Στις 4 Σεπτεμβρίου 2019, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ως ανεξάρτητη Αρχή συνταγματικά κατοχυρωμένη και επιφορτισμένη με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, εξέδωσε μια ιδιαίτερα σημαντική απόφαση, η οποία έτυχε και της ανάλογης δημοσιότητας.
Έκρινε αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και στον Γενικό Κανονισμό Προσωπικών Δεδομένων ισχύουσες διατάξεις που αφορούν την αναγραφή και δήλωση του θρησκεύματος στο σχολείο, επαναφέροντας έτσι ξανά στο προσκήνιο το πάντα «καυτό» ζήτημα του ρόλου της θρησκείας στον ευαίσθητο χώρο της παιδείας. Το ίδιο ζήτημα είχε εξάλλου τεθεί και στην πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη διδασκαλία των θρησκευτικών (Ολ ΣτΕ 660/2018).
Η απόφαση 28/2019 ασχολήθηκε, μετά από καταγγελίες της Ένωσης Αθέων και της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κατά κύριο λόγο με το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στα πιστοποιητικά και τους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και με το ζήτημα της δήλωσης απαλλαγής από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών.
Παραβίαση της Αρχής της Αναγκαιότητας και της Αναλογικότητας
Η Αρχή ειδικότερα υποστήριξε στην απόφασή της ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στο Ατομικό Δελτίο Μαθητή και στο Μητρώο Μαθητή, καθώς και στους απολυτήριους τίτλους και στους λοιπούς τίτλους και αποδεικτικά σπουδών των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είτε ως προαιρετική είτε ως υποχρεωτική, παραβιάζει την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας.
Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 2472/1997 και του Γενικού Κανονισμού Προσωπικών Δεδομένων (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679), που ισχύει πανευρωπαϊκά, «τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, καθώς και να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας».
Όπως όμως παρατηρεί η Αρχή, η αναγραφή του θρησκεύματος, αλλά και της ιθαγένειας των μαθητών, υπερβαίνει τον σκοπό της επεξεργασίας, αφού τα δύο αυτά στοιχεία δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την επίδοση του μαθητή, ούτε με την διαγωγή του. Ως εκ τούτου, η αναγραφή τους δεν είναι νόμιμη. Ιδίως η αναφορά στις θρησκευτικές πεποιθήσεις δύναται επιπλέον να καταστεί αιτία διακρίσεων απαγορευμένων από το άρθρο 13 του Συντάγματος. Τα ίδια εξάλλου ισχύουν και για την αναγραφή του θρησκεύματος στο μηχανογραφικό σύστημα myschool στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Η παραβίαση διατάξεων
Από την άλλη, γίνεται δεκτό, όπως υποστήριξε και η Ένωση Αθέων στην καταγγελία της, ότι η απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται σήμερα, δηλαδή με τη δήλωση ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και εξ αυτού επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, παραβιάζει μια σειρά διατάξεων.
Συγκεκριμένα παραβιάζεται, πέραν της θεμελιώδους αρχής της αναγκαιότητας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προαναφέρθηκε, τόσο το άρθρο 13 του Συντάγματος περί ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης όσο και το άρθρο 9 και το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν τη θρησκευτική ελευθερία των παιδιών, καθώς και το δικαίωμα των γονέων τους να τα διαπαιδαγωγήσουν σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις. Συνεπώς, ο μαθητής ή οι γονείς του θα πρέπει εφεξής να αρκούνται στην επίκληση αποκλειστικά και μόνον λόγων συνείδησης, χωρίς καμία αναφορά στο θρήσκευμα.
Σημαντική παρέμβαση από μέρους της Αρχής
Κάνοντας μια προσπάθεια καταρχήν αποτίμησης της απόφασης καθίσταται προφανές ότι η Αρχή πραγματοποιεί μια πολύ σημαντική παρέμβαση στον δημόσιο διάλογο και εμπεδώνει ταυτόχρονα τον ρόλο της ως υπερασπιστή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη σφαίρα της αρμοδιότητάς της. Επιπλέον, αναδεικνύει, σε επιμέρους σημεία, τη σημασία του Γενικού Κανονισμού Προσωπικών Δικαιωμάτων, που τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 2018, ως αναβαθμισμένου εργαλείου προστασίας των προσωπικών δεδομένων και των σχετιζόμενων με αυτά δικαιωμάτων.
Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ οι ανεξάρτητες αρχές, σύμφωνα με την κρατούσα προσέγγιση στην Ελλάδα, τύποις υπάγονται στην εκτελεστική εξουσία, αποφάσεις όπως αυτή καταδεικνύουν αναμφίβολα την οιονεί δικαιοδοτική τους λειτουργία.
Ως προς την αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια εκκρεμεί μάλιστα και αίτηση ακύρωσης, με αντίστοιχο περιεχόμενο, της Ένωσης Αθέων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θα περιμένουμε επομένως με ενδιαφέρον τον διάλογο μεταξύ μιας ανεξάρτητης Αρχής και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου στο θέμα αυτό, καθώς και το παρεπόμενο ζήτημα της συμμόρφωσης του Υπουργείου Παιδείας και των οικείων εκπαιδευτικών αρχών στην απόφαση.
Απόστολος Βλαχογιάννης
Δρ. Νομικής, Université Panthéon-Assas Paris II
Μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΣΕΠ) στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο