Πρώτη Αλήθεια:
Η Επιτροπή έχει, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 86: είναι αποκλειστικά αρμόδια για «δίωξη, ανάκριση, προανάκριση, προκαταρκτική εξέταση») και κατά τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 156 παρ. 4: «έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών όταν αυτός ασκεί προκαταρκτική εξέταση»), χαρακτήρα οιονεί «συλλογικού Εισαγγελέα». Στο πλαίσιο μιας τέτοιας λειτουργίας είναι αδιανόητη και παράνομη η συνύπαρξη, σε ένα και το αυτό πρόσωπο, της ιδιότητας μάρτυρα και Εισαγγελέα.
Δεύτερη Αλήθεια:
Το ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα θα κληθούν ως μάρτυρες δεν είναι κάτι το αόριστο ή το διαφιλονικούμενο. Η Επιτροπή, ως συλλογικό όργανο εκφραζόμενο δια του προέδρου της, έχει εκφράσει δεδηλωμένη και οριστική πρόθεση να κληθούν τα συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία, εξάλλου, όχι μόνο γνώριζαν αυτή την πιθανότητα, αλλά και τη μετέτρεψαν τα ίδια σε βεβαιότητα με πράξεις και δηλώσεις τους. Η ορθή στιγμή να εγερθεί και να λυθεί το κώλυμα είναι αμέσως μόλις δημιουργήθηκε – δηλαδή από τη στιγμή που είναι βέβαιο ότι θα κληθούν ως μάρτυρες, όχι όταν κληθούν ενώπιον της Επιτροπής- ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει εξαρχής ορθά η Επιτροπή έχοντας επιλύσει τα δικονομικά ζητήματα.
Τρίτη Αλήθεια:
Δεν πρόκειται, κατά νομική ακριβολογία, για «εξαίρεση» προσώπων που υποδείχθηκαν από το κόμμα τους ως μέλη της Επιτροπής, αλλά για γένεση κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων (μάρτυρας-Εισαγγελέας) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρεωτικό κώλυμα συμμετοχής τους στην Επιτροπή, το οποίο δεν είναι επιτρεπτό να «αρθεί» με επιλογή της θέσης του μέλους έναντι της θέσης του μάρτυρα.
Τέταρτη Αλήθεια:
Το κώλυμα αυτό, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής διαδικασίας και κατά τη «συνταγματική δικονομία», όχι με δάνεια από το αστικό ή το ποινικό δίκαιο, αντιμετωπίζεται ως εξής: το άρθρο 156 παρ. 3 του Κανονισμού της Βουλής ορίζει ότι, για τη συγκρότηση και λειτουργία της Επιτροπής του άρθρου 86 του Συντάγματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές.
Το σχετικό με τις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές άρθρο 35 του Κανονισμού, ορίζει ότι τα μέλη τους «που απουσιάζουν ή κωλύονται με οποιονδήποτε τρόπο να ασκήσουν τα καθήκοντα τους, αναπληρώνονται από άλλους βουλευτές της ίδιας κοινοβουλευτικής ομάδας» (παρ. 2) και «την αντικατάσταση ενεργεί ο Πρόεδρος της Βουλής μετά από απόφαση που εκδίδει ύστερα από πρόταση του Προέδρου της οικείας κοινοβουλευτικής ομάδας» (παρ. 3).
Συμπέρασμα
Συνεπώς, α) τη διαπίστωση του κωλύματος αποφασίζει κατ’ αποκλειστικότητα η ίδια η Επιτροπή, β) η αντικατάσταση μετά από αυτή την απόφαση είναι υποχρεωτική και μη ελέγξιμη, γ) την αντικατάσταση διενεργεί ο Πρόεδρος της Βουλής, μετά από πρόταση του αρχηγού της κοινοβουλευτικής ομάδας των αντικαθιστάμενων, δ) τυχόν μη αναπλήρωση δεν δημιουργεί κώλυμα συνέχισης της λειτουργίας της Επιτροπής. Προσπάθεια υπονόμευσης της λειτουργίας και του έργου της Επιτροπής, επ’ αφορμή νόμιμης κίνησης διαδικασίας αντικατάστασης μελών της, θα συνιστούσε απείθεια – όχι μόνο έναντι της Επιτροπής, αλλά και έναντι του Κοινοβουλίου. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά αλλά θα ήταν, ίσως, η πιο διαφωτιστική.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος
*Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 6 Νοεμβρίου 2019.