένων.

Παράλειψη επαρκών εγγυήσεων

Απορία προκαλεί το γεγονός ότι παραλείπονται να προβλεφθούν οι επαρκείς εγγυήσεις που ορίζονται στο άρθρο 10 ΓΚΠΔ για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα.

Προβληματισμός επίσης εγείρεται με την εξαίρεση της ΕΥΠ από την έως τώρα  προβλεπόμενη ελεγκτική αρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (άρθρο 10 παρ. 5 ν. 4624/2019). Ένα μεγάλο πεδίο κρατικής δράσεως κείται εκτός ρυθμίσεως, προστασίας, αλλά και ελέγχου.

Εξαίρεση δικαστικών και εισαγγελικών αρχών

Το μεγαλύτερο ζήτημα που τίθεται είναι αυτό της εξαιρέσεως των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών από οποιοδήποτε έλεγχο κατά την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων. Σημειώνεται ότι ο ΓΚΠΔ διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής του σε δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, επισημαίνοντας πάντως ότι η αρμοδιότητα των εποπτικών αρχών δεν θα πρέπει να καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, περιλαμβανομένης της λήψεως αποφάσεων (άρθρο 55 παρ. 3 και αιτιολογική σκέψη 20 ΓΚΠΔ).

Το άρθρο 10 παρ. 5 ν. 4624/2019 εξαιρεί την ΑΠΔΠΧ από τον έλεγχο των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και των δικαστικών καθηκόντων. Ωστόσο, δεν ορίζεται κάποια εποπτική αρχή αποτελούμενη από δικαστές που θα είναι υπεύθυνη για τα δικαστήρια. Το προκληθέν κενό φαίνεται να έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 8 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο ο σεβασμός των κανόνων προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπόκειται σε ανεξάρτητη αρχή, χωρίς να αναγνωρίζει εξαιρέσεις για κάποιες αρμοδιότητες, όπως τις δικαστικές αρμοδιότητες.

Περαιτέρω, δεν παρέχονται σαφή κριτήρια διακρίσεως ανάμεσα στα διοικητικά καθήκοντα και δικαστικά καθήκοντα των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Αντίστοιχο κενό προκαλεί η εξαίρεση των δικαιοδοτικών πράξεων των δικαστικών και εισαγγελικών πράξεως από τον έλεγχο του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων, βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 4624/2019.

Η συγκατάθεση των εργαζομένων στα πεδίο των εργασιακών σχέσεων

Το ζήτημα της συγκαταθέσεως του εργαζομένου στο χώρο εργασίας επιλύεται μετά από μια μακρά περιπέτεια στο άρθρο 27 παρ. 2. Σημειώνεται ότι το άρθρο 88  ΓΚΠΔ και η αιτιολογική σκέψη 155 προβλέπει τη συγκατάθεση των εργαζομένων ως εξαιρετική νομική βάση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο εργαζόμενος αποτελεί το αδύνατο σημείο στη σχέση με τον εργοδότη του. Οι ρυθμίσεις του νέου νόμου περιέχουν μια πολύ γενική και ίσως ασαφή διατύπωση για τη συγκατάθεση.

Η συγκατάθεση των εργαζομένων στα πεδίο των εργασιακών σχέσεων θα μπορούσε να νοηθεί αποκλειστικά και μόνο σε επεξεργασίες που δεν σχετίζονται άμεσα με την σύμβαση εργασίας, αλλά αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνο στην παροχή προνομίων στους εργαζομένους, π.χ. συμμετοχή σε ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή σε πρόγραμμα διαθέσεως μετοχών. Σε αυτή την κατεύθυνση θα ήταν χρήσιμη η παράθεση ενδεικτικών παραδειγμάτων.

Προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία της Αρχής

Αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της Αρχής θα ήταν η επιβεβλημένη νομοθετικά τήρηση προδικασίας προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Συγκεκριμένα, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει πρώτα να απευθύνεται προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας και μόνο εάν ο υπεύθυνος δεν του ικανοποιήσει το αίτημα ή περάσει άπρακτη η προθεσμία θα πρέπει να επιλαμβάνεται της υποθέσεως η Αρχή.

Περαιτέρω, κρίνεται ότι η αποτελεσματική δικαστική προστασία κατά των εκτελεστών πράξεων της Αρχής, οι οποίες πολλές φορές θα συνιστούν επιβολή δυσθεώρητων προστίμων, πρέπει να ακολουθεί τόσο τον ουσιαστικό έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων όσο και τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην περίπτωση αυτή πάντως θα απαιτείτο η ύπαρξη νομικής υπηρεσίας της Αρχής.

Το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής vs Ελευθερία της Έκφρασης και του Τύπου

To δικαίωμα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 Σ) και των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Σ) συχνά συγκρούεται με την ελευθερία της εκφράσεως και του Τύπου για την ενημέρωση του κοινού (άρθρο 14 παρ. 1 Σ), καθώς και με το δικαίωμα στην πληροφόρηση (άρθρο 5Α Σ).

Από το Σύνταγμα δεν προκύπτει in abstracto επικράτηση του ενός ατομικού δικαιώματος επί του άλλου. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνεται μια in concreto οριοθέτηση των πεδίων εφαρμογής των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις αρχές της ad hoc σταθμίσεως των αντιτιθέμενων συμφερόντων και της πρακτικής αρμονίας.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να εφαρμόζεται και η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ) με τέτοιον τρόπο, ώστε τα προστατευόμενα αγαθά (ελευθερία του τύπου, δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση και δικαίωμα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής του ατόμου και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό) να διατηρήσουν την κανονιστική τους εμβέλεια.

Η αρχική  επιλογή του Έλληνα νομοθέτη στον ν. 2472/1997 φαίνεται να ήταν ένα prima facie προβάδισμα υπέρ της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το προβάδισμα αυτό λειτουργούσε σαν ένα οιονεί τεκμήριο «εν αμφιβολία υπέρ της προστασίας των προσωπικών δεδομένων». Αντιθέτως, στο άρθρο 28 ν. 4624/2019 θεσπίζεται ένα προβάδισμα της ελευθερίας του Τύπου υπό τη μορφή της μη εφαρμογής των δικαιωμάτων των υποκειμένων, λ.χ. του δικαιώματος διαγραφής. Προσεκτικότερη θα ήταν η πρόβλεψη σταθμίσεως σε κάθε περίπτωση.

Τολμηρός νόμος και η ανάγκη για διορθωτικές διασαφηνίσεις

Εν κατακλείδι, ο νόμος αποσαφηνίζει πολλά ζητήματα για τα οποία είχε τη διακριτική ευχέρεια να πράξει. Σε ορισμένα επιδεικνύει την απαιτούμενη τόλμη και αποφασιστικότητα χαράσσοντας ευδιάκριτα την οριοθέτηση της επιτρεπόμενης επεξεργασίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απαγόρευση χρήσεως γενετικών δεδομένων για ασφαλιστικούς σκοπούς. Επίσης, είναι πολύ ευτυχές το γεγονός ότι ο νομοθέτης αφουγκράστηκε τις πρακτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε μέχρι τούδε η Αρχή αναφορικά με τη χορήγηση αδειών επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων μη προβαίνοντας σε αντίστοιχη πρόβλεψη στο σχέδιο νόμου.

Σε άλλους τομείς η Αρχή οφείλει ενδεχομένως κάποιες ερμηνευτικές διασαφηνίσεις. Ορισμένοι όμως τομείς χρήζουν ενδεχομένως ευστοχότερης νομοτεχνικής διατυπώσεως προκειμένου να μην απολεσθεί το κεκτημένο της ισόρροπης προστασίας των προσωπικών δεδομένων σε κρίσιμους τομείς διακινδυνεύσεώς τους, όπως είναι αυτός των εργασιακών σχέσεων.

Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή
Επίκουρη Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου


Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Οι νέες διατάξεις για την προστασία προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων (Νόμος 4624/2019)

Μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Νόμου 4624/2019 η ελληνική έννομη τάξη ευθυγραμμίζεται επισήμως με το ευρωπαϊκό πλαίσιο προστασίας δεδομένων, ενσωματώνοντας στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 680/2016 της Ε.Ε. Μάλιστα, η απόφαση του νομοθέτη να συμπεριλάβει στο νομοσχέδιο ειδικές διατάξεις για την προστασία δεδομένων στο πλαίσιο απασχόλησης, σε μία εποχή που η τεχνολογία παρέχει εξελιγμένες δυνατότητες παρακολούθησης, αποτελεί ένα βήμα προς θετική κατεύθυνση.

Περισσότερα

Η απόλυση ως κύρωση στην άρνηση του εργαζόμενου για εμβολιασμό κατά του Covid-19

Μπορεί ο εργοδότης να υποχρεώσει τους/ις εργαζόμενους/ες της επιχείρησής του να εμβολιαστούν κατά του Covid-19; Η απόλυση λόγω άρνησης εμβολιασμού θεωρείται νόμιμη; Ο δικηγόρος-εργατολόγος Γιάννης Καρούζος επιχειρεί να απαντήσει στα κρίσιμα και επίκαιρα αυτά ερωτήματα.

Περισσότερα

Πιστοποιητικό εμβολιασμού: νομικά και κοινωνικά διλήμματα

Με αφορμή τη χθεσινή απόρριψη της ελληνικής πρότασης για τη θέσπιση πιστοποιητικού εμβολιασμού σε ενιαία ευρωπαϊκή κλίμακα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο Κωνσταντίνος Κουρούπης γράφει για τα νομικά, ηθικά, αλλά και πρακτικά ζητήματα που εγείρονται.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.