Ερώτημα Πολίτη:
Η ίδια η πολιτεία, κάποιες φορές, ψηφίζει νόμους ή παίρνει αποφάσεις που είναι αντισυνταγματικές. Πώς μπορεί να αντιδράσει ο πολίτης; Πώς μπορεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του απέναντι στον εξουσιαστή-κράτος;
Απάντηση:
Η σχέση Κράτους-πολίτη προϋποθέτει την αναγκαία για την κοινωνική ειρήνη και συνύπαρξη εξουσίαση του πρώτου, όπως αυτή νομικά εκδηλώνεται με τους δεσμευτικούς για όλους μας κανόνες δικαίου, το Σύνταγμα, τους νόμους και τις αποφάσεις της Διοίκησης. Στην πραγματικότητα, οι κανόνες αυτοί, σε μια σύγχρονη δημοκρατία, είναι αυτοί που εμείς οι ίδιοι θέλουμε, μέσω των αντιπροσώπων μας, και για αυτό διαθέτουν καταρχάς το τεκμήριο της νομιμότητας, αλλά και της πολιτικής νομιμοποίησής τους.
Ωστόσο, είναι προφανές, ότι ο νομοθέτης ή η Διοίκηση μπορεί συχνά να κάνουν λάθος, να ψηφίζουν νόμους ή να παίρνουν αποφάσεις που είναι αμφιλεγόμενες ως προς τη νομιμότητά τους και τη συμφωνία τους με το Σύνταγμα. Συνεπώς, η κρατική κυριαρχία δεν μπορεί να είναι απόλυτη, καθολική και αδιαμφισβήτητη, ούτε αυθαίρετη και νομικά πρέπει να ελέγχεται διαρκώς και να οριοθετείται από το Σύνταγμα και τους νόμους.
Έτσι διασφαλίζεται ότι ο νόμος ή η απόφαση της Διοίκησης συμφωνεί με την εντολή που έχουν δώσει στους αντιπροσώπους τους οι πολίτες και η οποία δεν μπορεί να έχει, σε καμία περίπτωση, παρότι είναι ελεύθερη, ως περιεχόμενό της οποιαδήποτε παράνομη και αντισυνταγματική πράξη.
Η αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας να κρίνει τη συνταγματικότητα των νόμων
Δεν είναι, όμως, αρμόδιοι οι πολίτες να κρίνουν τη συνταγματικότητα των νόμων ή τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων, ούτε έχουμε ένα σύστημα λαϊκής απονομής δικαιοσύνης ή βέβαια αυτοδικίας όλων ημών, όταν αισθανόμαστε ότι ο κανόνας δικαίου θίγει τα δικαιώματά μας και παραβιάζει το Σύνταγμα. Αυτή η αρμοδιότητα ανήκει στη δικαστική εξουσία και ενώπιον εκείνης μπορεί ο πολίτης να προσφύγει και να αντιδράσει προς υπεράσπιση του νόμιμου συμφέροντός του.
Στην Ελλάδα, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων διενεργείται από όλα τα δικαστήρια της έννομης τάξης, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης δικαστικής διαφοράς, και έτσι κατοχυρώνεται το δικαίωμα του καθενός, αφενός να προσβάλει μια πράξη που τον θίγει, αφετέρου να θέσει στο αρμόδιο δικαστικό σώμα το ζήτημα της συμφωνίας μιας διάταξης νόμου με το Σύνταγμα.
Η μόνη περίπτωση που οι πολίτες μπορούν να αντιδράσουν οι ίδιοι – και μάλιστα «με κάθε μέσο» – είναι, σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος (άρθρο 120 παρ.4 του Συντάγματος, το περίφημο «δικαίωμα αντίστασης»), όταν καταλύεται με τη βία το ίδιο το Σύνταγμα, όταν κινδυνεύει δηλαδή στην πράξη και συνολικά η βασική συμφωνία που έχουμε συνάψει με την πολιτική εξουσία.
Γιώργος Καραβοκύρης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.