Έχουν περάσει πλέον 44 χρόνια από τη θέση σε ισχύ του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, το οποίο έχει ήδη αναθεωρηθεί τρεις φορές. Είναι γεγονός ότι η εφαρμογή του συνοδεύθηκε από τη θεμελίωση ενός σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος και σταθερών δικαιοκρατικών θεσμών. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το Σύνταγμά μας στερείται ελαττωμάτων συνταγματικής μηχανικής και ανορθολογικών ρυθμίσεων, που κατά καιρούς προκάλεσαν δυσλειτουργίες του πολιτικού μας συστήματος.[1] Κατά συνέπεια, η συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε στην προηγούμενη Βουλή και πρόκειται να ολοκληρωθεί στην παρούσα είναι πράγματι αναγκαία και θα μπορούσε να αποβεί επωφελής.
Η εμπλοκή των πολιτών στη Συνταγματική Αναθεώρηση: Το παράδειγμα της Ισλανδίας
Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι κορυφαία στιγμή για την οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας.
Η συνταγματική νομοθέτηση δεν (πρέπει να) αποτελεί υπόθεση αποκλειστικά της πολιτικής τάξης. Στις σύγχρονες πλουραλιστικές δημοκρατίες είναι καίριας σημασίας η εμπλοκή των πολιτών στη διαδικασία παραγωγής του Συντάγματος.
Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι οι θεσμοί λαϊκής συμμετοχής στη συνταγματική νομοθέτηση στερούνται δυσχερειών και κινδύνων, τόσο ως προς την ενδεχόμενη χειραγώγηση των πολιτών, με την εκδήλωση φαινομένων συνταγματικού λαϊκισμού, όσο και ως προς τη θέσπιση ρυθμίσεων που εμφανίζονται prima facie ελκυστικές, όμως ενδέχεται να αποδειχθούν ατυχείς και προβληματικές με γνώμονα μια σειρά κριτηρίων συνταγματικού σχεδιασμού.
Το παράδειγμα της Ισλανδίας ανέδειξε αρκετές θετικές, αλλά και αρνητικές πλευρές της συμμετοχικής παραγωγής Συνταγμάτων. Οι καινοτόμες διαδικασίες συνταγματικής νομοθέτησης στην Ισλανδία αποτέλεσαν αφετηρία διαλόγου για εναλλακτικές μεθόδους συνταγματικού σχεδιασμού. Παρότι φαίνεται πως τελικά απέτυχε το πείραμα της άμεσης εμπλοκής του λαού μέσω ενός δημοκρατικού-συνεργατικού σχεδιασμού (crowd-sourcing) του Συντάγματος, συμπεριλαμβάνοντας τη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ωστόσο όχι μόνο συνέβαλε στη διαχείριση της κρίσης, αλλά ταυτόχρονα αποτέλεσε σημαντική δοκιμασία μιας νέας διαδικασίας συνταγματικής παραγωγής.[2]
Η κατανόηση των λόγων αποτυχίας αυτού του εγχειρήματος είναι πολύτιμη για όσους υποστηρίζουν την ενίσχυση των συμμετοχικών διαδικασιών στη συνταγματική νομοθέτηση. Η πειραματική αυτή διαδικασία συμμετοχικού συνταγματικού σχεδιασμού έθεσε παράλληλα την Ισλανδία στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής υπό ένα θετικό πρίσμα. Αν και η ανάκαμψη της χώρας προσεγγίζεται ιδίως με οικονομικούς όρους, ωστόσο η αίγλη που απέκτησε αυτό το συνταγματικό εγχείρημα αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο για την επιστροφή στην ομαλότητα.
Παρ όλα αυτά παραμένει επικρατούσα η αντίληψη ότι το στοιχείο που κυριαρχεί στη συνταγματική νομοθέτηση είναι ο πολιτικός βολονταρισμός και οι συσχετισμοί ισχύος. Η πολιτική τάξη θεωρείται ότι είναι αποκλειστικά αρμόδια να κρίνει πώς πρέπει να συγκροτηθεί το Σύνταγμα, αφού ενδεχομένως λάβει υπόψη εισηγήσεις και ιδέες από εμπειρογνώμονες και ειδικούς επιστήμονες. Οι συνέπειες αυτής της αντίληψης είναι εμφανείς στο Σύνταγμά μας. Όμως και η επιστημονική κοινότητα υποκύπτει ενίοτε σε έναν εύκολο λόγο περί συνταγματικής πολιτικής, καταθέτοντας στον δημόσιο διάλογο προτάσεις χωρίς σαφείς στόχους, συνοχή και επιχειρηματολογική επάρκεια.
Η εν εξελίξει διαδικασία Συνταγματικής Αναθεώρησης στην Ελλάδα
Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες δεν ήταν βέβαιο αν θα ολοκληρωνόταν η συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε στην προηγούμενη Βουλή. Η κυβερνητική πλειοψηφία επέλεξε τελικά να ολοκληρώσει την αναθεωρητική διαδικασία που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της απελθούσας κυβέρνησης αντί να προχωρήσει σε ένα νέο αναθεωρητικό εγχείρημα με σκοπό να περιλάβει στις αναθεωρητέες και διατάξεις που δεν υπερψηφίστηκαν από την προηγούμενη Βουλή. Το μειονέκτημα της δεύτερης επιλογής θα ήταν ότι η ολοκλήρωση της αναθεώρησης θα παραπεμπόταν για μετά τις επόμενες εκλογές, ενδεχομένως δηλαδή για το 2023, ιδίως όμως ότι θα συνέχιζαν να ισχύουν μέχρι τότε ανορθολογικές ή προβληματικές διατάξεις που προκαλούν δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος, με πιο ορατή τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Την έκπληξη της προηγούμενης φάσης της αναθεώρησης αποτέλεσε το γεγονός ότι τέσσερα κρίσιμα άρθρα για τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος υπερψηφίστηκαν με ευρύτατη πλειοψηφία, που υπερέβαινε κατά πολύ τις 180 ψήφους, με τη στήριξη τόσο της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα αυτά ρυθμίζουν την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, την ποινική ευθύνη των υπουργών, τη βουλευτική ασυλία και την ανάδειξη των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Η επίτευξη των αυξημένων πλειοψηφιών ως προς τα τέσσερα αυτά κρίσιμα άρθρα συνεπάγεται ότι η παρούσα Βουλή έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στην τροποποίησή τους με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή αρκούν 151 ψήφοι, χωρίς να απαιτείται να συναινέσει η αντιπολίτευση.
Τόσο η αναθεώρηση της διαδικασίας προεδρικής εκλογής και της ανάδειξης των μελών των ανεξάρτητων αρχών, που αποτέλεσαν πεδία τριβής για το πολιτικό μας σύστημα, όσο και οι ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη των υπουργών και τη βουλευτική ασυλία, που εκτός των άλλων έχουν αποτελέσει στο παρελθόν αφορμή για τη δυσθυμία της κοινωνίας ως προς την κατάχρηση των προνομίων της πολιτικής τάξης, συνιστούν σημαντικές τομές για τη λειτουργία της πολιτείας και τον εξορθολογισμό της συνταγματικής τάξης.
Ωστόσο, υπαρκτός παραμένει ο κίνδυνος να προχωρήσει η κυβερνητική πλειοψηφία σε τροποποίηση των συνταγματικών αυτών διατάξεων με την ευκολία που της δίνει το γεγονός ότι η αναθεώρησή τους δεν προϋποθέτει τη σύμπραξη άλλων πολιτικών δυνάμεων.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα το πολιτικό μας σύστημα είναι να υπερβούν τα κόμματα την επικοινωνιακή λογική της τυφλής αντιπαράθεσης, προκειμένου να επιτευχθεί ο βέλτιστος συνταγματικός σχεδιασμός με ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση.
Ως αρνητικό σημείο της αναθεωρητικής διαδικασίας που έχει προαναγγελθεί χαρακτηρίζεται πάντως η ταχύτητα με την οποία πρόκειται να προχωρήσει. Θα ήταν σκόπιμο η παρούσα Βουλή να εξαντλήσει τα όρια της πρώτης συνόδου της, ώστε η σχετική συζήτηση να διεξαχθεί χωρίς χρονική πίεση και με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στον σχετικό διάλογο τόσο της κοινωνίας πολιτών, όσο και της επιστημονικής κοινότητας. Το Σύνταγμα αποτελεί ένα κείμενο μακράς πνοής, οι ατέλειες του οποίου και τυχόν σφάλματα συνταγματικής μηχανικής μπορεί να έχουν εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τη χώρα.
Υποσημειώσεις:
[1] βλ. αναλυτικά Ξ. Κοντιάδης, Το Ανορθολογικό μας Σύνταγμα, εκδ. Παπαζήση, 2015.
[2] βλ. Ξ. Κοντιάδη, Πώς γράφεται το Σύνταγμα; εκδ. Παπαζήση, 2018.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου,
Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου